Τρίτη 30 Ιουνίου 2009

Seasonal Feeling #8

Άργησα σήμερα γιατί διαβάζω. Πάλι. Τα άφησα όμως για λίγο τα βιβλία γιατί έπαθα πάλι το γνωστό με την ονειροπόληση και μετά απο άκαρπες προσπάθεια να μαζέψω το μυαλό μου και να συγκεντρωθώ, αποφάνθηκα πως χρειάζομαι διάλειμμα. Πάλι.
Διάβασα λοιπόν για να ξεκουράσω το κεφάλι μου τα μπλογκ μερικών φίλων ("φίλων" διαδικτυακών, ούτε πως μοιάζουν δεν ξέρω) και μετά άρχισα να επεξεργάζομαι την εξής σκέψη. Ο καλύτερος (κατά την γνώμη μου) τρόπος να μάθεις την ιστορία μιας περιόδου-ενός ανθρώπου-μιας περιοχής είναι να διαβάσεις ένα βιβλίο. Μην παρεξηγηθούμε εδώ, δεν εννοώ να διαβάσεις ένα βιβλίο που θα πραγματεύεται για παράδειγμα τα πρώτα χρόνια του 20ου αιώνα (αν ο 20ς αιώνας είναι το ζητούμενο) αλλά αντίθετα να διαβάσεις ένα (και δύο και τρία και όσα αντέχεις) βιβλία που γράφτηκαν εκείνη ακριβώς την περίοδο. Έτσι και όχι με στείρα περιγραφή έρχεσαι κοντύτερα στο αντικείμενο (όχι του πόθου) του ενδιαφέροντος σου. Για παράδειγμα, χίλιες φορές απο το να διαβάσω μια δεκασέλιδη ανάλυση για τους καταραμένους ποιητές, να διαβάσω ένα ποίημα του Μπωντλαίρ. Και χίλιες φορές απο μια διατριβή για τους μοντερνιστές, μια ματιά στο Wasteland του Ελιοτ. Με την ίδια ακριβώς λογική, απο το να ακούω αναλύσεις του οποιουδήποτε γραμματικού σε ρόλο γραμματιζούμενου της κακιάς ώρας για την " δύσκολη εποχή μας" την "κατάρρευσή του συστήματος" την "γενικευμένη κρίση σε όλους τους τομείς" και τους "συνταραγμένους θεσμούς" διαβάζω τα μπλόγκ των "φίλων" μου.
Ο Έλιοτ λοιπόν στο Wasteland του μας έλεγε (έλεγε στο κοινό του τότε) "I will show you fear in a handfull of dust" (θα σου δείξω τον φόβο σε μια φούχτα σκόνης -δική μου η μετάφραση γιατί δεν ξέρω πώς αποδόθηκε στα ελληνικά-). Και το εννοούσε. Γιατί μόνο σκόνη έβλεπε και γιατί τίποτε δεν ήταν περισσότερο ριζωμένο στις ψυχούλες του κόσμου εκείνων των χρόνων απο όσο ο φόβος. Φόβος σε όλα και για όλα (και δεν είχαν και πολύ άδικο για τούτο το συναίσθημα αν σκεφτείς οτι μετά απο λίγο χώρια απο τα ζόρια της καθημερινότητας, τους χτύπησε κατάκέφαλα ο φασισμός, ο ναζισμός και ο κομμουνισμος μαζί). Αναλογικά σήμερα θα έπρεπε να διαβάζω τους σημερινούς ποιητές μας για να πάρω μυρωδιά τί τρέχει, σωστά; Αμ δε. 1ον, οι μισοί απο δαύτους είναι παροπλισμένοι διότι γέρασαν και βαρέθηκαν τον μάταιο τούτο κόσμο και τα λόγια του (δεκτό αν και δεν τους συγχωρώ)
2ον οι άλλοι μισοί, αν και νεότεροι (εννοώ γύρω στα 50-60) αυτοί δηλαδή που διέπρεψαν στην δεκαετία του 70 και δώθε, ή τους έχει σταθεί κουκούτσι στον λαιμό και δεν βγάζουν ούτε λέξη, ή έχουν τόσο αλλοτριωθεί απο την τριγύρω βρώμα που και να μιλήσουν μόνο κοασμός βατράχου θα ακουστεί και τίποτα πέραν αυτού. (οπότε καλά κάνουν και μένουν μέσα στα κουστούμια τους παρέα με το κουκούτσι τους)

Άρα; Άρα διαβάζω τα μπλόγκς των "φίλων" μου. Που είναι και ποιητές και έξυπνοι και πεπαιδευμένοι και τσαμπουκάδες και άμα λάχει τα κουκούτσια στην ανάγκη τα μασάνε. Αυτοί λοιπόν οι άγνωστοι φίλοι μου ξέφυγαν απο την χιλιοπιπιλισμένη καραμέλα της "μοναξιάς", του "ατομισμού", του "εγκλωβισμού" και όλων αυτών των εξυπνακίστικων -ισμών και άρχισαν να μιλάνε για άλλα πράγματα. Λένε για τα νεύρα τους (που είναι πολλά, πάρα πολλά) για την οργή (που μαζεύεται και τρομάζει) και λένε και για κάτι ακόμα. Λένε πως δεν νοιάζονται. Δεν νοιάζονται για τους κουμανταδόρους και τις αυθεντίες. Βρίσκουν μόνοι λύσεις, παράθυρα, τρύπες. Φυσικά και αποδοκιμάζουν, θυμώνουν και μετά γυρνάνε την πλάτη τους ρίχνουν μια μούτζα πίσω και προχωράνε μόνοι τους. Και ότι κάτσει. Αν κάτσει (που μακάρι να τους κάτσει). Δεν σας θυμίζουν λίγο τους μπαμπάδες μας που φεύγαν απο τα χωριά τους ξυπόλητοι και δίχως τίποτα σίγουρο στα χέρια αυτοί οι φίλοι μου;
Εμένα πολύ.
Τις ίδιες μούτζες ρίχνουμε διαχρονικά και συνεχίζουμε ξυπόλυτοι με μόνη παρηγοριά το οτι και ο δίπλα μας κάνει το ίδιο.

Δευτέρα 29 Ιουνίου 2009

Seasonal Feeling #7

Είναι κάτι μέρες, ...μα τι μέρες. Ξυπνάς και θολωμένος ακόμα απο τα όνειρα δεν έχεις συναίσθηση του τί σου επιφυλάσσει η μοίρα για αργότερα. Σηκώνεσαι απο το κρεββάτι με μόνη προσδοκία μια κούπα καφέ και πας στο μπάνιο. Όλα μπορούν να αρχίσουν απο το μπάνιο (και εκεί συνήθως αρχίζουν σύμφωνα τουλάχιστον με την δική μου εμπειρία). Παίρνεις την σκληρή απόφαση να ρίξεις λίγο κρύο νερό στο πρόσωπο σου και ενώ κάνεις τις πρώτες μηχανικές κινήσεις με το μυαλό ακόμη στην κούπα του καφέ, μουσκεύεις τα μανίκια της πιτζάμας σου. Μισώ τα μουσκεμένα μανίκια. Αλλάζεις βαρυγκομώντας. Αν δεν είχες βρέξει τα μανίκια θα έπινες ήδη καφέ με τις πυτζάμες, αλλά δεν δίνεις σημασία ακόμη και αν αυτό είναι το πρώτο σημάδι για όσα θα ακολουθήσουν. Δεν έχεις ακόμη υποψιαστεί πως πρόκειται για μια απο "αυτές" τις μέρες. Επόμενη στάση κουζίνα. Εντάξει ο καφές. Το νερό βράζει, κινήσεις μηχανικές. Σηκώνεις την κούπα και τα βήμματα μέχρι το γραφείο (στο γραφείο μου πίνω καφέ) είναι λίγα και μετρημένα. Τί θα μπορούσε να πάει στραβά; Όλα. Φτάνεις στην γνωστή θέση και το μισό απο το περιεχόμενο της κούπας είναι μοιρασμένο ανάμεσα στο πάτωμα και τα χέρια σου. Πίσω στην κουζίνα, βέτεξ, πλύσιμο και μια μικρή βρισιά ενώ καθαρίζεις τον διάσπαρτο λεκέ στο πάτωμα. Τώρα έχεις αρχίσει να υποψιάζεσαι πως κάποιος σου την έχει στημένη απο το πρωί. Επιστρέφεις στο γραφείο. Φυσικά και πατάς με ξυπόλητα πόδια στο βρεγμένο κομμάτι του πατώματος και ας προσπάθησες να το αποφύγεις. Βρεγμένη πατούσα. Κάθεσαι. Πρώτη αναθεματισμένη γουλιά απο τον περιβόητο πια καφέ. Φέρνεις την κούπα στα χείλη και αυτό είναι κάτι που το κάνεις απο τότε που σου κόψαν το μπμπερό (τότε με γάλα τώρα με κάφε). Πες μου λοιπόν πώς γίνεται το παρακάτω. Φέρνεις την κούπα με τον καφέ κοντά στο στόμα, ανοίγεις, πίνεις και μαζί με εσένα πίνει το πιγούνι σου και η μπλούζα σου επίσης. Λάθος υπολογισμός, μεγαλύτερη ορμή, τα νεύρα μου, στο διάβολο με τον καφέ σε κούπες. Απο αύριο φραππέ με καλαμάκι και αφρό τόσο σφικτό που δεν θα μετακινείται με τίποτα από το ποτήρι του. Αλλά δεν έχει σημασία. Τώρα έχεις λερωθεί, το πιγούνι σου κολλάει, ο καφές λεκιάζει, ο γείτονας που του κλέβεις την σύνδεση κλείδωσε το ίντερνετ και πρέπει να βγεις στο μπαλκόνι σε αναζήτηση θύματος και απο πάνω έχεις αρχίσει να φοβάσαι οτι οι απαντήσεις που έδωσες στην χθεσινή σου εξέταση μοιάζουν απλώς με την καρικατούρα όσων πραγματικά έπρεπε να απαντήσεις.
Κάτι μέρες... μα τί μερες...

Κυριακή 28 Ιουνίου 2009

Seasonal Feeling #6

Εγραψαααααααα!!(ελπίζω καλά)
Τρελαίνομαι απο την χαρά μου κάθε φορά που περνάει ο Καρπουζάς απο την γειτονιά. Προς μεγάλη τέρψη μου αυτό συμβαίνει τουλάχιστον δύο φορές την μέρα. Έχει καρπούζια μέλι και με την βούλα και με το μαχαίρι ο τύπος και επιπλέον έχει και ένα μεγάφωνο απο αυτά που βουίζουν όλο παράσιτα αδιαλείπτως. Φυσικά η φωνή του είναι απαράδεκτα ένρινη και εμποτισμένη απο το ύφος που συναντάει κανείς στις λαϊκές αγορές, (μιας και οι ντελάληδες για θεάματα δεν ευδοκιμούν στις μέρες μας ώστε να τους αναφέρω ως παράδειγμα) και το αυτοκίνητο-καρότσα του είναι κόκκινο (γιατί κάνει αντίθεση με το πράσινο του καρπουζιού). Καρπούζι δεν έχω πάρει ακόμα γιατί μου φαίνεται νωρίς (αν δεν είναι Αύγουστος εγώ καρπούζι δεν αγοράζω) αλλά πραγματικά πολύ θα ήθελα να δω και την φάτσα του Καρπουζά μου και να ολοκληρώσω την σύνθεση της εικόνας του. Εσείς το κάνετε αυτό ποτέ; Να φτιάχνετε τις ιστορίες αγνώστων ανθρώπων; Φαντάζομαι πως όλοι το έχουμε κάνει μια δυο φορές. Έχω μερικά τέτοια περιστατικά πολύ έντονα εν τυπωμένα στη μνήμη μου. Καταρχήν να εξηγηθώ και να κάνω σαφές οτι δεν είμαι καμιά τρελή που όποιον άγνωστο πετύχει στον δρόμο του φτιάχνει και μια ιστορία για να τον στολίσει. Ιστορίες φτιάχνω μόνο κάτω απο πολύ συγκεκριμένες συνθήκες. α) Όταν βαριέμαι πολύ και το μόνο που απομένει είναι να παρατηρώ τον κόσμο και να ορμάω καταπάνω στην ονειροφαντασία και β) όταν κάποιος ή κάποια, για οποιονδήποτε λόγο μου τραβήξει το ενδιαφέρον τόσο ώστε να συνεχίσω να τον σκέφτομαι για αρκετή ώρα αφότου έχει κάνει το φευγαλέο πέρασμα του στην ζωή μου. Θυμάμαι για παράδειγμα έναν τύπο στα Χανιά που τον είδα για ένα λεπτό πάνω κάτω. Πέρασε απο μπροστά μου με το ποδήλατο και αυτό ήταν. Για την ακρίβεια δεν κατάφερα να δω τα χαρακτηριστικά του και ούτε είμαι σε θέση αυτή την στιγμή να ανακαλέσω ας πούμε τον σωματότυπο ή έστω τα ρούχα του. Θυμάμαι όμως το πιο βασικό. Ο άντρας αυτός είχε πίσω στην σχάρα του ποδηλάτου του, ένα μεγάλο μπουκάλι coca cola γεμάτο με λάδι. Σιγά τα αυγά θα μου πείτε τώρα. Ναι δεν λέω τίποτα ουσιώδες δεν ήταν, αλλά εμένα η αντίθεση μου έκανε εντύπωση. Το λάδι είχε ένα καθαρό χρυσοπράσινο χρώμα και γυάλιζε στο φως και απο πάνω του ήταν η αμερικάνικη φίρμα δροσιάς με την γνωστή καλλιγραφία της coca cola. Θεώρησα οτι ο νεαρός ήθελε να πει ένα κατιτίς. Ή κορόιδευε την coca cola και όσα έχουμε συνηθίσει να λέμε οτι εκπροσωπεί αδειάζοντας το αναψυκτικό στον νεροχύτη του με σκοπό να γεμίσει το μπουκάλι της με κάτι αληθινά σημαντικό όπως το λάδι, ή ήθελε μονάχα να μου δείξει την σύγκλιση, την σύνθεση, την μείξη, την ανακατωσούρα τέλος πάντως των πραγμάτων, των κόσμων και των ιδεών. Όπως και να έχει εγώ τον έκανα αντάρτη στα βουνά, εθελοντή γιατρό του κόσμου, οικολόγο ακτιβιστή.. Κάτι τέλος πάντων γενναίο και εξωτικό για να μου ταιριάζει και στα γούστα μου. Είμαι σχεδόν σίγουρη πως τίποτε απο αυτά βέβαια δεν αντιστοιχούσε στην πραγματικότητα. Το πιθανότερο όλων είναι για παράδειγμα η μάνα του ποδηλάτη να του ζήτησε να πεταχτεί και να της φέρει λιγάκι λάδι απο κάποιον συγγενή που είχε θα χε βγάλει πρόσφατα φρέσκο, για να το δοκιμάσει. Ή κάτι ανάλογης σημασίας. Πού να ήξερε ο άνθρωπος οτι εγώ δέκα χρόνια μετά ακόμη θυμάμαι το λάδι του θείου του να χρυσίζει μέσα στο πλαστικό μπουκάλι. Δεν το ξέρει και αυτό είναι το ωραίο.
Τόσοι άνθρωποι που περνάνε με ποδήλατα ή με τα πόδια και μας αφήνουν ένα κάτι, ένα τόσο δά μικρό κέρασμα που το φυλάμε για πάντα και αυτοί ας μην το ξέρουν.
Δεν είναι ωραίο;

Σάββατο 27 Ιουνίου 2009

Seasonal Feeling #5
Προς το χαρτί: Αιωνία σου η μνήμη.

Έλειψα μια μέρα αλλά παρακαλώ μην με παρεξηγήσετε. Είχα δουλειές με ουρά στο σπίτι, γιατί ο καλός μου γιόρταζε τα γενέθλιά του και το βράδυ μαζευτήκαμε κόσμος και λαός να του ευχηθούμε (το πώς χωράει τόσος κόσμος σε ένα δυάρι είναι θαύμα). Όμορφα ήταν, φάγαμε, ήπιαμε, σαχλαμαρίσαμε, άντε με το καλό και του χρόνου!
Αποτέλεσμα του χθεσινοβραδινού εορτασμού η καθυστερημένη σημερινή μου έγερση καθώς και ο πονοκέφαλος. Ο οποίος, όπως γνωρίζω πια απο πείρα, οφείλεται στο ξενύχτι και μόνο (γιατί δεν πίνω) και δεν πρόκειται να με απαλλάξει απο την παρουσία του ακόμη και αν καταπιώ ένα κουτί αναλγητικά. Θέλει ύπνο. Όσο και να το θέλει βέβαια, ύπνο δεν έχει. Έχει διάβασμα. 'Οσο και να μην το θέλω.

Πάντως, παρά την επιτακτική ανάγκη για μελέτη, στο μυαλό μου αιωρείται από εχθές μια και μόνη λέξη με μεγάλα φωτεινά νέον γράμματα. Η νοητή τούτη ταμπέλα μάλιστα δεν μου κάνει καν την χάρη να αναβοσβήνει (όπως θα έκανε κάθε νέον επιγραφή που σέβεται την φύση της) ώστε να προλάβω τουλάχιστον να ξεκουράζομαι στο σκοτεινό μεσοδιάστημα. Εκεί στο κέντρο, ψηλότερα απο όλες τις άλλες ταμπέλες του μυαλού, έχει καταλάβει ζωτικό χώρο που τον χρειάζομαι για άλλα πράγματα υψίστης σημασίας και κραυγάζει διακοπές. Αυτό μου έλειπε μόνο. Η εμμονή των διακοπών. Μικρότερες συνοδευτικές ταμπέλες έχουν μαζευτεί τριγύρω της όπως οι ψητές πατάτες γύρω απο το κοτόπουλο του ταψιού και λάμπουν εξίσου ενοχλητικά. Πού θα πάμε, Με ποίους θα πάμε, Πότε θα πάμε, πώς θα πάμε, Για πόσο θα πάμε. Πρόκειται για μια παγκόσμια συνωμοσία και είμαι βέβαιη πως αν το ψάξω θα βρω μια θεωρία τέτοιου τύπου που θα επιβεβαιώνει τις υποψίες μου. Ας επανέλθω όμως στο προκείμενο. Τέλη Ιουνίου και δεν έχω ιδέα που θα ξεκαλοκαιριάσω εφέτος εκτός βέβαια απο τον ετήσιο μικρής διάρκειας επαναπατρισμό μου στα Χανιά που όμως δεν λογίζεται για διακοπή. Διότι δεν μπορείς να λες την επίσκεψη στο σπίτι της μαμάς διακοπές ακόμη και αν πρόκειται να ταξιδέψεις για άλλη πόλη, αφού πώς να το κάνουμε, σπίτι σου πας. Αυτό είναι επιστροφή όχι διακοπή. Νόστιμον ήμαρ το λέει ο Όμηρος και εγώ σαν άλλος Οδυσσέας αλατισμένος για τα καλά απο την θάλασσα της πρωτεύουσας δεν μπορώ παρά να συμφωνώ. Αλήθεια, δεν ξέρω πως την νιώθουν την πόλη τους οι βέροι Αθηναίοι, (η λέξη γκάγκαρος με ενοχλεί πάρα πολύ ηχητικά) αλλά απορώ αν τελικά καταφέρνουν ποτέ να την νιώσουν δική τους. Κρίνοντας απο την φτωχή μου εμπειρία, Χανιά-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, θαρρώ πως η πρωτεύουσα είναι η πλέον δύσκαμπτη και δύσκολη πόλη που ξέρω (το ρήμα "ξέρω" είναι απο μόνο του λάθος όταν αναφέρεσαι στην Αθήνα). Το μόνο που έχω καταφέρει να αντιληφθώ για την σχέση αυτή του Αθηναίου με την πόλη μέσα στα τελευταία τρία χρόνια, είναι πως απλά, επειδή ακριβώς η πόλη του είναι πολύ μεγάλη και πολύ χαοτική για να την αγκαλιάσει ολόκληρη, μετακυλύει το αίσθημα στην "περιοχή" του και αγκαλιάζει κάτι μικρότερο. Το παγκράτι, το περιστέρι, το μαρούσι, την γλυφάδα. Αν δε του τύχει και αλλάξει περιοχή, το αισθάνεται πραγματικά σαν μεγάλη αλλαγή λες και άλλαξε απόλυτα το περιβάλλον του και βρέθηκε σε νέο κόσμο. Ίσως να μην έχει και άδικο. Η Αθήνα είναι σαν τις μπάμπουσκες. Πολλές μικρές πόλεις μέσα στην μεγάλη κοιλιά της μητρόπολης. Αυτό είναι που με κάνει να σκάω για διακοπές. Είμαι εγκλωβισμένη στην κοιλιά μιας πόλης, που διαδοχικά είναι εγκλωβισμένη στην κοιλιά μιας άλλης και πάει λέγοντας. Σκάω εδώ μέσα και απελπίζομαι μαζί με τους υπόλοιπους εγκλωβισμένους ενώ όλοι ζούμε για την ημέρα των διακοπών. Την μέρα του τοκετού που η μεγάλη μπάμπουσκα θα ανοίξει την κοιλιά της, θα ξεγκαστρωθεί και θα μας αφήσει όλους μαζί να ανασάνουμε σε αληθινούς τόπους.

Τετάρτη 24 Ιουνίου 2009

Seasonal Feeling #4
Το χαρτί; Ποιό χαρτί;
Μαζί με τα πουλιά του θεού (δεν τον γράφω με κεφαλαίο απο καπρίτσιο) ξύπνησα σήμερα. Στριφογύρισα αρκετά, μετά μου εξομολογήθηκα οτι δεν έχει άλλον ύπνο για μένα και σηκώθηκα. Μου ρίχνει πισώπλατες μαχαιριές το υποσυνείδητο βλέπεις. Ονειρεύτηκα πως έγραφα εξετάσεις και μάλιστα δεν τα πήγαινα ιδιαίτερα καλά. Άγχος και στο μαξιλάρι μου; Ε νισάφι πια! Δεν το συζητάω παραπέρα όμως, εκνευρίζομαι.
Λοιπόν, λίγο πρίν κοιμηθώ, ξαπλωμένη και ημιθανής (απο τον πόνο γιατί ήρθε για επίσκεψη ο φίλος μου ο κολικός του δεξιού νεφρού που όταν μεγαλώσει θα γίνει οικοδόμος και θα μου φτιάξει δέκα διαμερίσματα) χάζευα στην τιβί αηδίες του χειρίστου είδους(το χάζευα στην κυριολεξία παρακαλώ). Είδα που λέτε αγρότες που ψάχνουν γκόμενα φυσιολάτρη (μέσω τιβί όλα αυτά και όποιος δεν πιάνει την ειρωνεία της υπόθεσης να το ξανασκεφτεί), μετά είδα το "λόγο τιμής", γεμάτο αστέρες της υποκριτικής του παρόντος μας αλλά παρθένους τότε και λίγο πριν θυμώσω με την κατάντια μου, κουδούνισε το κινητό μου. Μήνυμα γραπτό και αυτό, το λέω με μια κάποια ανακούφιση γιατί δεν είχα όρεξη για κουβέντες ούτε εγώ ούτε και η κατάντια μου. Ο Κωστής ήταν, που είναι ο καλύτερος μου φίλος-αυτοκόλλητος-μαζί απο την κούνια-για πάντα εκεί-αγαπημένος μου-αδερφός. Δικαιούμαι να τον λέω έτσι λόγω αγάπης αλλά και χάριν ελλείψεως αδερφού εξ' αίματος, μοναχοπαίδι γαρ. Του είχα αφήσει ένα περίλυπο και μυστηριώδες μηνυματάκι στην σελίδα του στο φέιςμπούκ που έλεγε "miss you" και έτσι βλέπεις μπήκαν σε εγρήγορση οι προαιώνιοι δεσμοί. Μου έγραφε οτι φύτεψε! Έβαλε κολοκυθάκια και κρεμμυδάκια και δυόσμο και λεβάντα. Πάρτε με για τρελή αν θέλετε αλλά εμένα τούτο το νέο κατάφερε να με συνεφέρει και να μου φέρει τούμπα την διάθεση. Πρόλαβα να σκεφτώ οτι τα κρεμμύδια είναι πολύ χρήσιμα και μπαίνουν παντού ακόμα και αν σου πρηστεί το πόδι απο χτύπημα, ότι τα κολοκυθάκια θα τα κάνουμε μπουρέκι (όποιος δεν ξέρει να μου αφήσει μήνυμα να του εξηγήσω τι είναι το μπουρέκι στα Χανιά), ότι με τον δυόσμο θα φτιάξουμε λικέρ και με την λεβάντα θα αρωματίζουμε την ζάχαρη για γλυκά και θα φτιάξουμε και σακουλάκια αρωματικά για συρτάρια με εσώρουχα.
Όλα αυτά μόλις επιστρέψω στα πάτρια εδάφη. Του πρότεινα επίσης σε μήνυμα γραπτό βασιλικό και δεντρολίβανο για τα μυριστικά του που μ' αρέσουν και χαμογέλασα. Χαμόγελο αληθινό, όχι απο τα τσάμπα χαμόγελα που μοιράζουμε εδώ και εκεί. Επειδή λοιπόν ένιωσα ευλογημένη που ο Κωστής υπάρχει και φτιάχνει μπαχτσέ, επειδή κάτι τέτοια ξαφνικά και μικρά πράγματα μου θυμίζουν τί καλά που είναι να ζεις ακόμα και αν η τιβί έχει αηδίες, σε έχει φάει το άγχος για τις επιδόσεις σου, έχεις ένα βουνό σίδερο και στο νεφρό σου δουλεύει μια μπετονιέρα νυχθημερόν, σήμερα θα αγαπάω όλο τον κόσμο και σκοπεύω μάλιστα να του το πω.
Σας αγαπώ πολύ,
Δ.
Ξέρει καλύτερα απο όλους να χειρίζεται το βλέμμα
της φωνής το μέταλλο
κεντρίζει πάντοτε καταμεσής του στόχου
κι αν γελαστεί, είναι γιατί το επέτρεψε -μην το θαρρείς κατόρθωμα-.

Μα σαν τυλίγει την πετσέτα γύρω της
γόρδιος δεσμός πάνω απ' το στήθος
μαλλιά βαριά και χέρια κλωνάρια
και ακουμπήσει παλάμες στην κοιλιά
τότε ημερεύει.

Στάζει γάλα τ' αγκάθι
να ξεπλύνει το αίμα της διαδρομής.
Seasonal Feeling #3
Τα παράτησα με το παλιόχαρτο. Δεν ψάχνω άλλο. Όρεξη το είχα θαρρεί και κάνει τσαλίμια. Να χαθεί, καθόλου δεν με ενδιαφέρει. Έχω άλλα, πολλά και καλύτερα του θα του μηνύσω, και ούτε να τον δω ξανά στα μάτια μου δεν θέλω τον αντάρτη του αρχείου μου!
Αυτές τις μέρες διαβάζω. Ή τουλάχιστον συνειδητοποιώ πως έχω διάβασμα να φάνε και οι κότες και παλεύω να με πείσω να μην το αφήνω και πάνε τσάμπα οι κόποι, οι εργασίες και οι βαθμοί του έτους. Κάνω φυσικά όλα τα παιδιάστικα κόλπα που ξέρω για να αφήνω για λίγο το βιβλίο. Πεινάω, (συνεχώς) λέω στον εαυτό μου πως κάνω ένα διάλειμμα πεντάλεπτο (ανά κεφάλαιο), τσεκάρω τις ειδήσεις στα μπλόγκ (πιο συχνά απο όσο χρειάζεται για να βγει νέα είδηση) και βέβαια ονειροπολώ. Το ονειροπόλημα είναι ο χειρότερος εχθρός του διαβάσματος (αυτή είναι μια διαπίστωση που την έχω κάνει πολύ νωρίς, απο το σχολείο ακόμα και έχω μάλιστα και μια αστεία ιστοριούλα επί του θέματος να διηγηθώ αλλά δεν είναι της παρούσης).
Λοιπόν, όταν διαβάζεις φιλοσοφία και την πλέκεις με την φαντασία το αποτέλεσμα είναι εξαιρετικά σουρεαλιστικό. Ούτε και εγώ ξέρω πόσες φορές με φαντάστηκα να συμβουλεύω τους λόγιους των νέων χρόνων για το πώς να ξεφύγουν απο την εκκλησία και πώς να ξεπεράσουν τις αριστοτελικές θέσεις (ναι και βέβαια με την γνώση του δικού μου αιώνα αφού έχω έρθει από το μέλλον). Επίσης μετράω κάμποσες φορές που στάθηκα στο πλευρό του Γαλιλαίου (σαν σύμβουλός του μην φανταστεί κανείς ότι δεν πρωταγωνιστώ), και κάνα δυο που θριάμβευσα για πάρτη του στην δίκη και του έσωσα το τομάρι, κλέβοντας όμως πάντα αυτή την θρυλούμενη φράση του που τόσο μου αρέσει. "Και όμως κινείται" . Μετά από κάθε τέτοιο όνειρο του ξύπνιου, καταλαβαίνω βέβαια οτι δεν θυμάμαι ούτε λέξη απο τις προηγούμενες και επιστρέφω στο βιβλίο. Πραγματικά το χειρότερο που μπορεί να συμβεί στις εξετάσεις είναι να γράψω μια φανταστική ιστορία με ήρωες τις προσωπικότητες της ύλης του μαθήματος και να μηδενιστώ με στυλ.
Έχω λοιπόν διαπιστώσει πως ο μηχανισμός άμυνας του οργανισμού μου απέναντι σε όσα δεν θέλω να κάνω, δουλεύει εξαίσια. Για να φανταστείτε μέχρι και να σιδερώσω ξεκίνησα χθες στις 11 το βράδυ, πράγμα για μένα αδιανόητο, καταρχήν διότι σιχαίνομαι το σίδερο και έπειτα διότι κανονικά στις 11 κουτουλάω απο την νύστα και τα μάτια μου κλείνουν. Με τούτα και με τα άλλα πάντως ένα πλυντήριο το κανόνισα!
Για την ύλη, οψόμεθα..
Τα γράμματα της άλλαζαν
μια όλο γραμμές και ουρίτσες
σαν να πασχίζει να γλιτώσει
και μια ολοστρόγγυλα
σαν να εγκυμονεί.

Ιμάντες θυμάμαι την κρατούσαν
πάνω-κάτω ανέλκυση στις διαθέσεις,
κι όλο ξανά.

Σε έναν όροφο της όρεξης
δεν στέριωσε ποτέ.

Τρίτη 23 Ιουνίου 2009

Seasonal Feeling #2
Δεν το βρήκα το χαρτί που έψαχνα. Τώρα που ξύπνησα και ήπια καφέ κοίταξα ξανά σε πιθανές κρυψώνες, αλλά τζίφος. Βρήκα βέβαια ένα κάρο άσχετα πράγματα και ενθύμια, μέχρι και μια πέτρα που χα μαζέψει απο ένα δρόμο στο Κάιρο ξετρύπωσα, αλλά το χαρτί με το κείμενο άφαντο. Πάλι λοιπόν κάτι άλλο θα γράψω και όταν με το καλό βρω το χαρτί μου, υπόσχομαι θα κάνω πάρτυ και θα πανηγυρίσω καταλλήλως την επιστροφή του ασώτου.
Όταν γράφω δεν έχω θεματικό άξονα (ενώ θα έπρεπε). Το έρεισμα τις περισσότερες φορές είναι μια απροσδιόριστη ανάγκη για ανακούφιση. Μοιάζει με την φαγούρα. Σε πιάνει σε χρόνο απρόσμενο, σε σημείο συνήθως ακατάλληλο και δεν υπάρχει περίπτωση να της αντισταθείς. Θα ξυστείς ή θα πλαντάξεις. Έτσι σαν την φαγούρα πλακώνουν στο μυαλό οι σκέψεις και γίνεται ανάγκη ανυπέρβλητη το γράψιμο διότι διαφορετικά ξέρεις οτι υπάρχει σοβαρή πιθανότητα να εκραγείς και να σκορπίσεις σε πολλά κομμάτια ακατανόητων συλλογισμών. Επειδή λοιπόν τα έχω φρέσκα και όλο αυτά συζητάω τελευταία με φίλους και γνωστούς, οι πιο κοντινές στον εγκεφαλικό φλοιό μου σκέψεις είναι οι περί των γκομενικών. Διαπιστώνω βέβαια μια αντίφαση πριν ακόμη ξεκινήσω. Τα γκομενικά δεν είναι ζητήματα που θέλουν σκέψη. Για την ακρίβεια είναι ακριβώς αυτά τα ζητήματα που θέλουν όλα τα άλλα, πάθος, θάρρος (ή τσαμπουκά όπως θες πες το), αίσθημα, (γενναίες δόσεις) αλλά όχι, όχι προς Θεού, σκέψη. Διότι χρυσή μου (και χρυσέ μου), άμα φτάσεις στο σημείο να το αναλύσεις στο εργαστήριο το γκομενικό, πάει το χάλασες. Του καταστρέφεις την χρυσή επιφάνεια που γυαλίζει, το κόβεις κομμάτια και το τεμαχίζεις με τα μικροβιολογικά σου εργαλεία, ε και μέχρι να αποφανθεί ο θεράπων ιατρός μέσα σου απο τί πάσχει ο ασθενής, εσύ έχεις ήδη ξενερώσει. Εξ' ού και κολλάνε εδώ όλες οι παλιές καλές λαϊκές ρήσεις τύπου "βουρ στον πατσά" , "άρπαξε την ευκαιρία απο τα μαλλιά" και "ότι αρπάξει ο κώλος μας". Γιατί και το αίσθημα το γκομενικό, όπως και το γράψιμο, είναι σαν την φαγούρα. Άμα σου έρθει, σου ήρθε. Τί νόημα έχει να στυλώσεις τα πόδια σαν μουλάρι πάνω απο το πόδι που σου φωνάζει "Ξύσε με!" και να αναρωτιέσαι ενδοσκοπώντας "γιατί να με πιάσει η φαγούρα;" και "γιατί ειδικά στο πόδι κοντά στο γόνατο;" και "γιατί τώρα που φοράω παντελόνι και δεν με βολεύει να ξυστώ;" και ακόμα πιο βαθιά "μήπως φαντάζομαι οτι με έχει πιάσει φαγούρα ενώ στην πραγματικότητα με έχω πείσει οτι φαγουρίζομαι;". Βλέπεις εσύ να έχει νόημα όλη ετούτη η άσκοπη ανάλυση ενώ πολύ απλά μπορείς να απλώσεις το χεράκι σου και να σε ανακουφίσεις στο λεπτό; Γιατί εγώ ουδέν καλό βλέπω σε τέτοιου είδους προσεγγίσεις της φαγούρας. Οπότε;
Κόψε τις μαλακίες και ξύσου!
Κι αν φοβάμαι,
είναι για όσα έχασα στο πέταγμα του χαρταετού.

Κουρέλια πολύχρωμα
χαρτιά, κλωστές
σπονδή
στο λίκνο του περαστικού διαβάτη.

Μεθυσμένη,
στην θάλασσα της σφαίρας
της νύχτας
ζητώ χαραγματιές.

Και φοβάμαι.
Αυτό το ρυθμικό πετάλι του αργαλειού.

Δευτέρα 22 Ιουνίου 2009

Seasonal Feeling #1
Οι μετακομίσεις το χουν αυτό. Ψάχνω με μανία τα χαρτιά, χαρτάκια, αποκόμματα, post it, τετράδια και φυσικά δεν βρίσκω αυτό που θέλω. Όχι. Ας είμαι ειλικρινής. Δεν μου φταίει η μετακόμιση. Ούτε και πριν θα έβρισκα αυτό ακριβώς που θέλω την στιγμή ακριβώς που θυμήθηκα ότι το θέλω. Φταίει το χαρτομάνι και το χάος που αναπόφευκτα δημιουργείται. Ας είναι θα γράψω κάτι άλλο...
Καλοκαιρινή νύχτα. Εδώ στον τέταρτο όροφο φυσάει. Η γειτονιά βλέπει τηλεόραση. Στο πάνω μπαλκόνι τρώνε. Όλα ήσυχα, όλα καλά. Στο Ιράν πεθαίνει κόσμος στους δρόμους. Δολοφονούνται γιατί διαφωνούν. Στην πλατεία της Ομόνοιας κάμποσες εκατοντάδες μετανάστες αργοπεθαίνουν, σκέτοι ανεπιθύμητοι αριθμοί, άγνωστοι μεταξύ αγνώστων και μόνοι, σε χώρα ξένη. Μια χώρα που γουστάρει να φεγγοβολάει κάτω απ' την Ακρόπολη. Μια χώρα με γύφτικο σκεπάρνι το καινούργιο το μουσείο της και γόητρο "κοιτίδας πολιτισμού". Αχ και να το ξέραν οι αρχαίοι παπούδες... Μονάχοι τους θα τον καίγανε τον βράχο. Ιερός ξε-ιερός σκέτος βράχος είναι. Πώς έγινε ο βράχος μας να ξεπερνά σε ιερότητα τον άνθρωπο; Ξέρω. Είναι σύμβολο. Του Δυτικού πολιτισμού. Της δημοκρατίας, του πνεύματος, του ανθρωπισμού. Μόνο που τα σύμβολα όταν τα κάνεις μάσκα για βρομιές, τα ξεφτιλίζεις. Όμως, είπαμε. Εδώ στον τέταρτο, φυσάει. Όλα ήσυχα, όλα καλά. Και εγώ τί; Τί να σου κάνω; Πες πως θύμωσα και βγήκα στον δρόμο να φωνάξω, να μαζέψουν τις βρομιές και να αποκαταστήσουν τα σύμβολα όπως τους πρέπει. Ε, καί; Θα χαλάσω την ησυχία της γειτονιάς, θα μου κάνει παρατήρηση η δημοτική αστυνομία, θα χαλάσει η χώνεψη των από πάνω και θα μπω ξανά μέσα. Δεν υπάρχει τίποτα που να μπορώ να σκεφτώ και να με ενοχλεί περισσότερο απο αυτή την αίσθηση του ανήμπορου. Ένα σκάσιμο βρε παιδί μου, ένα σφίξιμο εσαεί στο στομάχι. Ουφ. Ας είναι... Θα πιω σόδα. Θα ντυθώ όμορφα. Θα βγάλω μετρητά απο την τράπεζα και θα βγω, να περάσω καλά, να δω κόσμο. Ε ναι, και να με δει και αυτός τσάμπα θα ντυθώ; Τί εννοείς πως αυτό δεν ταιριάζει με τα προηγούμενα που έλεγα; Επειδή μου την σπάει η βαρβαρότητα και η δήθεν εξανθρωπισμένη Ευρώπη δεν πρέπει να βγαίνω τα βράδια και να περνάω καλά; Α, είναι το κλισέ του διανοούμενου. Α, μάλιστα. Ε δεν είμαι. Να βγω τώρα; Ωραία, αυτό θα κάνω. Τί σημασία έχει που θα πάω; Αν είναι κλάμπ; Κλαμπ, Μπαρ, Ραμπ, Παραπαμ, δεν ξέρω τί θα είναι, γιατί; Να διαλέξω φυλή και ανάλογα να βγώ; Τι φυλή; Αυτές του Κοσμοπόλιταν. Ναι, ξέρω. Αν είμαι λές, ποπ, ροκ, νταρκ, ολντ σκουλ, ίμο, τρέντυ, σίκ, πανκ, φρίκ, κτλ; Ε κάνε μου μια χάρη, χέσε με! Μια πορτοκαλάδα θα πάω να πιώ να περπατήσω τα καινούργια μου παπούτσια και να τους λερώσω την σόλα. Αι στο διάολο πια!
Κάτι πράσινα φωτοστέφανα
έβλεπα μόνο
(τυχαίο περιστατικό να πείς
ή μήπως θεία πρόνοια;)
λαμπύριζαν στα χειροκροτήματα
και στα πατήματα τους στις εξέδρες.

Δεύτερο διάζωμα πλάι-πλάι
ολοχαρής αυτός και περιποιημένος
με το πουκάμισο κολαριστό
έφερε μια αυταρέσκεια στο βλέμμα
πρώτα κοιτούσε με σιγουριά
ύστερα σταυροπόδι.

Σιχάθηκα.
Τον σταυρό χρειαζότανε και αυτός.