Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2009

Το κείμενο της προηγούμενη ανάρτησης το έψαξα και το βρήκα σήμερα στον υπολογιστή μου. Το είχα γράψει πριν περίπου 4 χρόνια σε μια ακόμη από τις πολλές θυμωμένες περιόδους της ζωής μου. 23 ήμουν. Θαρρώ πως την μισή ζωή μου τουλάχιστον την έχω περάσει θυμώνοντας και κάνοντας μούτρα σ’ ολάκερο τον κόσμο, αλλά αυτό είναι ένα πρόβλημα προσωπικό που περισσότερο αφορά τον ψυχαναλυτή που θα έπρεπε να είχα, παρά εσάς. Όπως και να έχει θυμάμαι ακόμα την ένταση και το σφίξιμο της σιαγόνας μου όταν το έγραφα. Αν μπορούσα θα μασούσα με τα ίδια μου τα δόντια κάθε τι απ’ όσα μου μοιάζανε φωσφορίζοντα αλλά ανούσια και θα έφτυνα και τα κουκούτσια τους επιδεικτικά. Εγώ. Ο υπέρμαχος της ουσίας, ο προστάτης του βάθους, ο τιμωρός της επιφάνειας. Κουραφέξαλα. Επιπλήττω όσους νομίζω πως επιπλέουν σαν φελλοί διότι τίποτα άλλο δεν μπορούν κατά την γνώμη μου να κάνουν (όντας φελλοί) και νομίζω πως εγώ (μαζί με κάνα δυο άλλους εκλεκτούς και της προτιμήσεως μου πάντα) κατέχω το θεϊκό εκείνο χάρισμα της κατάδυσης στα βάθη του ουσιώδους. Κουραφέξαλα δις. Ούτε ξέρω αν είναι όντως φελλοί αυτοί που επιπλέουν, ή αν απλά είναι τόσο έξυπνοι που απώλεσαν το βάρος τους ώστε να επιπλεύσουν, ούτε αν όσοι καταδύονται έχουν καμιά ελπίδα να ανακαλύψουν χαμένο θησαυρό και ναυάγια στα βάθη, ή αν απλά καταδύθηκαν γιατί δεν είχαν καμία ελπίδα επιβίωσης στην άγρια επιφάνεια.
Δεν ξέρω αν η βουτιά είναι τόλμη η δειλία, ανησυχώ και δεν ξέρω, δεν ξέρω τίποτα.

Και αυτό το τελευταίο ακόμη, το ήξερε πολύ πριν από μένα ο Σωκράτης.
Αναπόφευκτο κακό η κακογουστιά. Πέρα από την πλατίνα στα μαλλιά και τα χιλιάδες μπιχλιμπίδια στα σώματα θα πρέπει κανείς να είναι έτοιμος να την απαντήσει και αλλού. Παντού. Ακριβή μου αίσθηση του καλόγουστου, πουπουλένια αισθητική μου, πώς ξέπεσες άραγε σε βόθρους ξανθούς, οχετούς πλαστικούς; Και ΄συ τι κοιτάς; Γιατί αναρωτιέσαι τώρα και καμώνεσαι πως τίποτα δεν ήξερες; Έλειπες όταν μας μπόλιαζαν με είδωλα ξεσκονόπανα με ξόμπλια για μυαλό, δίχως ουσία και όλο κουνήματα; Γιατί δεν φώναξες νωρίτερα για την επιφάνεια που έγδερνε τον κόσμο με λάμψη μεταλλική και κέρναγε κενό, τσουγκρίζοντας ποτήρια εις υγεία αυτής, της τεχνητής ομορφιάς; Τεχνητή ομορφιά. Ούτε καν τεχνητή νοημοσύνη. Δεν γίνεται λόγος γύρω από τέτοια θέματα. Προς Θεού! Πού καιρός για νοημοσύνη όταν μας ζώνουν άλλα, κρισιμότερα; Το life style για παράδειγμα. Ποιος να προλάβει να ασχοληθεί με το life όταν το style καταβροχθίζει τον χρόνο του, κατατροπώνει το μέσα του, κανιβαλίζει την εναπομένουσα φαιά ουσία του; Εκτρωματικοί μου φίλοι, σας εύχομαι το ζην ! Ο τρόπος και το ευ έπονται. Αλίμονο όμως, φυλαχτείτε, γιατί έρχεται και δεύτερο ασκέρι. Εμετικοί ναοί του νεοέλληνα κηρύττουν επιστράτευση και οι πιστοί κραδαίνουν απειλητικά τα περιοδικά τους. Ορίστε λοιπόν, ορμούν στις τηλεοράσεις με προσφορές και κυρίες ζουμερές, πρόθυμες να ξεντυθούν για τον χοντρό κύριο του καναπέ και την υστερική γυναίκα του. Κατακλύζουν τα θέατρα και τσαλαπατιούνται στην πρεμιέρα του Πίντερ, μα θυμούνται μονάχα το φόρεμα της φωσφορίζουσας TV περσόνας της μπροστινής σειράς. Εξαπολύουν ομάδες ιεροκηρύκων να ανακατευτούν με το πλήθος που κυλιέται σε ρουχάδικα χ, παπουτσάδικα ψ, και χειρότερα ακόμη, ξενυχτάδικα χψ. Σπάνε μαζί ποίμνιο και οδηγητές της νέας πίστης μπουκάλια και πιατικά στον βωμό της πίστας, στην θέα μιας άφωνης τραγουδίστριας που τουλάχιστον, έχει ωραίες γάμπες.

Δευτέρα 21 Σεπτεμβρίου 2009

Έχω ένα σπυράκι στην γλώσσα. Είναι εξίσου ενοχλητικό με ένα σπυράκι στον "ποπό" που αναγκάζεσαι να κάθεσαι μαζί και πάνω του ή με ένα σπυράκι στην πλάτη ακριβώς στο σημείο που ακουμπά πρώτο σε κάθε τύπου καρέκλα όταν επιχειρήσεις να καθίσεις ξεκούραστα. Στην ίδια κατηγορία οχλήσεων κατατάσσω και τα μικρά κοψίματα, ιδιαίτερα εκείνα απο χαρτί στα δάχτυλα , αλλά και την πολύ δύσκολη κατάσταση στην οποία βρίσκεται κανείς όταν αντί να κόψει μέρος από το νύχι του μικρού δακτύλου του ποδιού, κόβει εξ' αμελείας ολόκληρο το νύχι (αν μάλιστα είναι χειμώνας και πρέπει να φοράς και χοντρή κάλτσα μετά, η Παναγιά μαζί σου). Αυτά τα μικρά ενοχλητικά πονάκια, αν και δεν είναι ικανά βεβαίως να μας καταβάλουν (τέτοια παντοδύναμα πλάσματα που είμαστε οι άνθρωποι) είναι σίγουρα ικανά να αποτελέσουν μια ολιγοήμερη, έστω ελαφρού τύπου, εμμονή. Θα το έχετε παρατηρήσει ότι άμα έχεις σπυρί για παράδειγμα, το ψηλαφίζεις όλη την μέρα, το ζουλάς και το πατικώνεις ώσπου φυσικά να σε πονέσει διπλά και τρίδιπλα (λες και δεν ξέρεις οτι είναι εκεί και πονάει, θες επιβεβαίωση), ή ότι αν έχεις χαλασμένο δόντι η γλώσσα σου αναλαμβάνει καθήκοντα εξερευνητή και πού την χάνεις πού την βρίσκεις εκεί γύρω την τσακώνεις να συλλέγει στοιχεία και να αναλύει τον χώρο του εγκλήματος (στέλνοντας σου μονίμως το ίδιο σινιάλο μετά την εξερεύνηση. "sos- οδοντογιατρός-sos"). Το γλυκό μας τσούξιμο, το αγαπημένο πονάκι μας, αυτό το τόσο ενοχλητικό και το τόσο θαυμάσιο. Ναι, γιατί διαφορετικά ποιος ο λόγος να το προκαλούμε με κάθε ευκαιρία; Εντάξει, αν θέλετε, θα εξοβελίσω την ειρωνεία μου και θα σας πώ ρομαντικά-ρομαντικά πως αυτοί οι μικροί, καθημερινοί πόνοι μας θυμίζουν πως είμαστε ζωντανοί, τρωτοί, χωμάτινοι. Αλλά μετά θα σας πω και την αλήθεια. Πως αυτοί οι πόνοι, επειδή ακριβώς είναι μικροί, αμελητέοι και μπορούμε εύκολα να τους επιβληθούμε, καθόλου δεν μας απασχολούν και τίποτα δεν συμβολίζουν πραγματικά, πέρα από μια (διαφορετικού βαθμού σε καθένα) τάση σαδομαζοχισμού.
Δεν θέλω φυσικά να πω για τα πονάκια του καθενός μόνο. Έχω σχέδιο για παραλληλισμό. Γιατί όπως κάνουμε με τα πονάκια και τα τσουξηματάκια έτσι ακριβώς κάνουμε (οι άνθρωποι, αυτό το υπέροχο είδος) και με τα προβλήματα πάσης φύσεως. Όταν σου την σπάει ο γείτονας και το σκυλί του που γαβγίζει λάθος ώρες, όταν ο Κίτσος δεν σου μιλάει και σε προσπερνάει επιδεικτικά στην καφετέρια προτιμώντας την παρέα της Σούλας, όταν τα πέντε σου κιλά δεν χάνονται και το φόρεμα δεν σου στρώνει, όταν χαλάει το καζανάκι και στάζει η βρύση, είσαι ικανός (ω άνθρωπε της φύσης θαύμα) να το αναγάγεις σε ζήτημα πρώτου μεγέθους, να σπαταλήσεις σάλιο και ενέργεια για να το συζητήσεις να το ψηλαφίσεις και να το αναμασήσεις ξανά και ξανά. Αν όμως κάτι στ αλήθεια σοβαρό ενσκήψει, μια αρρώστια σοβαρή, μια στενάχωρη οικονομική κατάσταση, μια απώλεια, οι γλώσσες δένονται και τα δαχτυλάκια μένουν πλεγμένα και φρόνιμα. Οι αληθινοί πόνοι και τα αληθινά προβλήματα δεν χωράνε την ελαφράδα του σαδομαζοχισμού. Μήτε φωνές, μήτε χειρονομίες, μήτε κλάψες και μουρμούρα. Μήτε ανάλυση, μήτε βάθος μήτε κουβέντες ατελείωτες. Όταν έρθει η αληθινή η δυσκολία, δεν σε παίρνει για παιχνιδάκια δύναμης. Μόνο πονάς και αντέχεις.
(Εκεί ίσως και να αποδείξεις τελικά το θαύμα άνθρωπε)

Κυριακή 20 Σεπτεμβρίου 2009

Σποραδικές κάμψεις.
Βλέφαρα
-το τσόφλι απ' τις ματιές που δεν αλλάξαμε-.
Κοιλιακές αναταράξεις.
Δυσπεψία
-οι αντιστάσεις που σπάνε δάχτυλα-.
Μα τα από μέσα
σπλάχνα ακόμη μαλακά
ακόμη κόκκινα.

Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου 2009

Γαμώ το μέσο μου και το μέσο σου μέσα!

Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2009

Σήμερα δεν έχω διάθεση για κείμενο προσωπικό. Ούτε για χρονογράφημα. Σήμερα επιστρέφω για λίγο στην πρώτη πηγή, την φαντασία και λέω να γράψω κάτι ηρωικό, αφιερωμένο στους φάνταζυ λόβερς (χάλια στα ελληνικά) και στις ατελείωτες ώρες που έχω αφιερώσει μαζί με άλλους παιχνιδιάρικους ανθρώπους γύρω απο χαμηλά τραπέζια γεμάτα ζάρια, βιβλία, χαρτιά και μισογεμάτα ποτήρια με καφέδες και αναψυκτικά.

Ο Γκέρν γονάτισε κοντά στο προσκέφαλο της. Η αρρώστια την είχε καταβάλει τόσο, που ανίκανη να κινηθεί ή να μιλήσει έμενε πια ξαπλωμένη για μέρες στο χαμηλό κρεββάτι, με τα μάτια στυλωμένα στο κενό. Η όψη της τον πλήγωνε βαθιά. Το άλλοτε εκφραστικό της πρόσωπο δεν πρόδιδε πια κανένα συναίσθημα και τα δάκτυλα που κάποτε ύφαιναν ακούραστα τα σχήματα της μαγείας κρεμόντουσαν τώρα μαραμένα έξω απο το κρεββάτι. Το στόμα σφραγισμένο, το βλέμμα νεκρό. Η Μέλιορ. Αυτή που κάποτε ήταν η Μέλιορ.
Έσκυψε πιο κοντά της με μάτια κλειστά και με μοναδικό σκοπό να αποτυπώσει στο μυαλό του την μυρωδιά και τον ρυθμό της ανάσας της. Με τα ακροδάχτυλα ακούμπησε πρώτα τα χυτά μαλλιά σε ένα χάδι αέρινο, κ' ύστερα κρατώντας το στιλέτο στο δεξί, έσκισε τον λαιμό της. Η Μέλιορ. Δεν έβγαλε ούτε έναν ήχο. Μόνη απόδειξη πως πριν ήταν ζωντανή και τώρα πέθαινε, το αίμα στα χέρια του. Ο Γκέρν σηκώθηκε, πλύθηκε με το νερό που χε απομείνει στον λουτήρα και σκούπισε το στιλέτο του. Βγήκε από το δωμάτιο και με ξερή φωνή, ενημέρωσε την μαυροφορεμένη γυναίκα που στεκόταν κοντά στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας .
-Έγινε. Κανονίζεις εσύ τώρα.
Ύστερα, άνοιξε με βία την πόρτα του σπιτιού και όρμησε έξω.

Η Σαράλ, άφησε τα πρώτα λεπτά μετά την ορμητική αποχώρηση του Γκέρν να περάσουν, για να κατακαθίσει ο χρόνος και να πάψει να σπιθίζει η ένταση στο δωμάτιο. Ήταν αναγκαίο και το ήξερε γιατί τα δικά της μάτια, μπορούσαν να δουν.Αυτά τα μικρά, στενά και σκουρόχρωμα μάτια έβλεπαν, και τα έβλεπαν όλα. Τον χρόνο, την σκέψη, το αίσθημα, τις ανάγκες. Ακόμη και όσα οι υπόλοιποι πιστεύουν πως δεν φαίνονται και πως ανήκουν στο πεδίο του αόρατου, εκείνη μπορούσε να τα δει και έτσι με τον καιρό, είχε μάθει να ζει συμφιλιωμένη με έναν κόσμο πολύ πιο γεμάτο απο όσο εκείνος των υπολοίπων. Όταν λοιπόν τα λεπτά πετάρισαν και έφυγαν μαζί με τις σπίθες της έντασης, η Σαράλ έκλεισε την εξώπορτα και στράφηκε προς το δωμάτιο της Μέλιορ. Το αίμα είχε λεκιάσει τα σκεπάσματα και το νυχτικό της, το κεφάλι της είχε πάρει μια αφύσικη κλίση και στον λαιμό της έχασκε ανοιχτή μια φαρδιά πληγή. 'Εβλεπε και άλλα. Την σκαμένη απο τον πόνο πέτρα στο σημείο που ακούμπησαν τα γόνατα του Γκέρν, ένα χάδι να χρυσίζει στα μαλλιά της Μέλιορ, και απο όπου πέρασε το στιλέτο, τον αέρα χαρακωμένο και βαμμένο κόκκινο. Μύριζε έντονα αίμα και αρρώστια μαζί. Το δωμάτιο είχε ποτίσει απο την μυρωδιά της ασθένειας και τώρα απλωνόταν μια απαλή μεταλλική γεύση απο το αίμα. Μουρμούρισε μια προσευχή, περισσότερο απο συνήθεια παρά απο πίστη, πλησίασε το πτώμα της κοπέλας, έκλεισε τα βλέφαρα της και με το σεντόνι την σκέπασε ώς το κεφάλι. Έπειτα συμμάζεψε τα χέρια στα πλάγια κοντά στον κορμό και τακτοποίησε τα μαλλιά προσέχοντας να μην σβήσει τα ίχνη απο το χάδι. Η Σαράλ έψαξε για λίγο με το βλέμμα το υπόλοιπο δωμάτιο και μετά τράβηξε κοντά της ένα τραπεζάκι απο την άλλη άκρη του κρεββατιού. Εκεί πάνω αράδιασε το περιεχόμενο της τσάντας της. Γυάλινα φυαλίδια σε διάφορα μεγέθη και σχήματα, άλλα άδεια και άλλα γεμάτα απο παράξενα μείγματα, φίλτρα και ματζούνια, ένα σετ απο γυαλιστερά νυστέρια καλοβαλμένα σε μια δερμάτινη θήκη, σφυρί, καλέμι, και δυο μεγάλες κουτάλες. Τράβηξε το κορμί της Μέλιορ απο τα πόδια και την κράτησε κοντά της απομακρύνοντας το κάτω μέρος απο το σεντόνι. Έπειτα άρχισε με προσοχή να κόβει στο ύψος της ακόμη ζεστής, φουσκωμένης κοιλιάς.




(οκ δεν θα το τελειώσω σήμερα, νύσταξα. Είναι σφηνάκι και όχι κανονικό κεφάλαιο προφανώς, αλλά πρέπει να κοιμηθώ γιατί αύριο που θα προσπαθώ να οδηγήσω θα σκοτώσω κόσμο... Θα επανέλθω)

Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2009

Seasonal Feeling #εμείς και ο κόσμος

Πόσοι απο μας ξυπνάνε το πρωί με πλήρη συνείδηση του μεγέθους και της σημασίας τους; (Ρητορικό το ερώτημα σε θέση τίτλου. Θα το αναπτύξω στο μέτρο που μου κόβει ή τουλάχιστον έτσι σκοπεύω. Εγγυήσεις δεν δίνω)

Λοιπόν, την πρώτη φορά που διάβασα το εξαιρετικό "A portrait of the artist as a young man" του αγαπημένου μου ( δικού μου και όχι μόνο) James Joyce μου έκανε εντύπωση η σημείωση του πιτσιρικά ήρωα στο τετράδιο του (ονειρευόταν και αυτός την ώρα του μαθήματος). Έγραφε, (στην αγγλική το γράφω, όπως είναι στο βιβλίο)

Stephen Dedalus class of elements clongowes wood college sallins county Kildare Ireland Europe the world the universe

Ο Stephen Dedalus την ώρα του μαθήματος ή τέλος πάντων ο Joyce, έγραψε σε κατάσταση αξιοζήλευτης διαύγειας, μια πρόταση που εκτός της συγκλονιστικής αλήθειας της μπορεί εύκολα να χρησιμέψει σαν μάθημα ζωής. Θυμάμαι πολύ καλά την στιγμή που την πρωτοδιάβασα. Όταν διαβάζεις κάτι που έχει σημασία, αληθινή σημασία, το καταλαβαίνεις κυρίως απο το σώμα. Που ανατριχιάζει και σταματάει απαραιτήτως για μια ανάσα ενώ φυσικά επιστρέφεις για να ξαναδιαβάσεις πιο προσεκτικά, να χωνέψεις το νόημα και τις λέξεις. Ο συγγραφέας είναι γνωστό πως πρόκειται για ιδιοφυΐα και κανείς δεν περιμένει εμένα για να το επιβεβαιώσω. Η πρόταση του είναι μια λαμπερή συνειδητοποίηση της θέσης της σημασίας και τους μεγέθους μας, που την προφέρει με μια ανάσα, δίχως κόμματα και άλλα παραπλανητικά σημεία στίξης. Η πρόταση του έχει την προφάνεια μιας αλήθειας τόσο δυνατής όσο, ο ήλιος ή το σκοτάδι την νύχτα. Δεν είναι διαπραγματεύσιμη δεν χωράνε παύσεις, ούτε ναι-μεν-αλλά. Αν θες να το σκεφτείς με την λογική του δικού μας αιώνα, δηλαδή την λογική της εικόνας, σκέψου κινηματογραφικά. Ο κινηματογράφος σήμερα θα αναπαριστούσε πολύ έυκολα τούτη την πρόταση και το έχει κάνει τουλάχιστον σε καμία χιλιάδα ταινίες αν όχι παραπάνω χρησιμοποιώντας ένα ευρύ ζουμ άουτ. - όχι, δεν έχω ιδέα αν οι απόγονοι του Joyce θα μπορούσαν να αξιώσουν δικαιώματα- . Φανταστείτε το λοιπόν να ξεκινάει απο ένα κοντινό πλάνο στο πρόσωπο ενός παιδιού, να ανοίγει με γενικότερο πλάνο στην τάξη, έπειτα στο κτήριο του σχολείου, μετά στην κομητεία, και πάει λέγοντας για να τελειώσει σε μια πανοραμική απεικόνισή του ηλιακού συστήματος. Ναι, το έχετε δει. Το έχετε νιώσε όμως; Εδώ εντοπίζεται η δύναμη του βιβλίου που αντί να στο φέρνει έτοιμο στο πιάτο με τα μούτρα ενός ξένου παιδιού να απομακρύνονται απο το "κέντρο του κόσμου και της ύπαρξης", σε αναγκάζει να το φανταστείς και να γίνει εσύ ο Stephen. Δηλαδή, όταν εγώ ανατρίχιαζα και έψαχνα πώς να ξαναβρώ την ανάσα μου ζούσα το,

Δαφνη κρεββάτι υπνοδωμάτιο σπίτι γεωργίου χατζηδακη χανια κρητη ελλάδα ευρώπη κόσμος σύμπαν

Ώ του θαύματος λοιπόν απο τότε, όταν χρειάζομαι ένα καλό χαστούκι, o Joyce βοηθάει. Για να ξέρω την θέση και την μη-θέση μου. Την σημασία και την ασημαντότητα μου. Θέλω να πω αγαπημένοι μου πως ζούμε όλοι μας, όλη μας την ζωή σε ζούμ ιν. ΕΓΩ δεν έχω λεφτά, δεν βρίσκω τον έρωτα, δεν με παίζουν οι φίλοι μου, δεν νιώθω, δεν καταλαβαίνω, δεν μπορώ. Ναι, εντάξει, ξέρω, είμαστε το κέντρο του σύμπαντός μας. Αλλά βρε παιδί μου, Ζουμ Άουτ λιγάκι που και που.
Δεν βλάφτει. (άσε που έχει και μια φοβερή αίσθηση ελευθερίας)
Φιλάκια!

Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2009

Seasonal Feeling #μνήμη και βάσανος
Έχω μεγάλη εκτίμηση στην μνήμη των αισθήσεων. Αξιολογώ ως σπουδαιότερες αυτές τις καθαρά εμπειρικές, αισθητικές αναμνήσεις που συνέλεξα τυχαία σε χρόνο ανύποπτο από εκείνες που συνειδητά έχω έχω διαλέξει να κρατήσω στο μυαλό μου σαν άλλου τύπου καρτ ποστάλ. Η μυρωδιά των ρούχων της μαμάς μου, ή ο ήχος των πλήκτρων της γραφομηχανής της για παράδειγμα είναι μια ανάμνηση σίγουρα μεγαλύτερης αξίας απο την ανιαρή αποφοίτηση μου ας πούμε που ενώ την θυμάμαι λεπτό προς λεπτό ομοιάζει μάλλον με μια αδιάφορη βιντεοσκόπηση ενός κιτς γάμου. Αντίθετα αυτές τις μνήμες των αισθήσεων που για κάποιο λόγο αποτυπώνονται ως αξιοσημείωτες μέσα μας, όποτε και αν τις ανακαλέσω παραμένουν εξίσου ισχυρές, ικανές με συγκινήσουν από την αρχή, λες και δεν αποτελούν απλή υποσημείωση παρελθόντος χρόνου μα μια εμπειρία με επιρροή αναλλοίωτη. Είναι μάλλον αυτές οι αναμνήσεις που όχι μόνο αποτελούν κομμάτι της εμπειρικής μας γνώσης, αλλά γίνονται κάτι παραπάνω, κάτι που δεν μπορώ να το βάλω σε λέξεις γιατί δεν είναι παρά μια αίσθηση, μια σιγουριά, που όμως δεν ονομάζεται. Μου αρέσουν πολύ τα πράγματα που δεν ονομάζονται. Αρχικά διότι αυτό σημαίνει οτι δεν τα έχουμε κατακτήσει. Παραμένουν άπιαστα, ονειρικά, άσπιλα, ελκυστικά και έχουν τελοσπάντων έχουν όλα αυτά τα ωραία χαρακτηριστικά όσων δεν αγγίζουμε ποτέ. Δεύτερον γιατί όσα δεν ονομάζουμε και δεν καταφέρνουμε να κατακτήσουμε, είναι πράγματα που μας ξεπερνάνε. Και είναι ωραίο να υπάρχουν πράγματα στην ζωή σου που σε υπερβαίνουν. Και μην θαρρεί κανείς πως έχω καμία όρεξη για ωραιοποιήσεις. Η Αρκαδία μου πέφτει μακρυά. Στα ακατονόμαστα αυτά και στις μνήμες τις ολοζώντανες δεν λογαριάζω μόνο πλυμένα ρούχα στην ταράτσα και κουλουράκια πασχαλιάτικα. Όχι βάζω και άλλα. Όπως την γεύση του αίματος, λίγο μέταλλο μαζί με κάτι ζεστό και υπόγλυκο, ή τον πόνο τον πιο δυνατό , που δεν τον ελέγχει πια ούτε σώμα ούτε μυαλό και από το στόμα δεν βγαίνει φωνή αλλά υπόγειος βρυχηθμός ζώου, την μυρωδιά του νοσοκομείου, οινόπνευμα και ιδρώτας, την μυρωδιά του μαρμάρου στο κοιμητήριο, ναι και αυτό μυρίζει, χλωρίνη και σάπια άνθη, ή ακόμα και αυτό που περισσότερο απο όλα με ζορίζει. Τον φόβο. Εγώ και το αίσθημα του φόβου έχουμε αναπτύξει ένα σπουδαίο δέσιμο στο πέρασμα των χρόνων και όλες οι αναμνήσεις που σχετίζονται μαζί του είναι οι ώριμοι και ολόγλυκοι καρποί του ειδυλλίου μας. Να τώρα δά ας πούμε, αν είχε μορφή ο φόβος και με κοιτούσε από καμιά γωνία θα γελούσε χαιρέκακα γιατί καταλαβαίνει πρώτος απο όλους πώς πάω να τον εξορκίσω με λεκτικές χαριτωμενιές. Αυτός που λέτε ( και οι αναμνήσεις του) ξεκινά απο το μυαλό και απλώνεται με όλη του την άνεση στις αισθήσεις. Το ερέθισμα δεν θα το αναλύσω γιατί δεν έχω διάθεση για ψυχανάλυση (άλλη φορά) αλλά θα σας πω για τα παρελκόμενα. Καταρχήν έρχεται. Πισωγύρισμα δεν έχει. Εαν εμφανιστεί δεν αποχωρεί προτού να κάνει φανερή την κατά κράτος νίκη του σε κάθε πιθανή έκφανσή του είναι (μου). Η ανάσα θα βαρύνει, θα γίνει κοντοπόδαρη και γοργή. Ιδρώτας θα εναλλάσσεται με ρίγος και κρυάδες, μια ελαφριά τρεμούλα στα άκρα και στην φωνή θα εμφανιστεί και ένας κόμπος θα εγκατασταθεί κάπου στα σπλάχνα, ενώ την ίδια στιγμή η αδυναμία είναι τέτοια που ορκίζεσαι πως ακόμη και αν χρειαστεί να φωνάξεις, αποκλείεται να τα καταφέρεις. Πάνω απο όλα όμως είναι που ξέρεις οτι φοβάσαι. Δεν μπορείς να το αρνηθείς, ξέρεις πως δεν μπορείς να το σταματήσεις, είσαι ανήμπορος μπροστά στην συνειδητοποίηση της ανημποριάς σου. (Το μόνο κόλπο που πιάνει στον φόβο είναι να καταφέρεις να διακόψεις εντελώς οποιαδήποτε νοητική διεργασία. Να μην σκέφτεσαι. Ο ύπνος δεν ενδείκνυται, ούτε και το ποτό, ενώ συνιστάται οποιαδήποτε απασχόληση με οτιδήποτε είναι ικανό να σε υπνωτίσει (σαχλο υπολογιστής, σαχλο τιβί, σαχλο σινεμά, σαχλό βιβλίοι).
Δεν έχω ιδέα αν λειτουργεί έτσι για τους υπόλοιπους ανθρώπους και δεν συνηθίζω να κάνω τέτοιου τύπου κουβέντες με τους φίλους μου. Για παράδειγμα δεν νομίζω πως έχω ρωτήσει ποτέ κανέναν αν έχει και εκείνος φόβους ορκισμένους εχθρούς που τον κατασκοπεύουν και παραμονεύουν στις γωνίες, επιτίθενται σαν ξόανα τρομαχτικά μέσα στο βράδυ και του κόβουν την ανάσα ξανά και ξανά κάθε φορά που κάνει να ξεμυτίσει λιγάκι πιο σίγουρος για τον εαυτό του. Όχι σίγουρα δεν την έχω κάνει ποτέ αυτή την ερώτηση. Τουλάχιστον όχι έτσι ευθέως. Δεν ριψοκινδυνεύω βλέπεις εύκολα να με θεωρήσει ο κύκλος μου στην αλήθεια ψυχασθενή (αν και συχνά το δηλώνω απερίφραστα, οι περισσότεροι νομίζουν πως πρόκειται για αστεϊσμό και έτσι παραμένω καλυμμένη).
Μια που άρχισα να λέω για τον φόβο, και λιγάκι πριν το κλείσω το θέμα, διότι να το εξαντλήσω ή έστω να το αναλύσω δεν το βλέπω, να σημειώσω κάτι ακόμα. Μια λέξη δηλαδή όλη κι όλη που την προτιμώ όταν αναφέρομαι στο φόβο. Λέω, ο βραχνάς. Το βάσανο δηλαδή. Η βάσανος. (Η βάσανος της τέχνης λέει ένας φίλος μουσικός αλλά και αυτό άλλη ώρα).

Έκανα λιγάκι μια στάση και μια προσπάθεια να διαβάσω το κείμενο απο την αρχή και τα παράτησα. Ασύνδετο με φοβερά προβλήματα δομής και συνάφειας αλλά δεν σκοπεύω να το διορθώσω. Διαβάστε το σαν εσωτερικό μονόλογο και αφήστε μου περιθώριο για πιο προσεγμένα κείμενα στο μέλλον (παλεύω και με το block μου αυτή την περίοδο).

Και να φανταστείτε πως ξεκίνησα να γράφω επειδή θυμήθηκα τον ήχο από την γραφομηχανή της μαμάς μου να με νανουρίζει τα βράδια...

Σάββατο 5 Σεπτεμβρίου 2009

Seasonal Feeling #ανεμογκάστρι
Οι μέρες που δεν γράφει κανείς είναι ανυπόφορες. Όχι. Καλύτερα θα ήταν να πω, " οι μέρες που δεν γράφω ενώ πραγματικά θα ήθελα να γράφω είναι ανυπόφορες". Ναι, αυτό είναι. Έχουν περάσει κάμποσες τέτοιες ανυπόφορες μέρες τον τελευταίο καιρό και τις κοιτάω ανήμπορη να πολλαπλασιάζονται γιατί πραγματικά δεν μπορώ, μου είναι απολύτως αδύνατο, να κάνω κάτι για αυτό. Δηλαδή μου είναι απολύτως αδύνατο να κάνω κάτι ώστε να γεμίσει απο την μία πλευρά με λέξεις το "new document" (με λέξεις που θα έχουν μια κάποια σημασία τέλοσπάντων) και να αδειάσει απο την άλλη το μυαλό μου που κοντεύει να εκραγεί λες και πρόκειται για κοιλιά εγκυμονούσας στα τέλη του ένατου. Η κύηση μάλιστα είναι η πιο κοντινή κατάσταση την οποία μπορώ να σκεφτώ για να ταυτιστώ την ώρα τούτη , παρά το γεγονός οτι δεν υπήρξα ποτέ έγκυος και ούτε που φαντάζομαι ποια μπορεί να είναι η αίσθηση του όλου πράγματος. Πάντως οι λέξεις, αυτές που μαζεύονται και μεγαλώνουν μέσα μου μέρα με την μέρα, αυτές που διογκώνονται και μου τρώνε λίγο λίγο τον χώρο στο κεφάλι μου, που στριφογυρνάνε τις πλέον ακατάλληλες στιγμές και δεν αποφασίζουν να βγουν, (άσε που αν το αποφασίσουν όλο με τα πόδια έρχονται) αυτές, μόνο με μωρά-ταραχοποιούς-υποδόριους καταληψίες μπορώ να τις παρομοιάζω. Και ναι, ομολογώ πως τρέφω και μια κάποια τρυφερότητα για αυτές.
Λοιπόν αυτό είναι το περιβόητο writer's block και περιμένω υπομονετικά την μόνη λύση που γνωρίζω.
Τον τοκετό . (τον φυσικό παρακαλώ διότι σε αυτή την περίπτωση η επι τούτου πρόκληση τοκετού καταλήγει σε τερατογέννεση.)

Υ.Γ. Επίσης τρώω ότι και αν βρεθεί μπροστά μου με απίστευτη βουλιμία λες και την όρεξη μου καθοδηγεί μάντης με ενόραση τέτοια που μαρτυράει μελλούμενο λιμό.

Υ.Γ.2 Μπορεί να φταίνε και οι εκλογές. Ήμουν που ήμουν, ήρθα η γυναίκα και απόγινα..

Υ.Γ.3 Έχω ανοιχτή τιβί ενώ σας γράφω οτι δεν μπορώ να γράψω και ενώ δυστυχώς μπορώ ακόμη να ακούω. Διαφημισούλα για νέα σειρούλα σε ένα καναλάκι που μας εξηγεί με παθιάρικη φωνούλα : "Και οι τρεις (γυναίκες) τα έχουν όλα, και.. θέλουν περισσότερα!".
Τώρα μου ήρθαν και οι πρώτες αναγούλες.
Σας φιλώ.
Δ.