Πέμπτη 29 Οκτωβρίου 2009

Δηλαδή τώρα εγώ πρέπει να πω αυτές τις αηδίες; Ότι θα σε αγαπώ για πάντα, για πάντα για πάντα, ώς το τέλος του κόσμου και την καταστροφή του ηλιακού συστήματος; Πρέπει να υποσχεθώ οτι δεν θα αλλάξω γνώμη και ότι έχοντας σώας τα φρένας έκανα εδώ και τώρα την επιλογή μου για το υπόλοιπο της μικρής ζωής μου; Ναι, ε; Άντε και πες οτι εγώ σταυρώνω τα δάχτυλα πίσω απο την πλάτη μου και τα λέω όλα αυτά, για να μην σε κακοκαρδίσω. Πρέπει εκτός αυτού να τα ακούσω κιόλας; Είναι απολύτως απαραίτητο;
Σου έχω εξηγήσει πολλές φορές οτι αισθάνομαι να σε αγαπάω αλλά εσύ δεν λες να καταλάβεις ότι αυτά τα υπόλοιπα μπλά μπλά είναι αρωματισμένες μπουρδολογίες με φιοριτούρες και τίποτε άλλο. Άσε που τα βαριέμαι. Αφόρητα. Είναι βρε άνθρωπέ μου αυτό το επαναλαμβανόμενο μοτίβο στην αρχή-μέση και τέλος κάθε ερωτικής σχέσης που το έχω πλέον αποστηθίσει.
Στην αρχή σου κόβονται, πόδια, γόνατα, όρεξη και ικανότητα καθαρής σκέψης. Ξεχύνονται και κάτι ορμόνες λένε οι βιολόγοι στον εγκέφαλο και νομίζεις πως έχεις καταπιεί το χάπι της χαράς. Χanax ασυνταγογράφητο και τσάμπα. Βλέπεις πεταλούδες, χρώματα, αστέρια, είσαι ο πιο όμορφος, ο πιο δυνατός, ο πιο Πιο απο όλους και κάνεις και ασύστολο σεξ. Μπράβο σου, ωραία. Λίγο καιρό αργότερα, ηρεμεί κάπως το πράγμα. Τώρα μπορείς να απολαύσεις και καμιά συζήτηση χωρίς να τρέχει η γλώσσα σου να συμφωνήσει αμέσως με ότι παπαριά (παρντόν) σου ξεφουρνίζει το αντικείμενο του πόθου σου χωρίς δεύτερη σκέψη. Η κρίση σου και ο εαυτός σου σιγά σιγά επιστρέφει και είσαι πλέον ικανός να αντιλαμβάνεσαι τι συμβαίνει χωρίς να φοράς αυτά τα τεράστια ροζ γυαλιά σε σχήμα καρδούλας. Η μέση μάλιστα, θαρρώ πως είναι μια σχετικά καλή περίοδος, μέχρι τουλάχιστον το γράφημα να φτάσει στην αιχμή εκείνη απο την οποία ξεκινάει και η πτώση. Μετά απο το κομβικό αυτό σημείο έρχεται η αρχή του τέλους και η πολύ γνωστή σε όλους μας ιστορία. Αρχίζεις να παρατηρείς ότι το έτερο σου ήμισυ δεν το χεις πια στην ίδια εκτίμηση, έχει βάλει και κάτι κιλά, είπε και αυτή τη μαλακία προχθές, δεν έχει και ιδέα απο τέχνη, οι φίλοι του είναι εκνευριστικοί, τα δάχτυλα του ποδιού του είναι λιγάκι στραβά, το αριστερό ρουθούνι του είναι κατα τί μεγαλύτερο απο το δεξί και επιπλέον σου θυμίζει πολύ τον πατέρα σου. Έ, εκεί πάνω στην κόψη του μαχαιριού αποφασίζεις αν θα αγνοήσεις τα συνεχόμενα προειδοποιητικά μηνύματα για το επερχόμενο τέλος και θα συμβιβαστείς για να επιστρέψεις στην φάση-μέση-σχέσης εκτιμώντας το δέσιμο (όποιο δέσιμο επέτυχε ο καθείς) ή θα αναποδογυρίσεις το ποτήρι με το νερό και θα τα κάνεις όλα θρύψαλα.
Επειδή λοιπόν εγώ ως τώρα καλέ μου είμαι της τακτικής θρύψαλα και μετά αρπάζω σκούπα φαράσι και σκουπιδοσακούλα, πριν βγω στην αγορά για καινούργια ποτήρια, μήπως να αφήναμε τις αμοιβαίες υποσχέσεις αιώνιας πίστης;

Όχι μην το παίρνεις άσχημα, μια πρόταση κάνω...
Ένας βόμβος στα αυτιά μου που δεν λέει να πάψει για να ησυχάσω λίγο. Να με αφήσει να κάνω τις δουλειές μου απερίσπαστη και έστω για λίγο μόνο να ξεκουραστώ. Ένα τριβέλισμα συνεχές, λες και εγκαταστάθηκε τριζόνι στο μυαλό μου και τρίβει τα πόδια του νυχθημερόν σε ερωτικό κάλεσμα. Το σιχαμένο. Σταμάτα σου λέω, πάψε! Έχω δουλειές να κάνω, πρέπει να ζω σαν κανονικός άνθρωπος, πρέπει να μπορώ να συγκεντρωθώ, πρέπει να υπάρχω όπως οι άλλοι. Οι κανονικοί άλλοι. Τι μανία αυτή να διαχωρίζουμε πάντα τον αυτό μας από τους άλλους, ε; Τους εκείνους, τους αυτούς. Σιγά που είναι κανονικοί οι άλλοι και μόνο εγώ έχω τριζόνι. Και αυτοί έχουν. Μπορεί να το έχουν συνηθίσει, ή να έχουν βρει έναν τρόπο να το σταματάνε. Μπορεί ακόμα να κάνουν πως δεν το ακούν (μπράβο σας, σας θαυμάζω εσάς που το καταφέρατε) ή μπορεί τέλος τέλος να το κάρφωσαν με καρφίτσα σε πίνακα απο φελλό και να το έχουν στολίσει σε προθήκη στο χολ των σπλάχνων τους.
Πάντως όλοι θα έχουν είμαι σίγουρη. Το δικό μου απλώς είναι από τα φωνακλάδικα ή βρίσκεται σε περίοδο αναπαραγωγής. Είναι από αυτά που αμα σου τύχει να τραγουδάνε για σένα, σε κρατάνε ξάγρυπνη όλο το βράδυ με εφιάλτες και μετά γίνονται δυνάστες της μέρας σου τριβελίζοντας ότι έχει απομείνει απο το μυαλό σου. Σκέψεις, σκέψεις, σκέψεις. ΤΡΙ... ΤΡΙ.. ΤΡΙ. Θέλω να μελετήσω, ΤΡΙΙ, θέλω να γράψω για την σχολή, ΤΡΙΙΙ, θέλω να αδειάσω το κεφάλι μου και να κοιτάω τον τοίχο στην σιωπή, ΤΡΙΙΙΙΙΙ. τρι, τρι, τρι τριζόνι. Εντάξει, ξέρω. Θα σε πάρω αγκαλιά, θα σε ταϊσω απο το μεδούλι μου, θα σε χαϊδέψω και θα σε αφήσω να μου κάνεις έρωτα.
Και αν χορτάσεις, θα έχω και εγώ περιθώριο για λίγη ζωή.

Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2009

Όσοι απο εσάς έχετε ζήσει την ευτυχία ή την δυστυχία (ανάλογα με τα βιώματα του καθενός διαλέγετε και παίρνετε) της πολύχρονης σχέσης θα ξέρετε τι εννοώ όταν αναφέρομαι στην Ημέρα-Του-Μακρόσυρτου-Καυγά. Είναι μια μέρα που πάντα ξεκινάει όπως όλες οι άλλες και τίποτα δεν σε έχει προετοιμάσει για όσα θα ακολουθήσουν. Αλλά ορίστε. Κάτι τα σκαμπανεβάσματα των ορμονών, κάτι η πλήξη, κάτι που άλλαξε ο καιρός, κάτι η δουλειά και τα άγχη, κάτι τελοσπάντων φταίει και η ατμόσφαιρα αρχίζει να ηλεκτρίζεται. Κάτι επιτιμητικό λές που ξέχασε πάλι να κλειδώσει την πόρτα το βράδυ, κάτι σου λέει για την όρεξή σου πρωί πρωί, μια δολοφονική ματιά πέφτει απο την μία πλευρά, ένα μουρμουρητό ανάμεσα απο τα δόντια την διαδέχεται, ένας απο τους δυό γυρίζει την πλάτη του και πάει στο μέσα δωμάτιο. Βέβαια, όλα θα ήταν πολύ καλύτερα αν αντί για τις ματιές και τα μουρμουρητά ερχόταν εδώ και τώρα ο καβγάς, αλλά όχι, κανείς δεν πρόκειται να σας κάνει την χάρη να εκτονωθούν έτσι εύκολα τα πράγματα. Άλλωστε είπαμε πρόκειται για την Ημέρα-Του-Μακρόσυρτου-Καυγά. Λίγη ώρα αργότερα έχεις βάλει νερό στο κρασί σας και έχεις ήδη μαλώσει τον εαυτό σου που το τραβήξες το πράγμα. Ετοιμάζεις καφέ για δύο και φωνάζεις να έρθει στην κουζίνα, όλο γλύκα και με την διάθεση για συγνώμη και υποχώρηση να πάλλεται στο ηχόχρωμα.
Και έρχεται. Μόνο που είσαι βέβαιη, έχει ύφος! Ναι, ναι, έχει «υφάκι» για την ακρίβεια! Αυτό το υφάκι του νικητή, που προσέρχεται να παραλάβει έπαθλο. Και αυτό το μισο σχηματισμένο χαμόγελο είναι σίγουρα ειρωνικό! Η φωνή σου γίνεται τσίγκινη και το ηχόχρωμα ανταποδίδει με δαγκωνιές την ειρωνεία του μισού χαμόγελου. «Σου έκανα καφέ» Φτύνεις τις λέξεις. Δεν φταις εσύ. Το υφάκι του φταίει που σε τσάτισε. Αυτός πάλι δείχνει και θιγμένος απο πάνω λες και δεν τα ξεκίνησε όλα το ξινισμένο μούτρο του. Παίρνει τον καφέ και δεν μιλάει. Εσύ όμως μιλάς. Για την ακρίβεια θες να σφυρίξεις λόγια όλο δηλητήριο αλλά με μια επίφαση ανωτερότητας λες παγωμένα, «λέμε και κανένα ευχαριστώ καμιά φορά». Σηκώνει το βλέμμα του. Δεν σκοπεύει να εγκαταλείψει. Τολμάει να ξεστομίσει «εντάξει και σύ, έναν καφέ έκανες μην το κάνουμε και ζήτημα τώρα δεν άνοιξε το μάτι μας καλά καλά» και φεύγει. Απλά φεύγει.
ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΤΟ ΝΑ ΦΕΥΓΕΙ. Θες να του σπάσεις το κεφάλι, να του τσαλαπατήσεις τα μούτρα κάτω απο στρατιωτικά άρβυλα, να του μάθεις να λέει ευχαριστώ για τον σκατοκαφέ και κυρίως, κυρίως, να μην φεύγει! Και εκείνος στο μέσα δωμάτιο πίνοντας τον ομολογουμένως χειρότερο καφέ που έφτιαξες ποτέ στύβει το κεφάλι του για να κατανοήσει τι έκανε και γιατί αισθάνεται ο-μαλάκας-της-υπόθεσης. Ωστόσο, όσο αισθάνεται έτσι, τόσο θυμώνει, και όσο θυμώνει τόσο σκέφτεται να έρθει να σε βρει και να πατήσετε επιτέλους τον λυτρωτικό καβγά. Αλλά τελικά κρατιέται και πίνει μαρτυρικά τον αηδιαστικό καφέ. Γιατί ξέρει πολύ καλά οτι έφυγε πρώτος και αυτό του δίνει πόντους. Εσύ πάλι στο μέσα δωμάτιο περιμένεις να ρίξει τα μούτρα του και να έρθει να σε βρει. Και όσο αργεί, τόσο θυμώνεις γιατί κρατάει πόζα και δεν έρχεται να παραδεχτεί πόσο γουρούνι είναι. Και όσο θυμώνεις το σπίτι μυρίζει μπαρούτι, ενώ ο καφές κρύωσε και δεν πίνεται.
Τελικά καταπίνεις τον θυμό και μπαίνεις στο μέσα δωμάτιο.
«τι να φτιάξω για φαι;»
«οτι θες»
«καλά»
Φεύγεις.
Η πιο παγωμένη φωνή κερδίζει το βραβείο. Είναι θέμα γοήτρου πια. Φτιάχνεις μακαρόνια με κιμά που είναι το αγαπημένο του γιατί θες τόσο πολύ να του θυμίσεις οτι εσύ είσαι άνθρωπος, σε αντίθεση με εκείνον που όπως ήδη είπαμε είναι γουρούνι.
Όταν το φαγητό ετοιμαστεί ενημερώνεις λες και πρόκειται για επίσημο γεύμα. «Το φαγητό είναι έτοιμο» Αν υπήρχε κουδούνι στο σπίτι θα το χτυπούσες και αυτό.
Έρχεται και κρατάει και το φλυτζάνι απο τον καφέ. Το αφήνει με θόρυβο μέσα στον νεροχύτη. Και δεν του βάζει νερό. Κάθεται αμίλητος. Βάζει τυρί, αρπάει το πιρούνι και αρχίζει. Όλο όρεξη είναι. Καρφί δεν του καίγεται.
Εκείνος τρώει για να μην μιλήσει. Αν μιλήσει θα βρίσει, αν βρίσει θα γίνει πόλεμος. Τρώει ενώ δεν πεινάει, τρώει και μπουκώνεται επιδεικτικά. Επιπλέον ξέρει ότι όσο δεν μιλάει και μπουκώνεται, νικάει στο περίεργο αυτό παιχνίδι των νεύρων.
Εσύ πάλι δεν αντέχεις άλλο. Δεν βάζεις ούτε μπουκιά στο στόμα σου. Παίζεις με το φαγητό. Τον κοιτάς επίμονα. Τον προκαλείς με το βλέμμα. Αυτός αποφεύγει. Μεγάλες μπουκιές και το κεφάλι κάτω.
«Σιγά θα πνιγείς»
Δεν απαντάει, τρώει, τρώει,.. το.. το βόδι!
επιμένεις
«σιγά λέμε θα πάθεις τίποτα σαν ζώο τρως!»
Ε, εντάξει. το βόδι κάπου εκεί χάνει την αυτοκυριαρχία του.
«Δεν μας χέζεις λέω εγώ απο το πρωί που θα με πεις και βόδι;!;! Άντε μην αρχίσω και γω!»

Εντάξει, τώρα το παιχνίδι είναι γνωστό. Θα βριστείτε και η συσσωρευμένη ένταση θα διοχετευτεί σε λέξεις άνευ σημασίας που κανείς δεν εννοεί. Μετά θα κάνετε μούτρα για κανένα δίωρο και ως το βράδυ θα κοιταχτείτε για μία φορά με απόλυτη κατανόηση για το πόσο γελοίοι υπήρξατε και θα βάλετε να δείτε ταινία στο ντι-βι-ντι.
Αλλη μια υπέροχη Ημέρα-Του-Μακρόσυρτου-Καυγά θα έχει τελειώσει.

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009

Ένα κινέζικο μπολ γεμάτο χάπια και κάτι αδειανό έφταιξε. Όσο το σκέφτομαι, όσο σε σκέφτομαι με προσευχή, φόρεμα σκισμένο και την σειρήνα μια λύσσα μου έρχεται. Σου λέω πως δεν με πείραξε που διάλεξες φουστάνι, ούτε που ξάπλωσες μονάχη να πεθάνεις στο κρεβάτι σου, όσο εκείνο το αδειανό. Πώς βγήκες από μέσα σου, πήρες απόφαση και γέμισες αφιόνι το μπολ του φαγητού, πώς άντεξες ερήμην σου τόσο κακό να σε κυκλώνει. Πως άφησες στα μάτια σου να ασπρίσουνε οι κόρες κι αφέθηκες να σε μυρίζονται στ’ απόκρυφα οι δαίμονες; Πες μου τι άδειασε. Τι σε έπιασε;
Εσύ που έβλεπες αγγέλους να περπατούν κοντά μας. Που μού ‘λεγες Να! κι αμέσως έλαμπαν στις καπαρντίνες τους!
Πες μου τι άδειασε και τόλμησες αυτό το φοβερό, φονιάς να γίνεις του εαυτού σου. -Πες!
Ποια θηριώδης μοναξιά, ποιό βλέμμα ασήκωτο; Τι κέρδισε την κόψη σου την αιχμηρή και άρχισες να κοιτάς τα χέρια σου σαν ξέφτια, σαν κλωστούλες; Είδες μετά το σώμα σου στην άκρη του καναπέ παρατημένο, κόκκος μικροσκοπικός κι ασήμαντος. Κι αντί να το κανακέψεις, με λόγια να το γεμίσεις και αίμα ζωηρό ώσπου ν’ αρθεί ξανά στο ύψος του, είπες πως είναι κέλυφος δερμάτινο, κι ούτε που νοιάζεσαι, καιρός κι αυτό να το γδυθείς.
Ποιό αδειανό σε κέρδισε; Πού βρέθηκε τόση ερημιά;

Τώρα νεογέννητο καινούργιο, να κλάψεις όλους τους φόβους σου μέχρι να σε ημερώσει απ’ την αρχή ο καιρός και να ψελλίσεις τις πρώτες λέξεις πάλι.
Και τότε, σε παρακαλώ, να πλησιάσεις κοντύτερα στο αυτί του Θεού για να ‘μαι σίγουρη ότι σε άκουσε, και να του δεσμευτείς ετούτη την φορά ρητά, λέγοντας
«αγαπώ».
Την άγγιζε πάντοτε με προσοχή. Όχι από φόβο μήπως σπάσει ή μήπως πρόκειται για όνειρο και εξαφανιστεί. Καμία σχέση. Προσεχτικά την άγγιζε όπως όταν ανοίγεις το αγαπημένο σου βιβλίο. Ευλαβικά. Όλο προσμονή γρηγόρευε η ανάσα του, την πλησίαζε και το χέρι του ανοιγόταν στην βάση του λαιμού. Τα χέρια του ήταν κρύα, γιατί δεν έφτανε σωστά το αίμα στα άκρα του. Τα ζέσταινε στα μαλλιά της. «Φίλα με» του έλεγε αυτή, σηκωνόταν στις μύτες των ποδιών και έγερνε μπροστά με το κεφάλι σε έκταση. Της αρνιόταν. Έπαιρνε το κεφάλι της στα χέρια του, το ακουμπούσε στο στήθος του αριστερά και έκλεινε την αγκαλιά. Έξω από τον κόσμο. Ο κόσμος αγκαλιά. «Άκου» της έλεγε και ίσα που ακουμπούσε με τα χείλη το φωτοστέφανο της.
«Άκου το φιλί».

---

Το ωραίο ήταν όταν πηγαίναν σινεμά σε ταινίες της κακή ώρας. Όταν διαλέγαν εκείνη με τις χειρότερες κριτικές, βγάζαν εισιτήρια τελευταία στιγμή και μπαίναν στην αίθουσα αφού είχαν κλείσει τα φώτα. Συνήθως δυο καθίσματα κάπου στο μεσαίο διάζωμα. Δεξιά ή αριστερά δεν τους πείραζε. Στην αρχή παρακολουθούσαν λίγο και ύστερα δεν έδιναν άλλη σημασία. Κοιτούσαν μπροστά χωρίς να βλέπουν και έπλεκαν τα χέρια τους. Άφηναν μόνο τα δάχτυλά να παλεύουν και να συστρέφονται σ’ άγριο χορό.


---

Γνωρίστηκαν παράδοξα μπροστά σε μια βιτρίνα. Εκείνος τακτοποιούσε το εμπόρευμα και εκείνη προσπαθούσε να δει το ταμπελάκι με μια τιμή που κρυβόταν πίσω από το πόδι του. Του έκανε νόημα να παραμερίσει. Της χαμογέλασε και έκανε ένα βήμα προς την αντίθετη κατεύθυνση. Του γέλασε και αυτή δείχνοντας την άλλη κατεύθυνση. Αυτός υπάκουσε. Η κοπέλα έσκυψε να δει την τιμή. Εκείνος έσκυψε να δει την κοπέλα. Εκείνη είδε τα μάτια του και όχι την τιμή. Και εκείνος στο τέλος δεν την άφησε να αγοράσει τίποτε. Την πήρε και φύγανε.

Δευτέρα 26 Οκτωβρίου 2009

Α, όλα κι όλα. Είναι ακόμη προνόμιο αντρικό το βρίσιμο. Το βρίσιμο με τα σωστά του λέω, έτσι; όχι το «άντε χάσου βρε βλάκα» της μάνας μου ούτε το «μα πόσο μαλάκας είσαι ρε Κώστα» της γκόμενας σου με την ένρινη φωνή και την τσίχλα. Λέω για βρίσιμο. Για καριόληδες, και γαμιόληδες, μουνιά, μουνόπανα και λοιπά ευφάνταστα. Τα ‘χει γράψει ωραία ο Δεληβοριάς στην υβρεοπομπή, να το βρεις και να τ’ ακούσεις στο γιου τιούμπ, σου το συστήνω. Πάντως το Έβερεστ μπορεί να το πάτησαν αλλά το όρος βρίσιμο οι γυναίκες ακόμη δεν το ‘χουν κατακτήσει. Σταμάτησε η πρόοδος στο στάδιο εκείνο στο οποίο αρχίσαμε μεταξύ μας οι φιλενάδες στο σχολείο να λέμε «έλα ρε μαλάκα» στην κολλητή ή να πειραζόμαστε με τα άλλα εφηβάκια στις τουαλέτες της συνοικιακής ντίσκο: «τα φτιάξατε τελικά παλιοπουτανάκι ε;» και «πάλι με τον Μήτσο θα βγεις μωρή τσούλα;».
Αλλά αυτά είναι μπεμπεκίσματα νηπίων. Εγώ, δημοσίως τουλάχιστον, γυναίκα που να θυμώσει, να κρανιωθεί και να πεταχτεί έξω απο το αυτοκίνητο, να κολλήσει την μούρη της στο τζάμι του απέναντι και να φωνάξει «βγες έξω ρε αρχίδι μη σου γαμήσω ότι έχεις και δεν έχεις παλιομπασταρδε ξεκωλιαρη γαμω τη μανα σου γαμω!!» ε, δεν έχω δει.

Έχει απομείνει τελοσπάντων και κάτι απο τις παραδοσιακές διαφορές των δύο φύλλων βρε παιδί μου. Κρατάνε ακόμη γερά το βρισίδι, η μπάλα και η τσόντα. Γιατί τα καλλυντικά, τα κομμωτήρια και την αποτρίχωση τα μοιραζόμαστε και με τον Μάκη και με τον Σάκη.
Εμένα πάντως ομολογώ, μου αρέσει να βρίζω καμιά φορα, νιώθω πως με εκτονώνει. Γι' αυτό και καταλαβαίνω τα αγοράκια που γουστάρουν ενίοτε να πατάνε έναν καθαρισμό προσώπου έτσι για να στανιάρουν.
Λοιπόν για να τελειώνουμε, απο τούδε και στο εξής και υπολήψεις θα θίγω και θα τσακώνομαι δίχως επιφυλάξεις. Αρκετά με τις ευγένειες και τα χειροφιλήματα. Έχω αρχίσει να εκνευρίζομαι βαθιά. Συναντώ κάτι τύπους ανεκδιήγητους και δεν το βαστάω άλλο βρε παιδί μου, πλαντάζω, σκάω.
Πάω για ένα ποτό. Μόνη μου. Γιατί έτσι το κάνω από μικρή, γιατί έτσι μου ήρθε και θέλω να παρακολουθώ τους γύρω μου και να σαπίζω στην σιωπή μου. Γιατί έτσι. Ούτε έχω κανένα ζήτημα να με βαραίνει ούτε ακοινώνητη είμαι. Και γνωριμίες ενδιαφέρουσες ευχαρίστως κάνω. Αλλά εσένα ρε φίλε, συγνώμη κιόλας δεν θα στην δώσω την ευκαιρία. Αφού σε βλέπω, σαν νέον επιγραφή γραμμένη στο κούτελο σου φωσφορίζει η πρόθεση.

Τα ξέρετε σίγουρα. Είναι αυτά τα γκομενάκια της γενιάς μου, αγόρια με σπουδές στην Αγγλία (-μισό κιλό BA και ένα τέταρτο ΜΑ παρακαλώ μου βάζετε;-) όλα με ίδιο ντύσιμο, καινούργια ζαντολάστιχα και εξοχικό οικογενειακό παρά θιν’ αλός (αυθαίρετο αλλά ποιός νοιάζεται) που σε πλησιάζουν με το χέρι χωμένο στην κωλότσεπη και με ύφος καρδιναλίου. –Εκείνο του Ρισελιέ ειδικότερα.
Παλιότερα στέλνανε και κανένα ποτό πρώτα, κάποιο κέρδος υπήρχε εκεί, τώρα έρχονται έτσι νέτα σκέτα με την ηλίθια ερώτηση έτοιμη.
-Πώς και μόνη;

Τί να σου πω τώρα; Τί γουστάρεις να ακούσεις, να δούμε πώς θα σε βολέψουμε και εσένα. Ότι με έστησε η κολητή; Ότι με χώρισε ο γκόμενος –ο μαλάκας- μόλις τώρα από το τηλέφωνο; Ή μήπως να γελάσω αινιγματικά δήθεν μου τάχα ότι υπάρχει πίσω μου ιστορία ολόκληρη και να κοιτάξω όλο νόημα το ποτήρι μου για να σκεφτείς εσύ ότι είμαι μια μυστηριώδης γκόμενα που τα πίνει μόνη στα μπαρ;
Τί γουστάρεις να ακούσεις μακελάρη του παπλώματος που μου έχεις ράψει κουστούμι εδώ και μία ώρα ενώ τσέκαρες και την ημερομηνία λήξης του προφυλακτικού στο πορτοφόλι σου από την τελευταία επίσκεψη στο ουρητήριο;
Αγόρι μου με μπερδεύεις με κάποια άλλη. Αν κοιτάξεις παραδίπλα είναι δύο τύπισσες στην πένα ντυμένες, βαμμένες, όλα κομπλέ, που πίνουν τα ποτάκια τους με καλαμάκι μην σπάσει το κραγιόν και κάθονται στο σκαμπό με προσοχή έτσι που το μπούτι να δείχνει λεπτότερο. Μπάμ κάνει το πράγμα. Τράβα λοιπόν παραδίπλα που σου λέω. Αυτές έχουν βγει για ψάρεμα και συ που έχεις και ζαντολάστιχο, ανάρπαστος θα γίνεις.
Εμένα άσε με, είμαι από αλλού, γουστάρω τα λεωφορεία.

Όχι όμως, αυτός εκεί τον χαβά του. Εμ βέβαια η πιτσιρίκα η μόνη της έχει την καλύτερη πρόβλεψη για απόδοση.
Άντε πάμε (που λέει και ο Γιωργάκης)

-Πώς και μόνη;
- Έχω τους λόγους μου αλλά δεν βλέπω γιατί να τους συζητήσω μαζί σου.
-Όχι μήν είσαι αρνητική, πες μου... γιατί το λες αυτό..
- Sorry αλλά ότι και να πω, εσύ πάλι θα πιστεύεις οτι εδώ είμαι για τον πούτσο (σου).

Σοκ το Αγγλάκι. Με τις υγείες σου.
-χρωστούμενο απο χθες-

Γράμμα σε φίλο.

Δεν θέλω να σου δίνω συμβουλές γαμώτο. Κάθε φορά που σε βρίσκω ανάμεσα σε πόνους και ποτά το τελευταίο που με ενδιαφέρει είναι οι συμβουλές. Ούτε να σου πω αν έχεις άδικο η δίκαιο μπορώ. Σάμπως θα κάνει διαφορά; Να γελάς θέλω. Να ξέρω πως αντέχεις. Να σε αγαπάς. Μπορώ αν θες να σε πάρω αγκαλιά μια νύχτα αφιέρωμα σε b-movies κι ούτε ένα σχόλιο να μην κάνω για τις επιλογές σου-θα τρώω σιωπηλά τα πατατάκια μου στον καναπέ και θα χω τα πόδια στριμωγμένα σε άσπρες κάλτσες. Μπορώ να σου φτιάξω τα αρχεία του υπολογιστή σου, να τσακωθώ με τους εχθρούς σου και να φροντίζω κάθε μέρα όλα σου τα κατοικίδια. Μπορώ να περπατήσω με δεμένα μάτια ξυπόλυτη στην παλιά πόλη, μπορώ να αντέξω την μυρωδιά του λιμανιού και να φάω όλες τις καυτερές πιπεριές στο μεξικάνικο restaurant. Για χάρη σου. Μπορώ να αλλάξω τις πολιτικές μου πεποιθήσεις και τον καφέ μου, να αποκτήσω θεό, να κλείσω την μουσική μου στην ντουλάπα, να διαβάζω βίπερ, να γίνω ξανθιά. Για χάρη σου!

Εσύ για χάρη μου, μπορείς μια φορά να σε δεις μέσα απ’ τα μάτια μου;

Κυριακή 25 Οκτωβρίου 2009

Μα τί στον κόρακα συμβαίνει στον επάνω όροφο; Αμ στο δίπλα διαμέρισμα; Μην φταίνε τ’ άστρα; Έχουμε νέα σελήνη; Αλλάζουν δέρμα τα φίδια; Γιατί τέτοια φαγωμάρα; Νόμιζα πως με την βροχή ο κόσμος ποτίζεται και ημερεύει. Εδώ όμως ανάψαν τα αίματα, ουρλιάζουν όλοι τους από το πρωί. Να μην τσακώνεστε τις Κυριακές αγαπημένοι μου γείτονες, γιατί είναι ημέρα αφιερωμένη στον Κύριο. Ξέρετε, αυτόν του ρετιρέ. Κυρίως όμως διότι με ενοχλείτε...!

- Α, να σημειώσω πως μετά από τρυφερή επίπληξη συνεπέστατης αναγνώστριας του Μπλογκ, επιστρέφω με την ουρά στα σκέλια στο πεζό χρονογράφημα διότι η ποίηση καθώς αντιλήφθηκα κάθεται βαριά στο στομάχι. Δεν σας αδικώ, ενίοτε μάλιστα, είναι μέρος της δουλειάς της ποίησης να κάθεται βαριά -σαν πέτρα- στο στομάχι.-

Λοιπόν όπως έγραψα ήδη, σήμερα που είπα πως θα ευχαριστηθώ βροχή και νεράκι φρέσκο από τους ουρανούς (τον ήχο της βροχής τον χαλαρωτικό που λένε και τον ηχογραφούν επι τούτου για να τον ακούν σε cd τα μεγαλοστελέχη στα ολόλευκα condo τους εκεί στο Aμέρικα) ε, σήμερα, οι γείτονες μου άρχιζαν να βγάζουν δόντια και νύχια και να παλεύουν μεταξύ τους λες και επρόκειτο να προβάρουν όλοι τους ρολάκι για τον σεληνιασμένο πρωταγωνιστή της «Λάμψης» (το the shine λέω, μην σκεφτεί κανείς τον Φώσκολο και τα πάρω). Κάτι η διπλανή single με την μαμά της και το φοβερό δίλημμα για το πού θα απιθώσει τις ζώνες και τα αξεσουάρ της (είναι τώρα αυτός λόγος για να χαλάσεις την βροχερή Κυριακή του γείτονα; όχι σας ρωτάω είναι;) κάτι το επάνω πάτωμα με τα οικονομικά τους (εντάξει αυτός είναι ένας σοβαρός λόγος δεν αντιλέγω, αλλά γιατί πρέπει μαζί με εσάς και την τράπεζα να το μάθει και όλο το Μαρούσι ότι χρωστάτε βρε παιδιά;) και εγώ με αυτά και αυτά προκοπή δεν έχω δει ακόμη. Δεν μπορεί όμως, θα φωνάξουν, θα χιμήξουν, ε, τέλος πάντων κάποια στιγμή θα κουραστούν και θα σωπάσουν. Και τότε θα έρθει η σειρά μου! Ότι πιο θορυβώδες υπάρχει στην δισκοθήκη μου θα το ακούσουν στην διαπασών και σε επανάληψη ώσπου να τους πέσουν τα αυτιά και να το λάβουν το μήνυμα. Η ΚΥΡΙΑΚΗ ΕΙΝΑΙ ΤΟΥ ΘΕΟΥ. ΔΗΛΑΔΗ ΔΙΚΗ ΜΟΥ. ΖΩΑΑΑΑΑΑ

(θα επιστρέψω αργότερα όταν με το καλό ανακτήσω την ηρεμία μου)

Πέμπτη 22 Οκτωβρίου 2009

Η φούστα που κρέμεται στο παραβάν είναι δική μου. Το ξέρω σίγουρα, θυμάμαι πως την αγόρασα περίπου πριν ένα μήνα και μου κόστισε δέκα λεπτά καθυστέρηση από το ραντεβού μας. Τα πόδια μου αμβλεία γωνία. Γιατί κρατάει διαστολέα αυτός;
Φόρεσε και εκείνα τα απαίσια λευκά γάντια. Παίζει μαζί τους καθώς εφαρμόζουν. Τα τραβάει να ακουστεί αυτός ο λαστιχένιος ήχος που με ανατριχιάζει. Τι πάει να κάνει; Χθες ο γιατρός μου ο Κύριος Σπύρος μου ζούληξε λίγο την κοιλίτσα «πονάει εδώ; εδώ;» είδε τον λαιμό μου με εκείνο το ξυλάκι που κάνει και για παγωτά «κάνε Α, μεγάλο ΑΑΑ» και με γαργάλησε με τα ακουστικά του. Δεν με πείραξε πολύ το κρύο. Είπε πως αν είμαι φρόνιμη θα μου δώσει να ακούσω την καρδιά μου. Τικ-τικ-τικ... Εκείνη εκεί η φούστα που μοιάζει με άδειο σακί είναι δική μου. Αυτός έχει σκύψει, χαμένος ανάμεσα στα πόδια μου. Κάτι σκληρό με ξύνει. Μέσα και προς τα πάνω. Είναι τα πόδια μου ανοιγμένα ψηλά και δεν βλέπω. Αυτό το χάρτινο σεντόνι που με σκεπάζει βλέπω μόνο κ’ ύστερα την κορφή του κεφαλιού του. Μαύρα μαλλιά κατσαρά. Στεγνό στόμα. Κάνε ΑΑΑΑ τώρα αν μπορείς. ΑΑΑΑ. Δοκίμασε, δεν μπορείς. Στηθάγχη. Είναι δεμένα τα πόδια μου πως να τα κλείσω; Να ορμήσω μπρος. Λύσε με! Την φούστα μου! Τα κατσαρά μαλλιάααΑΑΑΑ!. Δεν μπορείς! Κλείσε τα μάτια. Κρύο. Τικ ...τικ ...τικ ...τικ

«Τελειώσαμε. Ντυθείτε.»




- - -




Σε φαντάζομαι
τι εμμονή
να σε φαντάζομαι
και να σου φτιάχνω σχήματα
αψίδες να περνάς.

Ξέρω από πριν την αίσθηση
την γεύση που θα έχω
όταν θα αποχωρίζονται τα χείλη απ το ποτό
και εσύ θα πλησιάζεις
στο γωνιακό μου τραπέζι
το φωτισμένο προσδοκία

Ξέρω από πριν την αίσθηση
μούδιασμα
χνούδι
σύσπαση μυών, σπινθήρες
και μια αναγνώριση κρυφή
ν’ αντανακλάται.


Ίσως βέβαια να μην γίνει έτσι τελικά
να μην με τυλίξει πάχνη
κι ούτε να βρω κρυστάλλινη διαύγεια
στην πρώτη μας στιγμή.

Τότε, ίσως να κάνω πως δεν σε ξέρω
να τραβηχτώ πίσω στην σκιά
και να χαρίσω την καρέκλα σου στην διπλανή παρέα.

Φύγε και συ δραματικά
γυρνώντας πρώτα τον ένα ώμο
αργά, σπαραχτικά ν’ ακολουθεί το σώμα
zoom out και απομακρύνεσαι
εγώ τραπέζι σκοτεινό
εσύ πλάνο με frame την πόρτα.

Μπα, μεγάλωσα.
Δεν γίνονται έτσι πια τα πράγματα
ανέλαβε η φύση.

Αν δεν παρουσιάζεις ελαττώματα εμφανή και
με πετύχεις Φλεβάρη ή Μάρτη
-Μου κάνεις, θα πω.

Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2009

Τα απομεινάρια του Cultural Geography.

Ας τοποθετηθούμε στον χώρο. Τον έξω χώρο.

Κάθομαι στο γραφείο μου του οποίου η επιφάνεια εργασίας είναι γυάλινη και μπορώ να βλέπω το πάτωμα. Γύρω μου κάμποσα τετράδια και χαρτιά. Ανακυκλωμένα και πολυτελείας, ποστ ίτ, ακόμη και μιλιμετρέ. Επίσης, βιβλία. Πιο συγκεκριμένα: Η Μαρία Νεφέλη του Ελύτη, Ο Παζολίνι, ο Ουγγαρέτι και ο Κουαζιμόντο, Ο Σιντάρτα του Έσσε, μια συλλογή του Ginsberg, το The Necessary Angel του Wallace Stevens, μια μετάφραση του Μπαχτίν για τα προβλήματα λογοτεχνίας και αισθητικής, και τα selected poems της Plath απο τον Ted Hughes. Α, και ο θησαυρός του Ξέρξη του Ν. Βαλαωρίτη. Στο κέντρο ο υπολογιστής, σε λειτουργία. Ένα φλυτζάνι με καφέ και ένα μπουκάλι νερό. Ένα κέρμα των δύο ευρώ και ένα των 20 λεπτών. Το κινητό μου. Στον τοίχο μπροστά μου, πίνακας ανακοινώσεων γεμάτος φωτογραφίες. Αναλυτικά: Δύο της μητέρας μου. Δέκα περίπου από την Αίγυπτο με τοπία. Δύο με εμένα και την Σοφία στον γάμο του πατέρα μου, χωρίς τον πατέρα μου. Μία απο την αποφοίτηση. Μία, τύπου ταυτότητας, με την γιαγιά μου. Μία με τις ομπρέλες του Ζογγολόπουλου απο την παραλία της Θεσσαλονίκης με οπίσθια αφιέρωση απο την Σόνια η οποία τράβηξε και την φωτογραφία. Επιπλέον αποκόμματα απο εισιτήρια συναυλιών. James, Loreena Mckennitt, AC/DC και Def Leppard.
Πιο δίπλα η μπαλκονόπορτα. Πιο έξω η Αθήνα.

Στον εντός μου χώρο αδυνατώ να σας τοποθετήσω με σύστημα αντίστοιχο με εκείνο που μόλις προηγήθηκε για λόγους προφανείς. Αφήστε δηλαδή που και εγώ ακόμη, πασχίζω να τοποθετηθώ μέσα μου. Το μόνο που μπορώ να κάνω είναι ετούτο:

Stream of consciousness (http://en.wikipedia.org/wiki/Stream_of_consciousness_%28narrative_mode%29)

Να νερώσω τον καφέ με κρύο; Αυτή η συνέντευξη του Βαλαωρίτη γιατί μου φάνηκε λειψή; Δεν έχει γεράσει πάντως και πριν τέσσερα χρόνια ίδιος ήταν. Και έλεγε και τα ίδια. Γιατί τα ίδια τον ρωτάμε όλοι. Ένα μάκιντος είχε και ένα σπίτι γεμάτο βιβλία. Και ένα κρύωμα. Σκούπιζε την μύτη με χαρτί υγείας και ύστερα το έβαζε ξανά στην θέση του πάνω στις σημειώσεις για τον Θερβάντες. Alas, we part. Η κόρη του ζωγράφος δεν είναι; Αλήθεια το βιβλίο με τα επιγράμματα που το έβαλα; Τυρόπιτα με Μαχαιροπίρουνο στο πατάρι του Λουμίδη. Ο Σταμπολίδης έδωσε συνέντευξη για την αρχαία Ελεύθερνα, να την βρώ. Έχει και την έκθεση για τον Ρίτσο. Μπλέ, μπλέ, γκκκττδιιδκκκττγγγγκ, χμ,.. μππλλλ,ε,… Να τυπώσω και να δέσω τα κείμενα για την φιλοσοφία. Πότε παραδίδω; Αρχίζει και το φεστιβάλ όπου να ‘ναι. Υπάρχει ΚΑΠΟΙΟΣ που να μπορεί να έρθει μαζί μου στο φεστιβάλ και να ΜΗΝ βαριέται; Όχι. Πόσα λεφτά να θέλει για να πάω δέκα μέρες και να δω τόσες ταινίες όσες χρειάζεται για να τσούζουν τα μάτια μου και να σέρνεται απο πίσω μου στο λιμάνι ο εγκέφαλος μου; Η Σόνια μπορεί να έχει όρεξη. Αλλά δουλεύει. Α το μουσείο φωτογραφίας. Πορτοκαλάδα. Πάλι τα βγάλανε διάλειμμα απέναντι; Κάτι ξεχνάω ρε γαμώτο. Κάτι είχα να κάνω. Η γιαγιά μου έδενε κλωστή. Κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη δώστου κλώτσο να γυρίσει παραμύθι να αρχίσει.. Α ναι, να ψάξω το «γεωγραφικές φαντασίες». Μήπως να ντυθώ; Μια βδομάδα με πιτζάμες είναι πολύ; Η μάνα μου τί κάνει; Νωρίς είναι, να τελειώσω με την ανθρωπογεωγραφία πρώτα. Μπούρδες βαριέμαι. Μουσική. ΝΑΝΝΑΝΑΑΑΑναναααλαααναραααραααλλαα... Το ιπποδάμειο σύστημα. Εξευμενισμός του φοβικού στοιχείου. Λαβύρινθος. Εσωτερική χαρτογράφηση γίνεται; Με τί προβολη; Ο Κωστής έστειλε μήνυμα μέσα στο βράδυ. Θα κατέβει Χανιά άραγε; Έγώ; Το τρίπτυχο των πόλεων. Θεσσαλονίκη Αθήνα Χανιά. Μπλεεεέ.. Η Σοφία πού είναι και δεν έχει πάρει ακόμα. Παράξενο. Της είπα για την άλλη εβδομάδα. Και στο φεστιβάλ και τώρα; Είναι ερωτευμένη. Ταραταραταραταραα..ταρατατζουμ ταρατααταα. Ααα έχει και την παρέλαση επάνω στις 28. Έχω να πάω σε παρέλαση απο το σχολείο. Καλά κάνω. Να βάλω το τηλέφωνο στην πρίζα; Ο έρωτας και τα τόστ μοιάζουν;

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2009

Έφτασες και κρατιέμαι στις άκρες
του τοίχου
πόδια κρεμάμενα, σφιχτά
κλειδώνει η λεκάνη
στα νύχια ασβέστης
-πότε πρόλαβα να ασπρίσω;
Θα σπάσει το ακροκέραμο δεν με βαστά, τ αφήνω
γραπώνομαι
από το γείσο του καπέλου σου
μαζί στο βήμα
τι ντελικάτα που
τετραγωνίζεις το waltz!
Φοράς κουστούμι και αυτή την φορά
σου είπα μισώ τα κουστούμια
ασκέπαστος θέλω να έρχεσαι.
Τώρα γλιστράω στην τσάκιση και στα λουστρίνια σου
βλέπεις;
ο τελευταίος φθόγγος μου τσακίστηκε στα δόντια σου
δεν ακούς
βρόγχος
κάτι λαβίδες μ αρπάζουν
με τραβούν στην επανάληψη.

Κι όμως
χθές απ' το στήθος μου
έτρεχε γάλα.






"Πάει, βράδιασε" Με προδίδουν οι λέξεις. Νιώθω πως κάτι χάθηκε. Το φώς.


http://www.youtube.com/watch?v=xrjg3jzP2uI&feature=PlayList&p=7765AAFCF322DC72&index=35&playnext=7&playnext_from=PL

(η μουσική κρίνεται απαραίτητη)

Πώς το λέει ο Ουγγαρέτι να δεις.. Είναι αυτό το ποίημα του, με τίτλο «Ανία» που ξεκινά με έναν στίχο, έκθετο, να φέρνει βόλτα μια στροφή ολάκερη μονάχος του.

Ανία

Επίσης αυτή η νύχτα θα περάσει.

(...)

Αυτό. Δεν είναι εξαίσιος; Ο ενθουσιασμός μου όταν τον διάβασα πρώτη φορά, ήταν μεγάλος. Μάλιστα, αν ήμουν εγώ ο Ουγγαρέτι ούτε που θα το σκεφτόμουν να συνεχίσω και να γράψω παρακάτω. Όλο το νόημα και η αίσθηση έχει συμπυκνωθεί υπέροχα σε πέντε μόνο λέξεις, με το «επίσης» να κάνει εξαιρετική δουλειά στην μπροστινή του θέση. Αρκεί.

Θυμήθηκα ξαφνικά τον Γκιουζέπε και το ποίημα του γιατί σήμερα ακούω μουσική που μόνο μαζί του ταιριάζει. Η συνδρομή του μέσα στο πρώτο δεκάλεπτο κρίθηκε απαραίτητη και έτσι ανασύρθηκε άρον άρον απο την βιβλιοθήκη -λιγάκι σκονισμένος βέβαια, αλλά δεν νομίζω να μου κρατήσει πόζα-. Άσε που τέτοιοι ρομαντικοί τύποι σαν και αυτόν σου θυμώνουν μόνο αν τους κατεβάσεις από το ράφι σου με σκοπό να τους ξεγυμνώσεις σε εργασίες που «ψηλαφίζουν τις Πετραρχικές καταβολές» στο έργο τους και την «εξέλιξη του σονέτου στην μοντέρνα λυρική ποίηση». Αν υπάρχει πραγματική ανάγκη (καλή ώρα) δεν κρατάνε μούτρα. Ξέρουν αυτοί. Που λέτε, ο συγκεκριμένος είναι ένας από τους στενούς μου φίλους. Μοιάζει με εκείνους τους καλόβολους που δεν γκρινιάζουν ποτέ ακόμη και αν τους θυμηθείς ξαφνικά μετά από χρόνια και αρχίσεις τα φρενήρη μεταμεσονύχτια τηλεφωνήματα. Εκείνον τον ξεσηκώνεις γιατί βουλιάζεις στην απόγνωση ενώ ακούς τον Glenn Gould και καταριέσαι που παράτησες το πιάνο και αυτός σου απαντά μέσα απο τον ύπνο,

Απόψε

Πουνέντες
στηρίζει σήμερα
τη μελαγχολία μου

Και ησυχάζεις... Γιατί φυσάει. Γιατί απόψε τίποτε δεν είναι πιο φυσικό από το να μελαγχολείς.

Έπειτα, όταν εμφανιστεί ο Chopin στο προσκήνιο http://www.youtube.com/watch?v=QAcAWWU_0mE&feature=related

η νύχτα έχει ήδη πέσει για τα καλά στον τέταρτο όροφο και γυρνάς τις σελίδες. Τώρα δεν έχει αγωνίες, η μελαγχολία γλυκαίνει, οι κεραίες κρύφτηκαν. Θα σηκώσω τις τέντες μήπως και ο ουρανός με φλερτάρει απόψε. Αυτός μου γράφει

Τί τραγούδι υψώθηκε απόψε
Που νιώθηκε
Απ τον κρυστάλλινο ήχος της καρδιάς
Τ άστρα

Τί πηγαία γιορτή
καρδιάς στο γάμο.

Υπήρξα
Έλος σκοταδιού.

Τώρα πιπιλώ
σαν μωρό τη μανούλα
το διάστημα

Τώρα είμαι μεθυσμένος
απο το Σύμπαν

http://www.youtube.com/watch?v=SKd0VII-l3A
Κάνει λιγάκι κρύο τώρα εδώ έξω αλλά έχει φεγγάρι και δεν με πειράζει. Μόνο το Clair de lune μπορεί να με λυγίσει. Και το αφήνω. Το χω πάρει απόφαση πια,

...μονάχη κι ολόγυμνη
δίχως αντικατοπτρισμούς
κουβαλάω την ψυχή μου.

Δευτέρα 19 Οκτωβρίου 2009

Τρέμω την στιγμή που παρουσίες πνευμάτων δεν θα με ειδοποιούν με ανάσες στον αυχένα, την ώρα που η μυρωδιά των χρωμάτων θα χαθεί και ο φόβος για τα ακατάληπτα μουρμουρητά στο αυτί μου πάψει. Τρέμω μήπως φτάσει η στιγμή να ενωθώ με τον κόσμο και το σώμα μου αντί να ταξιδέψει λεύτερο, διασπαστεί σε μικρά μικρά κομματάκια ενέργειας για να κολλήσει επάνω σου. Τρέμω.



1
Το πιο λαμπρό σημείο στο σώμα του θηλυκού μισού είναι οι ώμοι. Ότι χρώμα και αν έχουν, γαλακτερό ή σταρένιο. Έχουν κοιλότητες και γωνίες, βαθουλώματα μητρικά και κορφές σαν του πατέρα μου. Και μια ευθεία αυστηρή. Έναν ορίζοντα έξω.




Τελεσίγραφο
Αν μεγαλώσω κατά το κοινό αίσθημα και το προσδοκώμενο, αν επιτύχω να σας ανταμείψω κατά πώς το αξίζετε εσείς και οι προσδοκίες σας τότε αλήθεια το υπόσχομαι θα προσπαθήσω να κουμπώσω το καπάκι μου γερά, ίσως και να το καρφώσω ακόμη για σιγουριά, και θα μείνω εκεί, αμίλητη και ακούνητη στην θέση μου, ώσπου να μυρίσω άσχημα και να θυμηθείτε να με θάψετε.
stop.



Μαρία Νεφέλη

«Παντού την είδα.»
Σε γεμάτες πλατείες στο κέντρο να χορεύει με πουλιά.
Σε παράθυρα και κήπους να χορταίνει την πείνα της με χώματα.
Να κλαίει στην αγκαλιά μιας γέφυρας και να πηδάει γελαστή μπροστά σε φορτηγά.
Να πεθαίνει σαν ζάχαρη κρυσταλλένια σε θάλασσες και να σταματά τον καιρό με το ένα δάκτυλο σε προσταγή.
Να εκτοξεύεται και να μεθά με μελάνια και ζωγραφιστούς διαβόλους.
«Δεν την έπιασα ποτέ και δεν της πήρα τίποτα.»

Σάββατο 17 Οκτωβρίου 2009

Οι άνθρωποι ζούμε σε μια διαρκή αγωνία για τις ανεπάρκειες μας. Που τις ξέρουμε και δεν τις θέλουμε αλλά είμαστε ώς επι το πλείστον πολύ ανεπαρκείς ώστε τελικά να τολμήσουμε να τις αντιπαλέψουμε. Ή πολύ τεμπέληδες. Ύστερα σκέφτομαι πως επιπλέον μάλλον βρίσκουμε και κάτι ηδονικό σε ότι τρωτό ανακαλύπτουμε πάνω μας και μέσα μας. Άλλιώς δεν εξηγείται. Εγώ για παράδειγμα. Είμαι δειλή. Τόσο δειλή που δεν θα τολμούσα να κάνω τούτο η κείνο. Είμαι τόσο, μα τόσο αφόρητα δειλή. Δεν θα άντεχα να ανοίξω το βήμα μου, την αγκαλιά μου ή το στόμα μου, αληθινά. Με ειλικρίνεια τέτοια που να ξέρω οτι το βήμα δεν έχει γυρισμό, η αγκαλιά δεν θα κλείσει ποτέ, ο λόγος δεν θα παρθεί ποτέ πίσω. Διστάζω, φοβάμαι, τρομάζω. Ξέρω ότι με ξεπερνά η δειλία μου και αυτό μου το κράτημα είναι η αλυσίδα με την σιδερένια μπάλα που σέρνω με το πόδι μου. Οπότε, ευλαβικά, καταδύομαι στον ωκεανό του φόβου μου και λες σαν από πείσμα παιδικό περιφέρω την συνειδητοποίηση μου αυτή στις πιάτσες. Να με χειροκροτήσουν που το βρήκα, που είμαι δειλή και το ξέρω και που το φοβάμαι που φοβάμαι. Να με συμπαθήσουν και οι υπόλοιποι ανεπαρκείς που την εντόπισα και γώ την ανεπάρκεια μου και δεν ντράπηκα να την κάνω παντιέρα σε κοντάρι δυό και τρεις φορές το μπόι μου. Να την βράσω την συνειδητότητα σε μορφή παντιέρας. Σαν περήφανος βλάκας με περικεφαλαία. Δειλή με σημαιάκι στην παρέλαση των ανεπαρκών.

Ενώ η επάρκεια έχει τις χάρες όλες. Το ζαχαρένιο όνειρο, το φεγγαροστόλιστο στερέωμα. Να μου φτάνουν λέει όσα είμαι και όσα έχω. Να μπορώ με αυτά να νιώσω ολόκληρη και ευτυχής. Να εξαφανιστεί το αίσθημα της διαρκούς έλλειψης και της ανάγκης για διαρκή αναζήτηση του... αυτού του χωρίς όνομα κατιτί τελοσπάντων, που δεν το ξέρω, μα πιθανολογώ μονάχα οτι υπάρχει και οτι μπορεί να με κάνει μια ευτυχισμένη και δίχως ανεπάρκειες μονάδα. Να γλιτώσω λέει απο τον εαυτό μου γιατί δεν θα με ενοχλεί πια αφού θα είναι επαρκής, ολόκληρος, σωστός θεός. Σπέυσαμε βλέπεις απαρχής της ανθρώπινης διανόησης την επάρκεια να την ονομάσουμε θέωση, αγιοσύνη, νιρβάνα. Μόνο στο πεδίο της ονειροφαντασίας την αγγίξαμε δηλαδή και αυτό, είναι απο μόνο του ένα επιχείρημα που με αφήνει μετέωρη να κουνάω σαν λυσσασμένη πέρα δώθε το σημαιάκι μου στην παρέλαση.

Εις αναμονή της θέωσης, της αγιοσύνης και της νιρβάνα πάντοτε.

Ξέρω όμως την λύση. Όχι πως την βρήκα εγώ, την διάβασα στα βιβλία άλλων, σακατεμένων, λειψών, γεμάτων ανεπάρκειες ανθρώπων. Το μοναδικό που έχω να κάνω και που τέλος πάντων φαίνεται να έχει μια κάποια πρακτική εφαρμογή, είναι να βάλω ένα σύμβολο ισότητας ανάμεσα στις έννοιες. Ανεπάρκεια=επάρκεια. Διότι εάν ο άνθρωπος απο φύση και απο θέση νιώθει πάντοτε ανεπαρκης, αν κάποια στιγμή ένιωθε επάρκεια, τότε θα ήταν πράγματι ανεπαρκής. (Σας την σπάει η φιλοσοφία; Εμένα με πληγώνει πολύ.) Κατά συνέπεια, η αίσθηση ανεπάρκειας είναι ουσιαστικά απόδειξη της επαρκούς ανθρώπινης υπόστασης μου. Μάλιστα.

Τώρα το μόνο που μένει είναι να αποφασίσω αν θέλω να μείνω ένας επαρκής άνθρωπος, ή αν είναι καλύτερο την επόμενη φορά που μου δοθεί η ευκαιρία, να προσπαθήσω να γεννηθώ ροφός.

Πέμπτη 15 Οκτωβρίου 2009

Έχω μαύρα νύχια. Τα βάφω απο πάνω με χρωματιστά βερνίκια, βάζω χρυσόσκονες και γυαλιστικά αλλά ξέρω πως απο κάτω δεν υπάρχει τίποτα άλλο παρά αυτό το μαύρο καμένο χρώμα που σιχαίνεσαι να βλέπεις. Κανείς άλλος και ούτε εγώ δεν θέλω να βλέπω τα μαύρα νύχια. Γι αυτό τα βάφω. Και γι αυτό δεν κοιτάω ποτέ τα νύχια των άλλων. Κάποτε μου ξέφυγε και έριξα μια ματιά στα χέρια ενός περαστικού που κρατούσε την εφημερίδα του και παραλίγο να μου έρθει κόλπος. Ήταν ακανόνιστα κοντοφαγωμένα και ελαφρώς ματωμένα στις άκρες. Άσπρα κάτασπρα, καθαρά αλλά ματωμένα. Θα πάλευε και αυτός. Τα δικά μου μένουν μαύρα γιατί δεν έχω το κουράγιο να τα καθαρίσω. Ξέρω άλλωστε πως θα βρομήσουν και πάλι αμέσως. Καλύτερα που τα βάφω. Καλύπτεται κάπως το θέμα. Να, μερικές μέρες πριν, τα έβαψα κόκκινα-κατακόκκινα της φωτιάς. Νωρίτερα είχα βάλει ένα ουράνιο γαλάζιο αλλά αυτό φάνηκε ακόμα και σε εμένα μεγάλη κοροϊδία. «Ποιόν πας να δουλέψεις μωρέ;» είπα και άρπαξα το μπουκαλάκι με το ασετόν. Το κόκκινο είναι πιο ανθρώπινο. Ίσως και το μαύρο που τα έχει καλύψει πια ολοσδιόλου στην αρχή να είχε και ολίγο απο κόκκινο μέσα του. Μετά ξεράθηκε μάλλον και σκούρυνε και αυτό με τον καιρό. Πάντως το αποφάσισα από τότε που το πρωτόδα αυτό το μαύρο να το κρύψω. Προσπαθώ και τα καταφέρνω τις περισσότερες φορές να προσποιούμαι ότι έτσι είναι απο φυσικού του το νύχι μου, γυαλιστερό και περιποιημένο. Ο περισσότερος κόσμος μάλιστα δεν το αναλύει και πολύ και το πιστεύει. Μου χει τύχει να με ρωτήσουν και για συμβουλές περιποίησης αν το πιστεύετε. Ναί, όπως σας το λέω, περιποίησης νυχιών. Όχι ότι περίμενα να μου περιποιηθεί κανείς την τιμή να με ρωτήσει ανταυτού περί ποίησης ή φιλοσοφίας ας πούμε. Αλίμονο, τα νύχια μου είναι πολύ πιο φανταιζύ. Τα νύχια μου. Που κάθε βράδυ τα άτιμα αυτά νύχια με ξύνουν με μανία και μίσος, χώνονται στη σάρκα, στα σπλάχνα μου, στριφογυρίζουν τα έντερα μου, βρίσκουν το μαύρο μου και βαφτίζονται μέσα του. Ύστερα βγαίνουν ξάνά έξω άραχνα και αποκρουστικά, για να τα βλέπω και να αναγούλιάζω απο αηδία. Τα μέσα μου έξω. Γιαυτό και γώ τα βάφω. Τα έξω. Γιατί τα μέσα απαιτούν και κάτι περισσότερο απο ένα απλό βερνίκι και γώ δεν είμαι παρά ένας άνθρωπος που έμαθε απο νωρίς να μπογιατίζεται.

Τετάρτη 7 Οκτωβρίου 2009

Έπλενα πιάτα. Μετά διάβασα. Μίλησα στο τηλέφωνο. Είδα ειδήσεις. Σκέφτηκα να σιδερώσω. Μετά σταμάτησα. Τα σταμάτησα όλα και σιδέρωσα.
Υπάρχει μια ανάγκη που κάθε τόσο πρέπει να ικανοποιώ για να αισθάνομαι οτι είμαι πράγματι αυτό που λέμε ο εαυτός μου. Πρέπει να μένω μόνη μαζί μου. Δεν παίζει κανέναν ρόλο η φυσική παρουσία κάποιου άλλου σε αυτή την περίπτωση. Εφόσον δεν με τραβάει ενοχλητικά απο το μανίκι ζητώντας μου κάτι, ή δεν μου απευθύνει τον λόγο κάθε πέντε λεπτά μπορώ να αγνοήσω οποιοδήποτε σώμα περιφέρεται στον ίδιο χώρο με εξαιρετική ευκολία και να αφοσιωθώ σε εμένα. Μην φανταστείτε οτι κάνω γιόγκα και την στάση του ιπτάμενου ουρακοτάγκου ή οτιδήποτε συναφές. Ούτε κεριά καίω ούτε ειδική μουσική βάζω να παίζει, ούτε τίποτα. Μπορεί απλώς να κοιτάω τον απέναντι τοίχο ή το ταβάνι. Μπορεί να τακτοποιώ κάλτσες στο συρτάρι. Μπορεί να σιδερώνω. Οτιδήποτε δεν απαιτεί να χρησιμοποιήσω κάτι παραπάνω απο το σώμα μου αποτελεί εκείνη την ώρα, αποδεκτή δραστηριότητα. Θα μπορούσα λοιπόν να το θέσω ώς εξής: τελευταίως ένιωσα αυτό που λέμε απομακρυσμένη απο τον εαυτό μου και είχα πολύ ανάγκη να σιδερώσω. Και αυτό έκανα. Μύρισα τα ρούχα (αν θέλετε, σπαταλήστε ένα λεπτάκι και ανοίξτε την ντουλάπα σας για να μυρίσετε τα ρούχα σας. Απομένει πάντοτε πάνω τους μια παράξενα όμορφη μυρωδιά του εαυτού μας) και ξεκίνησα. Γιατί τελευταία κλαίω. Έχω γίνει ένα crybaby και μισό. Βλέπω ρομαντικές ταινίες του χειρίστου είδους και κλαίω, διαβάζω μια φράση και κλαίω, μιλάω στο τηλέφωνο με ανθρώπους που αγαπώ και κλαίω, βλέπω απο το μπαλκόνι μου τα παιδάκια να παίζουν στον παιδικό σταθμό και κλαίω, πονάω και κλαίω, ακούω μουσική και κλαίω, φοβάμαι και κλαίω, χαίρομαι και κλαίω, κλαίω γιατί κλαίω, αι στο διάλο πια, όλο κλαίω! Έπρεπε απαραιτήτως να μείνω μόνη μου για να δω γιατί κλαίω. Υπολόγισα ότι το σίδερο κάτι θα ξέρει και θα με διαφωτίσει. Βλέπεις είναι πραγματικά πολύ περίεργο. Εγώ που παλιά έλεγα πως πάσχω απο συναισθηματική αναιμία, που εκλογικεύω όσο μπορώ και αναλύω μέχρι θανάτου, που έχω τη ειρωνεία παντιέρα και το φιλί του κυνισμού στο κούτελο, που με ελέγχω και με παρατηρώ με κάμερα εσωτερική, θερμική και υπέρυθρη μαζί σε κάθε φάση-στάση μου, τώρα, τώρα... κλαίω. Φυσικά και συμβαίνουν πράγματα στην ζωή μου, που θα δικαιολογούσαν το κλάμα, αν όμως δεν ήμουν εγώ. Γιατί έχουν ξανασυμβεί ίδια και χειρότερα στην ζωή μου και Ιτιά κλαίουσα δεν είχα καταντήσει. Διερωτώμαι τί να συμβαίνει και δεν έχω σίγουρη απάντηση. Την μία λέω πως μεγαλώνω και με εγκαταλείπει η κρουστή αυτή σκληράδα της νεότητας.
Την άλλη απλώς λέω πως περιμένω περίοδο.