Δευτέρα 30 Νοεμβρίου 2009

Μια ξεχειλωμένη φανέλα ύπνου
πεταμένη στο πάτωμα
λευκή με λίγο αίμα στο μανίκι
-είχα ξυστεί εκεί μάλλον-
τα σεντόνια μας
ιδρωμένα
κι αυτά και εγώ
και το σιντί
το ίδιο σιντί ξανά και ξανά
να παίζει.
Μυρίζει κάτι γνώριμα
εγώ θα είμαι
η μυρωδιά μου μετά την έξαψη
όχι δεν είναι τζίντζερ ούτε και τίποτε εξωτικό
μόνο εγώ
και εκείνος εκεί δίπλα μου
αυτός,
ο κάποιος-
ο ένας-άλλος.
Δύο πράγματα μπορεί να συμβαίνουν. Ένα, ο κόσμος έχει τρελαθεί, δύο, εγώ έχω τρελαθεί και δεν είμαι πλέον σε θέση να καταλάβω τον κόσμο. Ποντάρω στο πρώτο γιατί έχω καλή εντύπωση για τον εαυτό μου και επ’ ουδενί δεν παραδέχομαι οτι το έχω χάσει. Αλλά πρέπει να το ομολογήσω. Δεν με καταλαβαίνω. Όχι πάντα.
Πάμε.
Όταν ήμουν νεαρή και έκανα σχέσεις (μεγάλες μικρές σοβαρές η ασόβαρες δεν έχει καμία σημασία) έπιανα ενίοτε τον εαυτό μου να παίζει το γνωστό παιχνίδι των κοριτσιών. Αυτή την γελοιότητα δηλαδή που έχουμε όλες μάθει από ταινίες, βιβλία και μια ακαθόριστη γενικευμένη αντίληψη που έχει κατσικωθεί για τα καλά στα μυαλά των γυναικών εδώ και αιώνες. Το νάζι/κουτοπονηριά/μούτρα/γυναικουλίστικα κολπάκια. Είναι άθλιο. Όποτε διαπιστώνω οτι μου συμβαίνει θέλω να βγω με εξωσωμάτωση απο μέσα μου , να με φτύσω και να ξαναμπώ στην θέση μου. Σου την σπάει ο γκόμενος. Δεν του λες σαν άνθρωπος «κόφτο γιατι με εκνευρίζεις» όχι. Σε πιάνει το σύνδρομο Βουγιουκλάκη. Κοιτάς απο την άλλη πλευρά και σφίγγεις ανεπαίσθητα τα χείλη. Σουφρώνεις λιγάκι και τα φρύδια αλλά όχι πολύ γιατί μετά γίνεται πολύ φανταχτερή η έκφραση και ξεφυσάς λιγάκι πιο δυνατά απο το σύνηθες. Φυσικά το άμοιρο αρσενικό δίπλα σου έχει μυριστεί οτι κάτι πάει στραβά, αλλά επειδή είναι ακόμη τόσο αρσενικό όσο και χθές δεν αντέχει και πέφτει στην παγίδα (αυτή την ίδια που δεν λέει να την μάθει εδώ και τόσα χρόνια). Ρωτάει «Τί έχεις;»
Εμ χρυσέ μου είσαι και εσύ βλάξ με περικεφαλαία. Τί ρωτάς αγάπη μου, δεν βλέπεις οτι ακολουθεί σόου; Δεν το βλέπεις οτι μου επιτέθηκε η μπούκλα απο την ελληνική ασπρόμαυρη, με κέρδισε, και κατέλαβε το σώμα μου; Δεν είμαι εγώ. Είναι η Αλίκη στα χτυποκάρδια στο θρανίο που σου σουφρώνει τα μούτρα της τώρα και για κάποιο ηλίθιο λόγο νομίζω πως ακόμη και αν μου αστράψεις αυτή την στιγμή χαστούκι μπορεί κατα βάθος να γουστάρω (όχι μην το κάνεις έτσι τόπα- θα πλακωθούμε). Μετά είναι το άλλο. Το οποίο άλλο, πάλι δεν καταλαβαίνω γιατί συμβαίνει. Σου λέει να βγείτε με τους φίλους του. Δεν το έχεις σκεφτεί νωρίτερα και δεν έχεις και κανένα λόγο να αρνηθείς, αλλά αρνείσαι. « Μπά, όχι, θα μείνω μέσα μωρέ». Με φοβερή χαλαρότητα. Εντάξει λοιπόν και αυτός ετοιμάζεται και βγαίνει τελικά με τους φίλους του και χωρίς εσένα επειδή εσύ, ΑΠΟ ΜΟΝΗ ΣΟΥ, αρνήθηκες. Αλλά όταν φύγει, απο την στιγμή που θα κλείσει η πόρτα εσύ θυμώνεις. Όχι δεν λέω μαλακίες, αλήθεια, θυμώνεις γιατί έκανε αυτό που του είπες να κάνει και βγήκε. Όχι δεν έχεις αλλάξει γνώμη και δεν θέλεις να πας. Ούτε θές να γυρίσει γιατί αν γυρίσει θα θυμώσεις περισσότερο και θα νιώθεις οτι γύρισε απο οίκτο για σένα που δεν βγαίνεις. Αλλά συνεχίζεις να εκνευρίζεσαι που έκανε αυτό που ήθελε να κάνει και που μάλιστα η ίδια του πρότεινες να το κάνει χωρίς ουσιαστικά να μπορείς να σκεφτείς ούτε ένα πράγμα που θα προτιμούσες να είχε κάνει ή να είχες κάνει εσύ διαφορετικά, αντί αυτού που τελικά κάνατε. Με πιάνετε; Εγώ όχι.
Επιπλέον έχουμε την περίοδο «γαμιέται το σύμπαν» και έτσι ονομάζω την περίοδο που τσακώνεσαι. Τσακώνεσαι γιατί ανάβει το φως. Τσακώνεσαι γιατί σου τρώει το κομμάτι απο την πίτσα που το είχες πρώτη σταμπάρει. Τσακώνεσαι γιατί μιλάει δυνατά στο τηλέφωνο και δεν μπορείς να δεις τιβί. Τσακώνεσαι γιατί βήχει και φτύνει στο μπάνιο και ακούγεται αηδιαστικό. Τσακώνεσαι γιατί δεν σου είπε καλημέρα με φιλάκι και γιατί άργησε να απαντήσει στο τηλέφωνο. Τσακώνεσαι χωρίς λόγο και για κάθε ηλίθιο λόγο. Μετά, ή σου έρχεται περίοδος, ή σου περνάει η φάση δια μαγείας, ή χωρίζεις.
Έχω πολλά ακόμη να γράψω αλλά δεν χρειάζεται. Είναι ξεκάθαρο το ζήτημα. Είμαι τελικά τρελή, δεν υπάρχει αμφιβολία. Είμαι σίγουρη δηλαδή οτι δεν θα γίνω ποτέ λεσβία στα σοβαρά και επιπλέον αν υπήρχε ποτέ περίπτωση να μου δωθεί μια τέτοια ευκαιρία ως δια μαγείας, εγώ τουλάχιστον δεν τα έφτιαχνα ποτέ μαζί μου και για σιγουριά θα μου έκανα ασφαλιστικά μέτρα.
Γι αυτό, τώρα που μεγάλωσα, όταν βλέπω μέρες με τέτοια διάθεση να πλησιάζουν μου κρεμάω στον εσωτερικό πίνακα ανακοινώσεων ένα σημείωμα με κεφαλαία. Δοκιμάστε το αν αντιμετωπίζετε κάτι ανάλογο. Εγώ συνήθως προτιμώ να μου γράφω, «Δουλειά δεν είχε ο διάολος πηδούσε τα παιδιά του» ή το εξίσου αποτελεσματικό,

Δε με χέζω;

Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2009

Η μέρα πριν ξεσπάσει η αρρώστια είναι πάντα η ίδια και πάντα με τσατίζει. Ξυπνάς και όλα μοιάζουν καλά. Σηκώνεσαι και όλα συνεχίζουν να φαίνονται ίδια και απαράλλακτα με το χθεσινό και το προχθεσινό πρωινό σου. Τίποτε απολύτως δεν σε ανησυχεί. Καθώς περνάει η ώρα όμως διαπιστώνεις μικρές ανησυχητικές διαφορές που αναβοσβήνουν σαν φωτεινές επιγραφές στην λεωφόρο της μέρας σου. Καταρχήν υπάρχει αυτή η ανεπαίσθητη αλλοίωση της γεύσης και της όσφρησης. Κάτι μυρίζει λάθος, και αυτός ο καφές ή έχει χαλάσει η ο ουρανίσκος σου δεν κάνει καλά την δουλειά του. Έπειτα είναι το κεφάλι. Το νιώθεις γύρω στο μισό κιλό βαρύτερο, όχι πολύ δηλαδή, αλλά αρκετά για να σε ξενίζει. Αναλογικά μοιάζει με το χανγκ όβερ που θα κατάφερνε να σου προκαλέσει η κατανάλωση μιας και μόνο μπίρας εφόσον κάτι τέτοιο θα ήταν δυνατόν να συμβεί. Οπότε τα πάντα μυρίζουν αλλιώς, έχουν διαφοροποιημένη γεύση και ψιλοζαλίζεσαι. Επιπλέον, πού και πού κάτι σε γαργαλάει χαμηλά στον λαιμό και βήχεις προσπαθώντας να το διώξεις ενώ παράλληλα νιώθεις το σώμα βαρύ λες και χθες πήγες γυμναστήριο μετά από πολύ καιρό (η παρομοίωση έχει αποτέλεσμα μόνο για αθλητικούς τύπους που πάνε γυμναστήριο. Οι υπόλοιποι, μπορούν μαζί με εμένα να φανταστούν το σώμα τους μετά από εξοντωτικά ψώνια μαζί με δύο γηραιές θείες από το χωριό και την μαμά τους, σε ένα αυτά τα γιγάντια αθηναϊκά εμπορικά κέντρα. Ή μάλλον, καλύτερα βγάλτε τις θείες. Πρόκειται για υπερβολή. Η μαμά σας λογικά είναι αρκετή από μόνη της).
Όλα αυτά ως το μεσημέρι περίπου.
Ξέρεις όμως απο πείρα οτι μέχρι το βράδυ θα έχει κάνει μια επισκεψούλα αυτός ο πλέον ενοχλητικός φίλος σου ο πυρετός (ξέρεις, αυτός που τον διώχνεις και ξανάρχεται και τον ξαναδώχνεις και ματαξανάρχεται και άντε πάλι απο την αρχή μέχρι να το πάρει για τα καλά χαμπάρι οτι δεν γουστάρεις βρε αδερφέ να τηγανίσεις αυγά στο κούτελο σου παρά την φανερή χρηστικότητα της κατάστασης και να φύγει μια και καλή) και μέχρι αύριο θα έχει γίνει ξεκάθαρο ποιό ακριβώς μέρος του σώματός σου αποφάσισε να σου την φέρει πισώπλατα και να λουφάρει με αναρρωτική. -Εγώ ποντάρω στον λαιμό μου ο οποίος έχει δώσει στο παρελθόν πολλά τέτοια δείγματα ώστε δικαιολογημένα να τον θεωρώ τεμπέλη και λουφαδόρο-

Επειδή λοιπόν των φρόνιμων τα παιδιά πριν πεινάσουν μαγειρεύουν και επειδή επίσης έχω βαριά γαλόνια στην αντιμετώπιση τέτοιων λουφαδόρων (εσωτερικών οργάνων κυρίως) έχω οχυρωθεί στο κρεβάτι μαζί με την θερμαντική κουβερτούλα κάτω απο το πουπουλένιο πάπλωμα και δίπλα μου στο κομοδίνο αντιμετώπισης κρίσεων υπάρχουν: ντεπόν και αναλγητικά πάσης φύσεως και υφής (χαπάκια και αναβράζοντα με βιταμίνη και χωρίς πεντακόσαρια και μαξ –μόνο σιρόπι δεν έχω γιατί μεγάλωσα-, ένας βραστήρας με 2 λίτρα ζεστού νερού να κάνει σετάκι με το τρελό κόμπο απο φακελάκια τσάι-λεμόνι-μέλι-χαμομήλι- κανέλα και φλούδες πορτοκαλιού, καραμέλες που καίνε καίνε καίνε σαν λάβα που ξεχύνεται και καίει καίει ΚΑΙΕΙ τα πάντα, θερμόμετρο (ηλεκτρονικό αλλά και απο τα παλιά που δεν ξέρω γιατί αλλά τα εμπιστεύομαι περισσότερο) και δύο φανελάκια (άμα έρθει ο πυρετός θα χρειαστούν στα σίγουρα).

Επιπλέον έφτιαξα να φάω μπριάμ (αυτό δεν ξέρω αν βοηθάει αλλά το λιμπίστικα)
Φιλιά! (απο μακριά γιατί δεν ξέρω αν κολλάει)

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2009

Με εκνευρίζεις καλό μου. Και το «καλό μου» μην το πιστεύεις, δεν είσαι καλό, ούτε μού, ούτε και καμία σχέση έχεις με το γενικότερο καλό μου. Πρόκειται για προσφώνηση που χρησιμοποιώ μονάχα για το κείμενο και τίποτα πέραν τούτου. Λοιπόν με εκνευρίζεις. Γιατί σε βλέπω και το μόνο που αναγνωρίζω είναι ο απώτερος σκοπός σου. Το μετά. Τί θα «βγάλεις», τί θα «πιάσεις» πώς θα το μανουβράρεις το όχημα να έρθει να κολλήσει πάνω μου κατάσαρκα. Αφού προσπαθώ να σε κοιτάξω στα μάτια και το μόνο που βλέπω είναι το λαμπύρισμα της πείνας για όσα προσδοκάς να ναι μια μέρα δικά σου. Βλέπεις μπροστά εσύ. Μου χαμογελάς σήμερα όχι γιατί η διάθεση σου ήταν τέτοια, μα γιατί ο σκοπός σου το επιβάλει, γιατί αύριο, όπως το έχεις πρόγραμμα, θα μου ζητήσεις συνδρομή και θα μου πεις με το χέρι σε έκταση, «έλα ρε συ κάνε κάτι, τόσο καιρό, τόσα πράγματα ζήσαμε..» ή το άλλο, αυτό το «μίλα του και συ, έτσι δεν είναι, πες δεν έχω δίκιο;». Έτσι νομίζεις θα κερδίσεις την συνδρομή μου;
Αμ, δε σφάξανε καλό μου...
Με εκνευρίζει αυτό το χαμόγελο σου από αλουμινόχαρτο και μια μέρα θα βάλω στο πρόσωπο μου έναν καθρέφτη, να με κοιτάς και να σε βλέπεις. Να μην μπορείς στιγμή να αποφύγεις την όψη σου. Μήπως το δεις και κάποτε καταλάβεις. Γιατί εσύ βέβαια τώρα παίζεις και αφήνεις το τάλαντο σου να ποτίζει στάλα τη στάλα κάθε φράση σου, (ανατριχιάζω όταν μου λες μελιστάλαχτα «να βοηθήσω;» και ασυναίσθητα σκέφτομαι πώς θα μπορέσω να φτύσω τον κόρφο μου και να ξορκίσω την πιθανότητα πραγματικά κάποτε να χρειαστώ την βοήθεια σου φτου-φτου)μόνο που δεν πρόκειται για μια καλή ερμηνεία. Δεν μπορώ ούτε αυτό το προσόν να σου αναγνωρίσω. Πάσχεις υπερβολικά στο σανίδι, αλλάζεις την φωνή σου όπως οι γραμματείς στα τηλεφωνικά ραντεβού, στενάζεις μελοδραματικά, γελάς χειροκροτώντας τον εαυτό σου για το ανέκδοτο, κλαις με την γυαλάδα του χόλυγουντ στην άκρη της μασκάρα σου. Μια καρικατούρα συναισθήματος, σαν κλόουν με τα μεγάλα παπούτσια. Ύστερα περιμένεις να φάω το ποπ κόρν μου απο τις μπροστινές θέσεις και να περάσω στα ενδότερα για αυτόγραφο, χειραψίες και κοπλιμέντα. Αλλά εγώ βαριέμαι καλό μου, βαριέμαι έναν ακόμη κλόουν απο τον στρατό με τις κόκκινες μύτες. Σε βαριέμαι αφόρητα.
Άσε που στο τσίρκο πάντα προτιμούσα τους ακροβάτες ισορροπιστές. Ο σκοινοβάτης βλέπεις κάνει πάντα με ειλικρίνεια το επόμενο βήμα.
Και αν πέσει, έπεσε.

Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2009

3ο

O χρόνος δεν υπήρξε ποτέ και σε καμία περίπτωση φίλος. Για την ακρίβεια με αντιμάχεται έτσι όπως ακριβώς θα έκανε ένας ορκισμένος εχθρός ή εκείνο το κοριτσάκι στο δημοτικό που δεν με χώνεψε ποτέ. Το έχω πάρει απόφαση πως αυτά τα τσιτάτα που κυκλοφορούν περί συμφιλίωσης, ειρήνης και ανακωχής με τον χρόνο δεν είναι τίποτα παραπάνω εκτός από κοινές μπούρδες. Να γίνει φίλος μου ο χρόνος; Γιατί; Μου το χρωστάει; Τον νοιάζει καθόλου τί ζόρι τραβάω εγώ με την πάρτη του; Όχι αγάπη μου. Σκασίλα του μεγάλη του χρόνου αν εγώ κοιτάω το ρολογάκι του υπολογιστή μου κάθε πέντε λεπτά παρακαλώντας να ξεκουνηθεί και να προχωρήσει για να τελειώνει η καταραμένη αναμονή, και άλλη τόση σκασίλα του αν προσεύχομαι από μέσα μου να μην πάει πουθενά και να μείνει κολλημένος για πάντα σε μία μόνο υπέροχη στιγμή. Σκασίλα του μεγάλη και δέκα παπαγάλοι. Οπότε, σε ποιά καλή του πρόθεση να ακουμπήσω, σε ποιά ανταπόδοση της ευγενούς μου διάθεσης, σε ποιο τελοσπάντων εχέγγυο να βασίσω μια σχέση φιλική; Ούτε ένα πάτημα, ούτε μια αφορμή. Αυτός μόνο παχνίδια με την όρεξή μου ξέρει να παίζει και να κάνει δώρα άσπρες τρίχες, χαλαρωμένα δέρματα και ρυτίδες.
Γι’ αυτό καμία περίπτωση δεν υπάρχει να γίνουμε φίλοι παλιοκάθαρμα. Δεν μου έχεις κάνει ούτε μια φορά το χατίρι ενώ εγώ από τότε που με θυμάμαι, σε παρακαλώ μια να περάσεις, μια να μείνεις. Γι’ αυτό να τις ξεχάσεις τις φιλίες, γυμνοσάλιαγκα της αντίληψης. Μόνο αδιαφορία σου πρέπει.
Μπορείς να χτυπιέσαι, να τρέχεις, να παγώνεις, να σέρνεσαι σαν χελώνα. Αν θές μπορείς και να καμπυλωθείς ακόμη. Εγώ αποφάσισα. Μέρα μπαίνει-μέρα βγαίνει, πέρα βρέχει.

2ο

Η αγάπη.
το χω γράψει εδώ και καμία ώρα στο γουόρντ του υπολογιστή και μόνο κοιτάω. υπάρχει μέσα μου η ανάγκη να γράψω κάτι για αυτή. τα πάω καλά με τις λέξεις, μπορώ να μιλήσω για ζαχαρωμένα φιλιά και κουρδιστές ξύλινες καρδούλες στολισμένες με χρυσόσκονη. μπορώ αν θέλω να τα βάλω όλα αυτά τα χρυσοσκονισμένα και ζαχαρωτά να στροβιλίζονται αγκαλιασμένα σαν φύλλα φθινοπωρινά και να τραγουδούν τις Πρώτες μελωδίες. αν το θέλω με τις λέξεις μπορώ. αλλά θα ναι ψέμα, μια εικόνα προς τέρψη των αισθήσεων. κι ώς εκεί.
γιατί Η αγάπη στ’ αλήθεια, καμιά δουλειά δεν έχει με τις λέξεις


Συμπέρασμα 1ο

Αυτός ο ευθυτενής κύριος
με το κεφάλι του να γυαλίζει στον ήλιο
σαν χρυσό πόμολο των Βερσαλλιών
και εκείνη η τροφαντή κυρία με τα κοκκινισμένα μάγουλα
που σέρνει στους ώμους της το τομάρι
της κόκκινης αλεπούς (ναι του μικρού πρίγκιπα.
Γιατί νομίζατε οτι θα την γλιτώνει πάντα;)
Θα συναντηθούν απόψε
σε πολυτελές ξενοδοχείο των βορείων προαστίων
θα παραγγείλουν ακριβή σαμπάνια και θα δοκιμάσουν
με ασημένιο κουτάλι την creme brulee
και έπειτα θα κλείσουν δωμάτιο (στο όνομα του κυρίου πάντοτε- θού Κύριε)
για να γνωριστούν
το πόμολο και το τομάρι καλύτερα.

Τρίτη 10 Νοεμβρίου 2009

Χθες αγόρασα ένα ψαλίδι. Ένα μεγάλο μεταλλικό και κοφτερό ψαλίδι σαν αυτό που είχε παλιά η γιαγιά μου για να κόβει υφάσματα. Το δικό της ήταν λιγάκι σκουριασμένο, απο παιδί το θυμάμαι πολυκαιρισμένο. Το δικό μου τουναντίον. Ένα γυαλιστερό νιάτο. Το δοκίμασα σε χαρτί. Κόβει με ευκολία. Έφτιαξα μια μικρή γιρλάντα απο λευκή κόλα του εκτυπωτή. Δεν είχα τόπο για να την στολίσω όμως ούτε και τίποτα να γιορτάσω. Την τσαλάκωσα λοιπόν και την πέταξα. Το δοκίμασα μετά σε ύφασμα. Κόβει και εκεί δίχως να στομώνει. Έκοψα τα μπατζάκια απο ένα παντελόνι τζίν και το έκανα κοντό σορτσάκι για το καλοκαίρι. Το καλοκαίρι όμως αργεί. Γι αυτό το διπλωσα και το ανέβασα στα πάνω φύλλα της ντουλάπας. Το δοκίμασα τελικά και στα λουλούδια. Εύκολο. Κόντυνα τα κοτσάνια τους εκεί που είχαν αρχίσει να σαπίζουν για να πιουν νερό απ’ την αρχή και να διατηρηθούν περισσότερο καιρό στο βάζο μου. Αλλά μετά σκέφτηκα πως αυτά είναι ήδη νεκρά και η διαδικασία τούτη ανούσια και έτσι τα πέταξα και έριξα το νερό στην λεκάνη της τουαλέτας. Μετά, πάτησα και το κουμπί για το καζανάκι και με πλημμύρισε μια χημική αίσθηση φρεσκάδας. Εντάξει, μπορεί τα χαρτιά, τα καλοκαίρια και τα λουλουδια μου να είναι για πέταμα, μπορεί εγώ να νιώθω αδύναμη και δίχως ελπίδα, αλλά το ψαλίδι μου σίγουρα κόβει.

Παρασκευή 6 Νοεμβρίου 2009

κοκάλινο δάχτυλο διαλέγει
δείχνει. Εσύ,
-χειμώνας σαν σανατόριο-
θα πεθάνεις εδώ σκυλί.
Η νοσοκόμα ένα κύβο ζάχαρης δεν χαλαλίζει
όλο με προσπερνά
και ποιος θα με πλύνει, ποιος θα με κάνει μπάνιο εμένα
ούτε ένα σφουγγάρι να μαρτυρήσει την ενοχή μου;
Κι Αυτή ακόμα όταν ήρθε για την ένεση
με πόνεσε.
Δεν έχει θαύματα και γελωτοποιούς μ’ εικόνες εδώ
καπέλα με λαγούς
να τα ταϊζεις τρίμματα φρυγανιάς
κι αναμνήσεων.
Κάτι γδαρμένα σκοινιά μονάχα
κρέμονται στον φωταγωγό
κι αν σε βαστούν τα χέρια και τα γόνατα
με εγκαύματα τριβής αναρριχάσαι ως την ταράτσα
να δεις πουλιά,
για μια ευνοϊκή στιγμή.


-----------------------------------

Όταν μεγαλώσω, θα έχω γίνει η καλύτερη φίλη με τον εαυτό μου. Θα μπορώ να καταλαβαίνω τις ανάγκες του, να ονοματίζω τις ελλείψεις του, να γιορτάζω το υπέρβαρό του. Θα έχει ειρήνη τριγύρω και οι φίλοι θα μαζεύονται στο σαλόνι, με τα παπούτσια αφημένα στο μπαλκόνι και με τα πέλματα βουτηγμένα στο μαλακό χαλί. Θα πίνουμε καφέ αρωματισμένο με κονιάκ και έξω θα κάνει κρύο. Όταν μεγαλώσω, η μαμά μου δεν θα φοβάται πια μήπως χαθώ σε λαβυρίνθους κι ούτε θα παραχώνει στις τσέπες μου πέτρες μήπως και με πάρει ο άνεμος μακριά. Θα μαζεύω ένα ένα τα ψίχουλα απο το τραπεζομάντιλο με το δάχτυλο για να τα φάω. Τίποτα δεν θα πηγαίνει στράφι όταν μεγαλώσω. Θα μπορώ να διαλέξω αν θα γεννήσω ένα ολοδικό μου μωρό, ρόζ, κίτρινο ή μαύρο και θα ανταλλάσσω επισκέψεις και δώρα με την θάλασσα. Αυτή θα μου φέρνει αστερίες. Εγώ θα της πηγαίνω δάκρυα. Όταν μεγαλώσω ο κόσμος θα έχει μικρύνει όσο χρειάζεται για να χωράει στην τσέπη του παντελονιού μου και θα βολτάρω μαζί του τις κυριακές. Οι αρχαίες πόλεις θα μου εμπιστευθούν τα μυστικά τους και οι αρτηρίες θα λοξοδρομήσουν μαζί μου αναζητώντας το ξαφνικό.
Θα έχω ωριμάσει σαν φρούτο γεμάτο, με ζουμερή σάρκα όλο σάκχαρα.

Ποιος-θα-με-δαγκώσει;

Τετάρτη 4 Νοεμβρίου 2009

Χθες νομίζω πως κάθε δυο λεπτά ξυπνούσα απο εφιάλτη. Κάθε φορά και από άλλον. Δεν θυμάμαι ούτε έναν τελικά για να σας διηγηθώ, μα δεν έχει σημασία. Το πρωί έψαξα καλά καλά το σώμα μου. Ούτε γρατζουνιά, ούτε μελανιά. Ησύχασα. Λευκή κατάλευκη ήμουν. Τα μάτια μου έτσουζαν μόνο, σαν κάποιος να μου πέταξε άμμο καταπρόσωπο. Σημάδια δεν είχα όμως, δεν βρήκα ούτε ένα τόσο δα. Και σημασία είχε που ήμουν λευκή. Στον ύπνο μου νομίζω κάτι για αύρες μου λέγανε. Η αύρα μου ήταν λέει πρασινοκίτρινη κι ούτε ξέρω αν είναι καλό η κακό αυτό. Ξέρω όμως γιατί το ονειρεύτηκα. Μια σχετική αναφορά ενός φίλου ευθύνεται για τις χρωματιστές αύρες όχι εγώ. Άρα, κανένα πρόβλημα. Αφού έτσι και αλλιώς το τσέκαρα το πρωί και ήμουν λευκή. Ούτε πράσινο ούτε κίτρινο ούτε ροδακινί. Κανένα χρώμα, ευτυχώς. Διότι όπως είναι γνωστό, το χρώμα είναι επικίνδυνο. Ιδίως αυτά τα κόκκινα του αίματος. Αυτά σε αποσυντονίζουν πριν να το καταλάβεις καλά καλά και μπορούν να σου φέρουν τούμπα ολόκληρο τον κόσμο σου αν τα κοντοζυγώσεις. Είναι πονηρό και ύπουλο πράγμα το χρώμα. Έρχεται πρώτα σε τόνους χαμηλούς και ήπιους, κρύβεται μέσα στις σκιές και στα παστέλ και σε κυκλώνει λίγο λίγο. Μόλις όμως το μάτι σου κάνει πως το συνηθίζει, μόλις γλυκαθείς απο τα ροδί και τα θαλασσινά λιλά, τότε σπιθίζει πάνω σου το πορφυρό και καίγεσαι, ορμάει απο τα πλάγια και σε ρίχνει καταγής το πράσινο και ύστερα σε λούζει απελπισία το μαβί. Ποικιλόχρους απελπισία! Πάντως εγώ την γλίτωσα και χθες. Αποφάνθηκε ο καθρέφτης. Καμία διαταραχή, κανένας φόβος. Σώθηκα απ’ τον χρωματισμό. Έσωθεν κι έξωθεν να μην ανησυχεί κανείς είμαι ακόμη λευκή- κατάλευκη- ολόλευκη- νεκρή.
-----------------------

Έσπαγαν τα κομμάτια της σοκολάτας στα δόντια μου και έβρεχε. Περιμένω κάτω απο ένα υπόστεγο έξω απο το ψιλικατζίδικο της γειτονιάς. Απο εκεί αγόραζω σοκολάτες. Τώρα έχω μια στο χέρι και άλλη μια στην τσέπη του παλτό μου. Μπίττερ. Είπα περίμένω; Δεν περιμένω, μόνο στέκομαι όρθια ένα βήμα πριν την βροχή. Τρώγω και σκέφτομαι το σώμα μου. Βρίσκομαι στις μέρες πριν την περίοδο. Κάθε φορά το ίδιο ανεξήγητο. Σαν θαύμα το έβλεπα πάντα. Δεν ξέρω να εξηγήσω ορμονολογικά τους λόγους, μα πριν την περίοδο συμβαίνει ένα παράξενο πράγμα. Το σώμα μου γίνεται χωμάτινο και στρογγυλό. Αλλάζει ο τρόπος που μυρίζει ο κόσμος, αλλάζει ο ρυθμός στο κορμί. Είμαι έτοιμη να εκραγώ απο τα μέσα και ενώ η μήτρα ετοιμάζεται να διώξει οτι για ένα φεγγάρι ωρίμαζε, θαρρώ πως μπορώ με μια ματιά να γονιμοποιήσω την βροχή και να γεννήσω την πιο τρυφερή μυρωδιά. Παράξενο. Το χέρι μου με την σοκολάτα, τα δάχτυλα γύρω απο το ασημόχαρτο, η γλώσσα μου, το στήθος η κοιλιά μου. Αυτές τις μέρες η αποδόμηση είναι απολύτως φυσική. Κάθε μέλος μου ακριβώς σαν τα τετραγωνάκια της σοκολάτας που κόβονται απο την πλάκα, αποσπάται απο το σώμα και έχει ζωή και όρεξη δική του. Να πως γίνομαι πολλές και μια. Η Αθηνά τα μάτια μου, η Έυα τα σπλάχνα μου, η Λίλιθ οι κνήμες μου, η Μαρία τα στήθη, η Αντιγόνη η κλείδα μου, η Ίσιδα τα χέρια μου. Χίλες εγώ, σώμα. Χίλιες σταγόνες, βροχή.

Τρίτη 3 Νοεμβρίου 2009

Άλλο ήθελα να πω, άλλο είπα και άλλο κατάλαβε. Φυσικά παρεξηγηθήκαμε. Όχι δεν τσακωθήκαμε, δεν υπήρξε ένταση. Κανείς μας δεν είχε όρεξη για κάτι τέτοιο. Μόνο ένα «δεν με κατάλαβες» είπα και εκείνος κούνησε το κεφάλι. Κατάφαση. Δίκιο είχα, δεν είχε καταλάβει. Αλλά ήμασταν και οι δύο κουρασμένοι. Πολύ κουρασμένοι για να προσπαθήσουμε να ερμηνευθούμε από την αρχή. Γι’ αυτό μόνο ξαπλώσαμε και κοιμηθήκαμε.
Όταν με το καλό ξυπνήσαμε δέκα χρόνια μετά, δεν είχαμε πια τον χρόνο να ερμηνευθούμε απο την αρχή.

-----------------------------

-Σε θέλω
-Ναι
-Ακούς; Σε θέλω!
-Ναι
-Εσύ;
-Ναι, μάλλον.
-Δεν έχει μάλλον. Ναι ή όχι;
-Τότε όχι.
-Γιατί;
-Γιατί έχω (μ)άλλον.


-------------------------------
Εγώ αγκάλιαζα και έλεγα:Υποσχέσου να μου δείξεις πως χάνουν τα φτερά τους καταμεσής της πτήσης και πως μετά γεμίζουν τα στήθη έρωτα για να ανέβουν πιο πάνω απο τις καμινάδες. Υποσχέσου να ακουμπούν τα σώματα μας στην ίδια νυχτερινή θλίψη. Υποσχέσου να μου ξεδιαλέγεις τον πυρήνα απο το κουκούτσι. Να με αφήνεις να κάνω συλλογή τις πεταμένες λέξεις σου. Να αποδιώχνεις τα ράμφη από κοντά μου γιατί φοβάμαι. Να με αφήνεις να σου πλέκω στα τσίνορα λυγμούς.

Τελικά μου άφησε στο τραπέζι μια υπογεγραμμένη υποσχετική.

Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2009

Βλέπεις, όταν σκηνοθετείς, όταν στήνεις το παιχνίδι, ξεχνιέσαι. Δεν παίζεις πια. Κατά συνέπεια δεν ζεις. Αυτόματα γίνεσαι ο κατ’ ουσίαν απ’ έξω και όταν έρθει η ώρα να υποδυθείς τον ρόλο σου, ε δεν έχει νόημα πια, τον έχεις βαρεθεί ήδη. Φανταστείτε για παράδειγμα, τον άμοιρο σκηνοθέτη θεάτρου που υποχρεούται μια ζωή να αναλύει, να στήνει και να ξανά-στήνει τον ίδιο χαρακτήρα. Μα τον Θεό, είναι κόλαση. Η κόλαση της επανάληψης. Αυτό λοιπόν ήταν το πρόβλημα. Ο κύκλος. Η επανάληψη. Το εφάπαξ εισιτήριο μου στην ίδια μου την παράσταση. Εκεί, πάνω στην συνειδητοποίηση, άρχισε να μου γαργαλάει το αυτί ο Θάνατος. Αλλά εννοείται, πιστεύω πως ακόμα και από μένα θα το περιμένατε, δεν ήταν τόσο εύκολο για τον μαυροντυμένο να με ρίξει. Μεγάλο πράγμα το ένστικτο. Εκείνες τις ώρες οι φλέβες ουρλιάζουν την ανάγκη για επιβίωση. Οπότε, καθώς ήταν αναμενόμενο άρχισα ξανά να αναλύω. Και να σκέφτομαι. Λύσεις. Την ίδια ώρα φυσικά που σκεφτόμουν τρόπους διαφυγής, το πίσω και δεξιά τεταρτημόριο του εγκεφάλου μου, νομίζω, ήταν πλήρως συνειδητοποιημένο γύρω από το γεγονός, ότι ακόμη και αυτή η λειτουργία επρόκειτο για μια καθ’ όλα προγραμματισμένη αντίδραση της προσωπικότητας μου, της τόσο άρτια καταστρωμένης. ΧΑ! Ούρλιαζε από ανάγκη ο μισός εγκέφαλος, ενώ ο άλλος μισός κοιτούσε στωικά και έξυνε την πλάτη του καθώς τα εγκεφαλικά μου κύτταρα ένα-ένα έλιωναν και καιγόντουσαν στην πυρά της ίδιας, ομοιόμορφης, επανάληψης.
-------------------------------------------------------

Aργότερα, μετά τις αναποδιές που πέρασαν, και αφού ήρθαν καλύτερες μέρες, αργότερα, έφτασε η στιγμή των απολογισμών. Των μεθεόρτιων υπολογισμών. Τι είχαμε, τι χάσαμε, πόσο μας κόστισε, πόσο κερδίσαμε. Αμέτρητες φορές τους διέκοψα κάθιδρη για να αναρωτηθώ, ποιο το όφελος, προς τι ετούτη η εμμονή μου σε μια τόσο ψυχοφθόρα διεργασία, κι όμως απτόητη μετά από λίγο, παρά την δεδομένη ματαιότητα του ζητήματος, επέστρεφα στο νοητικό μου εργαστήριο με πρόθεση να ανακατέψω, ανασκαλέψω, διασπάσω, κοιτάξω στο μικροσκόπιο μου και τελικά αρχειοθετήσω σε μικρές διάφανες πλακέτες κάθε κίνηση, σκέψη και λέξη μου.¨ «Έλεος πια» , μουρμούριζα και ταυτόχρονα εξέταζα και έριχνα με πίεση λακ για να διατηρήσω ακίνητη αυτή μου ακριβώς την ανάγκη να ξεφύγω απ’ το αναλυτικό μυαλό μου. Τελικά, αποφάσισα να ερευνήσω το ζήτημα. Ρώτησα δυο τρεις κοντινούς μου αν ποτέ τους συμβαίνει κάτι παρόμοιο. Αν κομματιάζονται ποτέ απ΄ τα ξυράφια της σκέψης τους, από τις αναλύσεις, εκτιμήσεις και ύστερα τις απανωτές αναλύσεις των αναλύσεων τους. Με κοίταξαν με συμπάθεια. Διστακτικά, μου απάντησαν «καμιά φορά.». Ήμουν σίγουρη πως δεν είχα καταφέρει να επικοινωνήσω το μέγεθος της κατάστασης. Ήταν βλέπεις ψύχραιμοι. Ούτε μία μικροσύσπαση του προσώπου τους δεν παρατήρησα.

«Και τι κάνετε;», ξαναρώτησα. Εδώ αδημονούσα. Ειλικρινά, περίμενα τον μαγικό τους τρόπο να μου φανερωθεί και ώ τι θαύμα, μάννα εξ’ ουρανού να πατούσα και εγώ το κρυφό κουμπάκι της λύτρωσης και να ξέμπλεκα μια και καλή απ’ τα κουβάρια μου.

«Τι κάνουμε; Εε, το αγνοούμε, το κάνουμε πέρα, το ξεχνάμε» Αυτό ήταν. Τόσο απλό. Με συνέθλιψαν.

«Πώς;» Ήθελα να ουρλιάξω και ψιθύρισα.

«Τι πως; Το αφήνουμε να φύγει. Έτσι.».

« Μάλιστα.» Χαμογέλασα και ήθελα να πάρω φόρα να τρέξω ως το απέναντι τζάμι, να περάσω μέσα από το γυαλί, και να ριχτώ ματωμένη στο πάτωμα του μπαλκονιού.



Σκατά. Δεν με καταλαβαίνουν. Αυτό ήταν το πρώτο που σκέφτηκα.

Μετά το ανέλυσα. Δειλή, αμέσως να μεταθέσεις την ευθύνη. Γιατί να σε καταλάβουν; Σάμπως σε καταλαβαίνεις εσύ;

Μετά το επαναπροσδιόρισα. Μήπως τους συμβαίνει και απλά δεν το συνειδητοποιούν; Μετά με μέμφθηκα. Φαντασμένη! Ποια νομίζεις ότι είσαι και απολαμβάνεις εσύ μονάχα το προνόμιο της συνειδητοποίησης; Εγωκεντρική!

Μετά με συγχώρησα. Μα δεν είναι και κανένα προνόμιο. Ίσα-ίσα που με τυραννάει.

Μετά με λυπήθηκα. Μήπως είμαι τόσο αδύναμη ώστε τόσο μικρά πράγματα για τους άλλους καταφέρνουν να με καταβάλουν;

Μετά με κατηγόρησα. Ηλίθια που απασχολείσαι φιλήδονα με τα ψυχολογικά πάνω κάτω σου ενώ ο κόσμος γύρω σου έχει αληθινά προβλήματα. Αν είχες τέτοια σιγά μην ξόδευες τον καιρό για να σκεφτείς την κακοδιαθεσία σου.

Μετά μπερδεύτηκα, μελαγχόλησα, κουκουλώθηκα στο κρεβάτι μου με μια πορτοκαλί κουβέρτα ως επάνω και έμεινα εκεί ούτε που θυμάμαι πόση ώρα, προσπαθώντας να μην σκέφτομαι. Τίποτα. Μπούχτισα. Ξεφύσησα θυμωμένη. Ίδρωσα και μύριζα το σώμα μου να λιώνει στα σκεπάσματα. Την ήξερα αυτή μου την αντίδραση. Το είχα ξαναδεί το έργο. Και αυτό το έργο.
Στο ορκίζομαι πως άν επαναλάβεις την ίδια κουβέντα θα τσακωθούμε. Δεν αντέχω άλλο βρε παιδί μου, πώς το λένε; Κουράστηκα να αναμασάμε το ίδιο ηλίθιο πράγμα κάθε τρεις και λίγο. Άσε που δεν το συζητάω μόνο μαζί σου. Πρέπει να υπάρχον τουλάχιστον άλλοι δέκα άνθρωποι με τους οποίους κάνω σταθερά αυτή την συζήτηση. Στο λέω λοιπόν για τελευταία φορά και αν για οποιονδήποτε λόγο δεν το αντιληφθείς ούτε και τώρα, τότε λυπάμαι αλλά θα πρέπει να βρεις άλλον ακροατή για το παρανοϊκό παραλήρημά σου! Σύμφωνοι; Ωραία. Λοιπόν, για να το ακούσεις ξανά μήπως και σου εντυπωθεί, ΟΧΙ ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΜΑΛΑΚΟΜΑΓΝΗΤΗ! (μα το ευαγγέλιο έτσι και ανακαλύψω ποιος πρωτοπλάσαρε αυτή την έκφραση τον σκότωσα)
Ακους εκεί μαλακομαγνήτη... Ώ τι δυστυχία, ω τί δράμα. Όποιος/α και αν σε προσεγγίζει βγάζει κάποια στιγμή την μάσκα και εμφανίζεται απο κάτω ο μαλάκας. Κανείς μέχρι σήμερα δεν ήταν αυτό που θα έπρεπε να είναι ώστε να μην αποδειχθεί περίτρανα τελικά ότι πιάστηκε στο πεδίο του μαλακομαγνήτη σου ως γνήσιο δείγμα της μαλακοράτσας... Λοιπόν στα έχω ξαναπεί, σε συμπονώ, συμπάσχω, λυπάμαι, αλλά όχι, δεν συμφωνώ. Δεν έχεις μαλακομαγνήτη καρδιά μου. Ανικανότητα να κάνεις την σωστή επιλογή έχεις. Δεν είναι αυτοί μαλάκες, ΕΣΥ ΔΕΝ ΞΕΡΕΙΣ ΤΙ ΣΟΥ ΓΙΝΕΤΑΙ! γκε γκε;
Είδα εχθές παρέα με πολύ σοκολάτα ένα ντοκυμαντέρ. Για την οικολογική καταστροφή, εξαιρετικό και να το δείτε (the age of stupid). Έτσι έπαθα αυτό που λέμε οικολογική αφύπνιση (αυτό που δεν κατάφεραν να μου κάνουν οι οικολόγοι πράσινοι στις εκλογές δηλαδή). Έμαθα πόσο μεγάλο κακό προκαλώ με μια πτήση με το αεροπλάνο, είδα άρρωστες γυναίκες στην αφρική να πλένουν τα ψάρια που θα φάνε με απορυπαντικό ρούχων για να τα καθαρίσουν απο το πετρέλαιο που ξέφυγε απο τις παραδίπλα εγκαταστάσεις τις shell, είδα έναν 70χρονο αλπινιστή να μιλάει για τον παγετώνα που λιώνει 15 μέτρα τον χρόνο και να κλαίει, είδα δύο αδερφάκια απο το Ιράκ να περιγράφουν την δολοφονία του μπαμπά τους, κ’ ύστερα να παίζουν πόλεμο. Όπως καταλαβαίνετε στην μισή ταινία έβριζα και στην άλλη μισή έκλαιγα. Και μετά τελείωσε. Συνήθως, καταλαβαίνω αν κάτι με έχει αγγίξει όχι την ίδια την στιγμή που έρχομαι σε επαφή μαζί του αλλά τις επόμενες μέρες. Αν με κυνηγάει και δεν με αφήνει στην ησυχία μου τότε η δουλειά έχει γίνει. Η δουλειά λοιπόν έγινε. Ειλικρινά, δεν ξέρω τι κάνει ο Θεός και πώς το βλέπει το πράγμα, αλλά αν εγώ ήμουν στην θέση του και εμείς ήμασταν τα παιδιά μου, θα μας είχα αποκληρώσει και θα είχα ξεκινήσει καινούργια οικογένεια. Αυτά για να καλύψω την πιθανότητα να υπάρχει θεός και την περίπτωση στην οποία κάποιος έχει εναποθέσει τις ελπίδες του σε ένα θαύμα της τελευταίας στιγμής. Εντάξει; Το λέω με λίγα λόγια.
Καπούτ. Ψοφάμε. Αυτή η ουράνια σφαίρα που μας έθρεψε τόσο καιρό έχει κλατάρει. Την κάναμε να κλατάρει. Όλος ο πολιτισμός, η σκέψη η τέχνη , ότι τελοσπάντων θα προσμετρούσε ο καθένας μας στα επιτεύγματα του δίποδου θηλαστικού μέχρι σήμερα, πάνε στράφι. Αν το χωρούσε το μυαλό μας, αν μπορούσαμε για μια στιγμή να αντιληφθούμε την διάσταση και το μέγεθος του προβλήματος, θα έπρεπε να παρατήσουμε εδώ και τώρα τις ζωές μας και να τρέξουμε προς τα βουνά. Μήπως και έστω την τελευταία στιγμή, καταρρεύσει τούτη η ηλίθια καταναλωτική αηδία που ονομάσαμε ζωή και σωθεί τίποτα από την πραγματική διάσταση της ύπαρξης.
Αλλά σιγά. Ποιος να τρέχει μέχρι το βουνό τώρα. Άσε που δεν θα έχει και νέτ εκεί..

Αλήθεια σας είπα; Θέλω ένα καινούργιο χαλί για το σαλόνι μου και μερικές παπουτσοθήκες γιατί οι παλιές έχουν τιγκάρει... λέτε να βρω στα ΙΚΕΑ; Πρέπει να πάω και στο σούπερ μάρκετ, ξέμεινα απο σοκολάτα...
Ήταν μια θεά και το βλέπαμε όλοι. Μια πανέμορφη γυναίκα, εντυπωσιακή και καλοβαλμένη, με πρόσωπο και σώμα αψεγάδιαστο. Επιπλέον το ήξερε. Δεν μπορεί να μην το ήξερε, ο καθρέφτης είναι πολύ διαδεδομένο αντικείμενο στα σπίτια σήμερα και άλλωστε φαινόταν στο χαμόγελο και στο βήμα της. Απολύτως σίγουρη, και απολύτως συνειδητοποιημένη, περιέφερε τον εαυτό της ανάμεσα μας με αυτοπεποίθηση που θα ζήλευε και αυτός ο Ναπολέων την περίοδο των μεγάλων του επιτυχιών. Ήταν απλό. Ακριβώς όπως στα χαρτιά, όταν ξέρεις οτι έχεις το πιο δυνατό φύλλο. Δεν χρειάζεται να το κρύψεις, ούτε να μπλοφάρεις με προσποιητή ταπεινοφροσύνη. Το ξέρεις, ανοίγεις τα χαρτιά σου, κοιτάς με βλέμμα που λαμποκοπά, νικάς και μαζεύεις τα κέρδη σου. Αυτό έκανε και εκείνη. Κινιόταν όλο χάρη ανάμεσα στο πλήθος γνωρίζοντας αυτό που όλοι βλέπαμε έτσι και αλλιώς. Την αδιαφιλονίκητη υπεροχή της. Ύστερα μίλησε χαμογελώντας ευγενικά με μερικούς κυρίους, αντήλλαξε κομπλιμέντα και αβρότητες με μερικές κυρίες, χαριεντήστικε με κάποιους τολμηρούς νεαρούς και κοίταξε με συμπάθεια τις παραγκωνισμένες απο την λάμψη της νεαρές. Τελικά, ζήτησε να της καλέσουν ένα ταξί, φόρεσε το παλτό της και έφυγε.
Ε, τι νομίσατε; Συντροφεύεται η υπεροχή; Σάμπως μπορεί κανείς να μοιραστεί τέτοιο φύλλο;