Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2009

Έχω απέναντι μου ένα βουναλάκι απο κουραμπιέδες και ένα ακόμη απο μελομακάρονα. Πριν λίγο τέλειωσα τα φουρνίσματα τα ζαχαρώματα και τα μελώματα και είναι μία μετά τα μεσάνυχτα τώρα. Ύπνο δεν έχω. Φταίει που με πήγε ως αργά η εκδρομή στη χώρα του χριστουγεννιάτικου γλυκού, φταίει που άλλαξα ξανά περιβάλλον, (αυτό το Χανιά-Αθήνα δύο φορές τον μήνα με έχει τσακίσει) φταίει το ξερό μου το κεφάλι, δεν ξέρω. Πάντως ύπνο δεν έχω. Όταν τελείωσα με το άχνισμα του τελευταίου κουραμπιέ πάντως και κοίταξα το μυρωδάτο και λευκό βουναλάκι στην πιατέλα ήμουν ολόκληρη μια ικανοποίηση. Αν με τσιμπούσε καρφίτσα την ώρα εκείνη θα ξεχυνόταν στον αέρα ικανοποίηση τόση που θα ήταν αρκετή για να μου φτάσει μέχρι το Πάσχα (που θα φτιάξω τσουρέκια). Ήταν ωραία. Είχα χτυπήσει, ζυμώσει, πλάσει, φουρνίσει, και στολίσει τα γλυκά μου και δεν μου έλειπε τίποτα. Ίσως να φταίει η ζάχαρη. Ίσως να λειτουργεί σαν ναρκωτικό. Πάντως ένιωθα ολόκληρη σαν τα γλυκά. Τίποτα δεν μου έλειπε, ήμουν σωστή στις αναλογίες μου, είχα πετύχει σε εμφάνιση και γεύση εξίσου καλά και πάνω απο όλα ήμουν έτοιμη στο πιάτο μου στην ώρα μου για τις γιορτές. Έτσι ένιωθα. Και έπειτα έστρεψα το κεφάλι. Απο το παράθυρο της κουζίνας μου, δυο πολυκατοικίες πιο πέρα, βλέπω ένα κτηριο που στεγάζει εταιρίες. Δεν ξέρω πόσοι άνθρωποι δουλεύουν εκεί. Βλέπω μονάχα τα παράθυρα τους να φωτίζονται ομοιόμορφα όταν σκοτεινιάζει και ύστερα πάλι με το σχόλασμα, τα φώτα κλειστά, τα γραφεία μόνα. Αποφεύγω να κοιτάω συνήθως. Με κάνει να μελαγχολώ δίχως κανέναν σπουδαίο λόγο. Σήμερα στις 12 όμως, μετά τον τελευταίο αχνισμένο κουραμπιέ και το γεμάτο ικανοποίηση μέσα μου, γύρισα το κεφάλι για να χαμογελάσω στα σκοτεινά γραφεία. Μου ανταπέδωσαν το χαμόγελο τρία φωτισμένα παράθυρα. Ξέρω, κάποιοι μάλλον βλαστημούσαν δουλεύοντας μέχρι εκείνη την ώρα και τίποτα και κανείς δεν συνωμότησε για χάρη μου.
Μα εμένα δεν με νοιάζει καθόλου αυτό σήμερα.
Νοερά τους έστειλα πεσκέσι από τα γλυκά μου. Να δοκιμάσουν και να μου πουν.
Και εσείς!

Τετάρτη 16 Δεκεμβρίου 2009

Το παρακάτω είναι αυστηρώς κοριτσίστικο. Οι άντρες που θα το διαβάσουν μπορούν αν θέλουν να γελάσουν. Καθόλου δεν με ενδιαφέρει.

Λοιπόν κορίτσια. Σήμερα μετά από κάμποσες ημέρες άρρωστη και κρεβατωμένη αποφάσισα να κοιταχτώ στον καθρέφτη. Έχετε διαβάσει το "η αγάπη άργησε μια μέρα"; (αν όχι δεν πειράζει δεν ήταν και τόσο καλό πια...) Θυμάστε το τέρας; Το άσχημο κοριτσάκι που το κρύβανε γιατί η καταραμένη η κοινωνία δεν μπορούσε να το δεχτεί και αυτό μια ζωή ονειρευόταν να δει την θάλασσα; (τί κλισέ) Αυτό που όταν κάνανε το βιβλίο σήριαλ βάλανε στην Τρικαλιώτη ένα φρύδι ενιαίο σαν του γέρου Καραμανλή να δημιουργεί τον ορίζοντα ανάμεσα στο κούτελο και στα μάτια; Καταλάβατε ποιό λέω; Ε, κοιτάχτηκα, και το είδα στον καθρέφτη! Άλουστα λιγδιασμένα μαλλιά, φρύδια ορίζοντας όπως προείπα, τα πόδια και τις μασχάλες δεν τις περιγράφω γιατί μπορείτε να το φανταστείτε το δράμα μου, και τα άλλα, τα πιο προσωπικά δεν σκοπεύω να τα αναφέρω στο μπλογκ. Τέλος πάντων να μην τα πολυλογώ απο τον καθρέφτη με κοιτούσε μουτρωμένο ένα χάλφλιγκ και μισό. (το μισό το βάζω γιατί δεν είμαι και τόοοοσο κοντή πια) Ήξερα λοιπόν εκείνη την στιγμή που με θάμπωσε το είδωλό μου στον καθρέφτη ότι έχει φτάσει η μαύρη εκείνη ώρα του καλλωπισμού. Ωιμέ, αλί και τρισαλί, βόγγηξα, ξεφύσησα αλλα δυστυχώς η μουτσούνα στον καθρέφτη δεν φιλοτιμήθηκε να ομορφύνει απο μόνη της. Επέμενε να παριστάνει τον Γιαγκούλα. Δηλαδή αλήθεια τώρα πείτει μου γιατί αναρωτιέμαι. Πώς είναι δυνατόν να υπάρχουν γυναίκες που πραγματικά απολαμβάνουν όλες αυτές τις διαδικασίες και όταν λένε «θα αφιερώσω λίγο χρόνο στον εαυτό μου» εννοούν οτι θα πάνε να κλειστούν στο μπάνιο και θα ξεπουπουλιαστούν με κάθε τρόπο σε μούτρο και σώμα με ένα κάρο απίθανα όργανα βασανηστηρίων (τσιμπιδάκι, κερί, ξυράφι ή σούπερ μηχάνηματάκι που τραβάει τρίχες, διαλέχτε) μετά θα αρχίσουν να τρίβονται σε σημείο κοκκινίλας και δερματικού καύσου με σφουγγάρια, βούρτσες, αλατα και λοιπά απολεπιστικά, θα τρίψουν με ελαφρόπετρες τις φτέρνες, θα χώσουν λίμες στα νύχια και στα πετσάκια, θα κάνουν άλλη μια ώρα για να τα βάψουν πάνω κάνω, μετά θα λουστούν θα βάλουν μαλακτική, μάσκα και θα φάνε έπειτα άλλη τόση ώρα κάτω απο ένα πιστολάκι που θα τους καίει τον εγκέφαλο και στο τέλος για να ολοκληρωθεί το σετ θα κατσουν και μια ώρα να καθαρίσουν την μούρη τους, να της βάλουν κρέμες και στο τέλος να την ζωγραφίσουν με μπογιές. Και μετά ικανοποιημένες θα πουν,| «Ααα εγώ χθες, αφιέρωσα χρόνο στον εαυτό μου» δίχως καν να συνειδητοποιούν ότι χάσανε γύρω στην μισή μέρα με όλες αυτές τις αηδίες που κάποιος, κάπως, κάπου, τις έπεισε ότι είναι ευχάριστες. Απαραίτητες είναι στην εποχή μας δεν αντιλέγω ούτε είπα να μοιάσουμε στον σάκη τον υδραβλικό, αλλά αλήθεια την ευχαρίστηση πού την βρίσκουν; Λοιπόν εκτός και αν είστε μαζόχες, πράγμα που σέβομαι απόλυτα εάν σας συμβαίνει, δεν μπορεί να περνάτε ωραία με όλα αυτά τα κινέζικα βασανιστήρια! Δεν πείθομαι! Σπα- ξεσπά, ινστιτούτα και βλακείες άμα τραβάς τρίχες πάνω απο το μάτι (για να μην πω για άλλα σημεία) δεν «περνάς ευχάριστα τον χρόνο σου σαν γυναίκα που είσαι», απλά, πολύ απλά πονάς!
Αυτά που λέτε σκεφτόμουν σήμερα μπροστά στον καθρέφτη και επειδή σκιάχτηκα, επέστρεψα άρδην μαζί με τα φρύδια μου στο ωραιότατο διάβασμά μου αποφασίζοντας οτι σήμερα θα συνεχίσω να αφιερώνω χρόνο στον εαυτό μου.
Αύριο βέβαια, ίσως να πάρω ένα αναλγητικό και να αναγκαστώ να σπαταλήσω μισή από την μέρα μου στο μπάνιο.

Τρίτη 15 Δεκεμβρίου 2009

Ψάχνω
σάρκα ζεστή
στην πεταλούδα
δέρμα παλλόμενο
να με τραβήξει
πιο χαμηλά
και μέσα.
Μα όλο αφήνομαι
στην επιφάνεια
ανάλαφρων, διάφανων
φτερών.

Τόσο πιο εύκολα
περπατώ
στον άνεμο



Απο τα πιό δύσκολα παιχνίδια είναι όταν μπερδεύομαι ανάμεσα στους εαυτούς μου. Όταν οι χίλιες και μία δάφνες αποφασίζουν να απλώσουν τις ρίζες τους ταυτόχρονα το ίδιο βράδυ στο ίδιο όνειρο. Δεν έχω νερό για όλες τους. Στερεύουν τέτοιες νύχτες τα υγρά μου, νιώθω το σώμα να εξαϋλώνεται και αυτές, αυτές αχόρταγες όλο να διψούν. Δεν έχω νερό για όλες τους. Κάθε τέτοιο βράδυ, η δύσκολη απόφαση είναι ποια θα ξεριζώσω, ποια θα πετάξω στην φωτιά για να σωπάσει. Να μην ζητάει άλλο και ν’ αφανιστεί. Έτσι, μία μια ρίζα, λίγο λίγο καίγομαι, απανθρακώνω τους εαυτούς μου, ώσπου να κοιμηθώ. Πρόσωπο ένα. Ότι απέμεινε.
Ύπνο ελαφρύ.
Γιατί το λένε το «πράσινο» τερατάκι της ζήλιας; Γιατί όχι το κόκκινο ή το μπλε; Ή καλύτερα ακόμη, γιατί όχι το κίτρινο χλεμπονιάρικο και αποκρουστικό τερατάκι της ζήλιας; Εγώ έτσι χλεμπονιάρικο άσχημο και καμπουριασμένο με σάλια να τρέχουν απο το στόμα του το φαντάζομαι. Ειλικρινά δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα. Δεν βγάζω την ουρά μου απέξω μη φανταστείτε, και εγώ το έχω πάθει να ζηλέψω, αλλά επειδή συνήθως συνειδητοποιώ γρήγορα πόσο ανούσιο είναι την γλιτώνω και εγώ και οι γύρω μου μόνο με ελαφρές αμυχές. (Βέβαια για μένα αυτό είναι εύκολο δεδομένου οτι είμαι τόσο ακομπλεξάριστο άτομο, και τόσο φανταστικοστρουμφικά υπέροχα ψηλό ίσαμε-εκεί-πάνω που δεν έχω κανέναν λόγο να ζηλεύω τίποτα και από κανέναν). Που λέτε η ζήλια είναι απο τα χειρότερα μου. Καταρχήν είναι ένα φοβερά καταπιεστικό συναίσθημα που αν μάλιστα συμβεί να εμφανιστεί σε σχέση ερωτική γίνεται δίς και τρίς χειρότερο και είναι ικανό να τα κάνει όλα στάχτη και μπούρμπερι πριν προλάβεις να ανοιγοκλείσεις τα μάτια σου. Καταρχήν χάνεις την αξιοπρέπεια σου και σέρνεσαι σε βρομερούς υπονόμους σαν το σκουλήκι με μόνη τροφή την εσωτερική σου μανία να ανακαλύψεις, τί σκέφτεται, τί κάνει, με ποιόν και πότε το κάνει, και φυσικά το μέγα αυτό ερώτημα, τελικά ΤΟ ΚΑΝΕΙ; Και σκαρφαλώνεις σε δέντρα, παραβιάζεις πόρτες, παρακολουθείς ως άλλο private eye της Αμερικής του 20 κρυμμένος στις σκιές, φαντασιώνεσαι οτι είσαι ήρωας σε φίλμ νουάρ και αγοράζεις γελοίες καπαρντίνες που μόλις τις δει η γκόμενα θα σε χωρίσει έτσι και αλλιώς και γενικώς κάνεις λογής λογής βλακείες που σε άλλη περίπτωση θα αρνιόσουν και να φανταστείς. Επιπλέον δεν το ευχαριστιέσαι κιόλας. Κάνεις όλες αυτές τις μαιμουδιές, κόβεις στρογγυλά ματάκια στις εφημερίδες και περιμένεις στημένος έξω απο το σπίτι του «υπόπτου» για ώρες, διακινδυνεύοντας να σε πάρουν χαμπάρι και να σου στείλουν δωράκι το 100 (γριά στον πρώτο όροφο ‘ναι παρακαλώ εκατόοοο;;; Ένας ανώμαλος παράξενος είναι εδώ και πέντε ώρες και κοιτάει το σπίτι μας, να έρθετε να του κάνετε έλεγχοοοο!») παίρνεις αμέτρητα τηλέφωνα απο απόκρυψη και περιμένεις να καταλάβεις τα πάντα απο τους ήχους στο background, δεν μιλάς το παίζεις cool και μέσα σου σκας. Σκας γιατί σου έχει καρφωθεί η ιδέα οτι σε κερατώνει, ότι σε κοροϊδεύει, οτι «κάτι παίζει» πίσω απο την πλάτη σου και το έχεις βάλει αμέτι μου χαμέτι μου να τo ανακαλύψεις. Έχω υπάρξει στο παρελθόν θύμα τέτοιας παράνοιας και ποτέ μα ποτέ δεν το κατάλαβα. Άντε και με ανακάλυψες ρε μεγάλε και σε κερατώνω. Τώρα τί; Νομίζεις οτι νιώθω ξεφτίλα και ντρέπομαι; Εδω δεν ντράπηκα να σε κερατώσω θα ντραπώ που με βρήκες όταν κρεμάστηκες σαν την νυχτερίδα από το μπαλκόνι μου; Προφανώς και ΟΧΙ. Το πλεον πιθανό είναι να σε λυπηθώ. Μπορεί στην τελική να σου πω και συγνώμη και οτι δεν θα το ξανακάνω και πως απο δω και πέρα θα είμαι καλό κορίτσι, γιατί κατα βάθος θα σε βλέπω και θα σκέφτομαι « κοίτα το μωρέ πώς έγινε έτσι χάλια που έπεσε και χτύπησε την κεφάλα του για μένα». Εσύ μετά θα ηρεμήσεις; ΧΑ. Με τίποτα. Θα νιώθεις διαρκώς πως μένω μαζί σου απο λύπηση, υπο πίεση, και εγώ θα ξέρω το βρόμικο σιχαμένο τερατάκι που κρύβεις μέσα σου.. Οπότε προς τί το ζόρισμα; Κάτσε και απόλαυσε τα πράγματα όπως έρχονται και κλείσε το χλεμπονιάρικο τέρας στην ντουλάπα σου, γιατί καλό μου, στο τέλος θα με χωρίσεις πρώτος εσύ όταν βαρεθείς να ακούς ατάκες του στύλ « ναι θα βγώ με την φίλη μου μήπως θες να σου αερίσω την καπαρντίνα;» ή «πρόσεχε σήμερα καλέ μου γιατί είμαι καλεσμένη σε έναν φίλο που μένει στον τέταρτο»...

Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2009

Έχω έναν διαβολεμένο πονοκέφαλο σήμερα που δεν τον αντέχω. Όλη μέρα αισθάνομαι σουβλιές πίσω απο τα μάτια και ενίοτε ένα μεγάλο κόκκινο σφυρί μου βαράει ξανάστροφες στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Αλλά δεν πειράζει. Θα κοιμηθώ και θα γιάνει. Έτσι δεν λένε; Αυτές οι συμβουλές με τρελαίνουν. Φάε ζουπιγμένα κρεμμύδια και θα περάσει, μέτρα ως το 23533433 σαράντα φορές και θα περάσει, κάνε μία τούμπα στον αέρα ουρλιάζοντας Ίιιχα και θα περάσει. Ο πατέρας μου μάλιστα που είναι περι ανέμων και υδάτων ενημερωμένος και φοβερός ξερόλας μου είπε προσφάτως, τώρα με την αρρώστια μου δηλαδή, μια φοβερή ατάκα. Με κοίταξε και μου εξήγησε την για αιώνες κρυμμένη, μεγάλη αλήθεια του σύμπαντος με ύφος δόκτορα του Χάρβαρντ: «Δάφνη παιδί μου αυτά τα παθαίνεις γιατί δεν φοράς μάλλινο και αυτό που έχεις δεν θα περάσει αν δεν φορέσεις μάλλινο!» Σημειώνω εδώ οτι σιχαίνομαι τα μάλλινα ρούχα γιατί με τσιμπάνε και με κάνουν να αισθάνομαι οτι χιλιάδες ζούφια περπατάνε πάνω μου και φυσικά δεν υπήρχε καμία περίπτωση να με πείσει ο πατέρας μου να φορέσω το σωτήριο μάλλινο του. Το μάλλινο-φάμακο σύμφωνα με τον μπαμπά μου λοιπόν έχει ευεργετικές ικανότητες και μπορεί να διορθώσει με τρόπο μαγικό την σκισμένη απο τον βήχα τραχεία μου. Αν μου έλεγε να φάω μέλι δεν θα το σχολίαζα. Άντε να έλεγα κάτι για τις υπερεκτιμημένες μαλακτικές ιδιότητες του. Αλλά στο τέλος θα το έτρωγα (γιατί είναι ωραίο και όντως κάτι κάνει -έχω φάει σχεδόν ένα βάζο αυτές τις μέρες-). Το μάλλινο όμως ακούστηκε πραγματικά τόσο αστείο και εκτός πραγματικότητας, όσο και το γουίντεξ της γνωστής επιτυχίας my big fat greek γάμος, οπότε τον κοιρόιδεψα, γέλασα και φόρεσα την βαμβακερή πιτζάμα μου. Το παράδοξο είναι ότι εγώ τον πατέρα μου τον θυμάμαι ένα μοντέρνο άνθρωπο, μπερμπάντη, λίγο μπλαμπλά αλλά με χαριτωμένο τρόπο, έναν τελοσπάντων στριφογυριστούλη άνθρωπο με διάφορα χαρακτηριστικά τα οποία όμως καμία σχέση δεν έχουν με τα γιατροσόφια και την γενικότερη λαική σοφία της θείας μας της Αμερσούδας της μαμής. Για όνομα του θεού δηλάδη αυτός ο άνθρωπος κάποτε είχε μπαράκi σούπερ αλτέρνατιβ, κάνει παρέες καλλιτεχνικές και κουλτουριάρικες και συχνάζει σε πιο hot spots απο μένα! Αναρωτιέμαι λοιπόν. Μήπως ο πατέρας μου μεγαλώνει και σιγά σιγά και αρχίζει να μοιάζει με μαμή; Και αν ο πατέρας μου μεγαλώνει είμαι εγώ έτοιμη να τον κοιτάξω μία μέρα και να δω την θεια την Αμερσούδα στην θέση του; Τί συμβαίνει; Όσο μεγαλώνουν οι άνθρωποι γίνονται συντηρητικότεροι,, κουρδίζουν τα μυαλά τους ανάποδα και κοιτούν προς το παρελθόν; Γίνεται κάτι αδιόρατο που μεταβάλλει την ψυχοσύνθεση τους έτσι ώστε να μοιάζουν σιγά σιγά στους παπούδες μου και δεν το καταλαβαίνω; Να, η μαμά μου χθες το βράδυ έφτιαξε φαγητό (σπάνιο γιατί συνήθως με εκμεταλλεύεται, αλλά τώρα αρρώστησα και της την έφερα) και ήρθε να μου προτείνει με τι συνοδευτικό να το φάω. Αλλοπρόσαλλα πράγματα. Ποτέ δεν έρχεται να μου πεί τί θα φάω και πώς.. Τουλάχιστον όχι μετά την πρώτη δημοτικού. Μου φάνηκε τόσο παράξενο όσο και εκείνη την φορά που με πήρε τηλέφωνο μέσα στο βράδυ, φοιτήτρια εγώ στην Θεσσαλονίκη, γιατί άκουσε οτι χιόνιζε και ήθελε να μου πει αν βγω βόλτα, να μην φορέσω τακούνια. Γλυκούλικο δεν λέω, αλλά εντελώς παράλογο! Αυτά τα έκανε η γιαγιά μου, αλλά εκείνη, έβγαινε και στο μπαλκόνι για να με σταυρώσει απο ψηλά κάθε που έφευγα απο το σπίτι. (όταν έπιασα και γκόμενο που ερχόταν να με πάρει για το σχολείο με το μηχανάκι έπεφτε διπλό σταύρωμα λόγο οχήματος) Αφού φοβάμαι πως σε λίγο καιρό θα μου τηλεφωνούν για να μάθουν άν έβαλα φανελάκι και για να μου θυμίσουν να μην ξεχάσω τα κλειδιά μου... Α, και να βάλω μάλλινο φυσικά. Γιατί είπαμε, το μάλλινο είναι πανάκεια.
Το μάλλινο είναι η σωτηρία.
Το μάλλινο θα μας γλιτώσει απο την γρίπη, τις ιώσεις, τους Εβραίους, τον σατανά και το 2012!
ΤΟ ΜΑΛΛΙΝΟ!

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2009

Μπορεί κάποιος να μου εξηγήσει γιατί ασχολούμαστε τόσο πολύ με τα ζητήματα των προσωπικών μας σχέσεων; Δηλαδή τόσο πολύ, που αν δεν έχουμε κάποιο απτό πρόβλημα, απο αυτά εννοώ που είναι εκεί και δεν μπορείς να παραβλέψεις, τύπου «με κερατώνει και είμαι σίγουρη γιατί μου έφερε χθες ο αστυνόμος Σαίνης γυμνές φωτογραφίες του με την Κούλα την μανάβισσα» ή «τον βαρέθηκα και κάθε φορά που τον συναντάω θέλω να του σπάσω τα δόντια», είμαστε ικανές πολύ εύκολα να δημιουργήσουμε δύο-τρία έτσι βρε παιδί μου, για να έχουμε να πορευόμαστε. Ένα απο τα αγαπημένα μου είναι το ζήτημα «τί θα κάνουμε σήμερα», ή αλλιώς ο εύκολος τρόπος να μετατρέψεις μια ερώτηση, (το «τί θες να κάνουμε σήμερα;») σε καβγά. Τον παρακάτω διάλογο τον έχω κάνει, τον έχω παρακολουθήσει να γίνεται μεταξύ άλλων ζευγαριών αμέτρητες φορές και έχω βρεθεί ακόμη και σε σημείο να τον ακούω απο διπλανό αυτοκίνητο στον δρόμο. (Τρελό ζευγάρι που πλακώνεται στο αμάξι με μισάνοιχτα παράθυρα και ουρλιάζουν και οι δύο σαν παλαβοί. Στο τέλος η κοπέλα κλαίει και ο τύπος ξεφυσάει σε στύλ «άντε πάλι» κοιτώντας μπροστά. Χρησιμο tip. Το τελευταίο καταφύγιο έχει κωδικό όνομα Δ.Κ. «Δάκρυ-Κορόμηλο» και αν δεν σε νοιάζει που γίνεσαι λιγάκι ξευτίλα, να ξέρεις σχεδόν πάντα πιάνει)
Λοιπόν είναι απογευματάκι και μιλάτε στο τηλέφωνο. Όχι δεν είστε τσακωμένοι, μια χαρά είστε. Ρωτάει λοιπόν
Αυτός: Έλα, τί θέλεις να κάνουμε σήμερα;
Εσύ: Δεν ξέρω, ότι θές εσύ.
Αυτός: Έ, ούτε γώ ξέρω.
Εσύ: Έ πες και σύ μια φορά όλο εγώ λέω!
Αυτός: Βρε μωρό μου δεν ξέρω, τι να σου πω, πάμε σινεμά;
Εσύ: εεε.. δεν ξέρω..
Αυτός: Έ, δεν είπες να διαλέξω εγώ;
Εσύ: Καλα καλα πάμε.

Αυτά. Και κλείνετε με την συμφωνία να πάτε σινεμά. Που εδώ που τα λέμε, δεν ήθελες γιατί έχει ανοίξει σούπερ καινούργιο μπαράκι για το οποίο διάβασες στο αθηνόραμα το οποίο και κάνει λάιβ σήμερα και είχες φοβερή όρεξη να πας, αλλά αποφάσισες να δείξεις το μεγαλείο του χαρακτήρα σου και του είπες να διαλέξει εκείνος. Και εκείνος, δεν διαβάζει αθηνόραμα. Γι αυτό θα πάς σινεμά.

Έλα όμως που έχεις τον διάολο μέσα σου. Όχι δεν φταίς εσύ, η Εύα φταίει με το φίδι και το μήλο που του πρωτοέκανε το χατίρι και δημιούργησε έτσι προηγούμενο. Τώρα αυτός, όποτε του έρθει να σπάσει λίγο πλάκα έρχεται και χώνεται μέσα σου μέχρι να τα κάνεις όλα όσο σκατά γίνεται. Έτσι κατά παραγγελία του διαβόλου, δεν βάζεις το φόρεμα σου αλλά ένα τζήν και δεν φτιάχνεσαι και δεν στολίζεσαι και κατεβαίνεις να τον περιμένεις για να περάσει να σε πάρει να πάτε στο σινεμά. Έρχεται και είναι και χαρούμενος. Όλο ενθουσιασμό με το σινεμά του. Εσύ συγκρατημένα τρυφερή. Ε δεν μπορείς να πεις και τίποτα έτσι όπως τα χεις κάνει. Γι αυτό το πας πλαγιομετωπικά το πράγμα.
Τί θα δούμε;
Α, μια γαμάτη ταινία! Είναι ένας μπάτσος αλλά ουσιαστικά κατάσκοπος που κλέβει κάτι πληροφορίες και τέτοια! Τρελλό εφέ!
Α.. (Η ταινία σε οποιαδήποτε άλλη περίπτωση δεν θα σε ενοχλούσε ότι και αν ήταν. Αλλά τώρα ψάχνεις αφορμή. Οπότε το «Ά» σου είναι σαν να κρύβει απο κάτω το «α, μάλιστα. Ωραία μαλακία διάλεξες, μπράβο. Και δεν είναι χαζός. Το ακούει και αυτό το απο κάτω.)
Τι ά.; Δεν σου αρέσει;
Ε, όχι τί να μου αρέσει; Άλλη μια αμερικανιά.
Να δούμε κάτι άλλο δηλαδή;
Δεν έχει και τίποτα καλό, κοίταξα το πρόγραμμα.
Ε αφού δεν έχει τίποτα καλό γιατί είπες να πάμε σινεμά;
Εσύ το είπες όχι εγώ.
Αφού μου είπες να διαλέξω! Εσύ γιατί συμφώνησες;
Γιατί είπαμε να διαλέξεις εσύ! Και δεν ήθελα να στο χαλάσω! (δεν ήθελες. Τότε. Τώρα όμως θες και το χαλάς. Γιατί εσύ στο μπάρ ήθελες να πας και μάλιστα το λές) Εγώ σε ένα λάιβ ήθελα να πάω!
Ε ωραία χέσε με, πάμε στο λάιβ!
Όχι! Έτσι δε θέλω να πάω! (αυτό το σημείο είναι το πιο ενδιαφέρον. Έχεις φέρει τον άλλον εκεί που θες, και εκείνη την στιγμή αναδιπλώνεσαι. Μυστήριο, δεν ξέρω να το εξηγήσω. Τώρα δεν θες. Γιατί δεν έγινε όπως-θα-έπρεπε απο την αρχή ή κάτι τέτοιο ασυνάρτητο. Λες βλακείες για να το εξηγήσεις. Λές οτι «Τώρα πάει, έχει ήδη χαλάσει δεν έχει νόημα.» Δεν θέλω, δεν έχω ντυθεί σωστά και είμαστε ήδη στον δρόμο προς το σινεμά και άλλα τέτοια ανάλογα.
Ε μετά αρχίζει το σόου. Αυτός ωρύεται γιατί δεν του λες απο την αρχή ξεκάθαρα τί σκατά θέλεις να κάνετε να τελειώνει η υπόθεση και του το βγάζεις απο την μύτη, εσύ ξαναμπαίνεις στον ρόλο του θύματος και φωνάζεις να πάτε σινεμά ή να μην πάτε πουθενά, και στο τέλος όπου και να καταλήξετε, στο σινεμά, στο μπάρ ή στο σπίτι, θα είστε αμίλητοι και τσακωμένοι. Το μόνο καλό είναι πως αν βρίσκεστε σε αυτό το σημείο στην σχέση σας, τότε σίγουρα δεν σε κερατώνει με την Κούλα την μανάβισσα.
Τουλάχιστον όχι ακόμη.

Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2009

Χριστούγεννα που λέτε... Εδώ δεν χιόνισε, αλλού όμως κάτι έκανε, σιγά σιγά στολίσαν και τα σπίτια, άσε που οι διαφημίσεις παιχνιδιών έχουν γίνει πια τόσο συχνές που δεν μένει αμφιβολία. Χριστούγεννα.! Εντάξει. Ομολογώ. Είναι η καλύτερη μου γιορτή. Πάντα ήταν, ακόμη και τότε που περνούσα εφηβεία και είχα τις «μαύρες» μου γενικώς και αορίστως και κατα τας γραφάς της εποχής μου δεν θα έπρεπε να με συγκινούν δώρα, δέντρα, φωτάκια και γλυκά. Ακόμη και τότε όμως, δεν μπορούσα να αντισταθώ. Ήταν πάντοτε η πιο όμορφη εποχή του χρόνου. Όταν ήμουν μικρή αρνιόμουν να κοιμηθώ στο κρεβάτι μου τα Χριστούγεννα. Πάντα κάτω από το δέντρο. Έστρωνα δυο παπλωματάκια κάτω, έπαιρνα και το μαξιλάρι με τα σκεπάσματα μου και κατασκήνωνα. Πολύ ωραία την έβγαζα. Είχε χρώματα παντού, λαμπάκια να αναβοσβήνουν και κάτι καμπανούλες μεταλλικές που τις έβαζα πάντα επίτηδες στα χαμηλά κλαριά για να τις βλέπω όταν ξάπλωνα από κάτω. Που λέτε, δεν θυμάμαι πότε ακριβώς ήταν αλλά σίγουρα ήμουν πολύ μικρή, όταν η μαμά μου συγκινημένη που το παιδί της αγαπάει τόσο πολύ τα Χριστούγεννα προφανώς (κυρίως το δέντρο και τα δώρα εδώ που τα λέμε), απέκτησε μια περίεργη συνήθεια. Όποτε μέσα στον χρόνο και αν ξυπνούσα τρομαγμένη απο εφιάλτη και την ξεσήκωνα φωνάζοντας να ρθει να με σώσει απο τον μπαμπούλα (σωρός απο ρούχα στην καρέκλα με την άκρη του ματιού μέσα στο σκοτάδι είναι στάνταρ μπαμπούλας γκαραντί και εξακριβωμένο), εκείνη, άσχετα με την εποχή, καταμεσής του Αυγούστου ή ανήμερα του Πάσχα, μου έλεγε, « κλείσε τα μάτια και ονειρέψου Χριστούγεννα».
Και εγώ το έκανα. Έκλεινα τα μάτια και σκεφτόμουν δέντρο και καμπάνες. Ομολογώ πως το κάνω ακόμα. Και όχι μόνο όταν έχω βραδινούς εφιάλτες. Το κάνω και με τους ημερήσιους. Δεν πιάνει το ίδιο καλά πια αλλά τουλάχιστον είναι ένα καταφύγιο. Με χρώματα, μεταλλικές λάμψεις και την μυρωδιά του παιδικού μου σεντονιού.

Σήμερα η μαμά μου, μου είπε «θέλω την μαμά μου». Γιατί υποθέτω, έχει εφιάλτες.

Μαμά, κλείσε τα μάτια και ονειρέψου Χριστούγεννα.

----


Κάτι χάλκινα παίζανε. Κάποιο πανηγύρι σε χωριό. Βόρεια Ελλάδα, ποταμός, νερά, νερά παντού και κάτι πλάτανοι θεόρατοι. Για να κάνεις μια αγκαλιά το δέντρο χρειαζόσουν όλο το χωριό για να κυκλώσει έναν κορμό. Πολύ ωραία ήταν. Είχε ένα κόκκινο κρασί από βαρέλι, ξινούτσικο και τα καφενεία της πλατείας είχαν βγάλει καρέκλες και τραπέζια έξω και μοίραζαν φαγητό. Κρέας έψηναν, σαλάτες και πατάτες πηγαινοερχόντουσαν, τα πιτσιρίκια ούρλιαζαν και έτρεχαν ανάμεσα μας. Κανονικά θα με ενοχλούσε. Όπως με ενοχλούν οι Αθηναικές οικογενειακές ταβέρνες στα βλάχικα που συνωστίζονται οι αστοί όποτε τους βγουν τα λεφτά και ο χρόνος για να παίξουν το παλιό γνωστό παιχνίδι. Παίζουν την «οικογένεια». Την Κυριακή μένουν μέσα και παίζουν το άλλο που παίζαμε μικρά, το «σπίτι». Στις ταβέρνες αυτές τα παιδάκια μου τσακίζουν τα νεύρα. Θυμώνω όχι βέβαια με τα παιδιά, που αποφασίζουν να εκτονώσουν όλο το μπαλκόνι και το σαλόνι και την τηλεόραση της εβδομάδας σε ένα Σάββατο στην Βάρη, (τί φταίνε αυτά τα τερατάκια άμα δεν έχουν χώρο που βρυχώνται και γρυλίζουν) και ούτε τσατίζομαι με τους βιοπαλαιστές-θηριοδαμαστές γονείς τους. Άλλωστε τί να κάνουν οι δύσμοιροι, πρέπει να δουλέψουν και να ζουν σε διαμέρισμα κοντά στην δουλειά, διαφορετικά τί στον κόρακα θα φάνε και πού θα κοιμηθούν τα τερατάκια τους; Θυμώνω όμως με μένα. Εμένα, τον ελεύθερο απο οικογενειακές δεσμεύσεις άνθρωπο που δεν ανασκουμπώνομαι, να ανακαλύψω ποιό είναι το αγαπημένο μου χωριό με τα καλύτερα νερά, τα γραφικά καφενεία και τους πλάτανους για να φύγω και να πάω να δεσμευτώ εκεί. Με το χώμα, το νερό και τα παιδάκια που δεν με ενοχλούν όταν τσιρίζουνε γιατί εδώ τα άτιμα τα θηρία, πώς να το κάνουμε, το δικαιούνται. Βρίσκονται στο φυσικό τους περιβάλλον.

Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2009

Μέρες στατικού χρόνου. Ο στατικός ηλεκτρισμός είναι σαφώς ένα φαινόμενο με μεγαλύτερο ενδιαφέρον, κάνει μπππζιτ και σε τινάζει εκεί που δεν το περιμένεις, ή σου σηκώνει τα μαλλιά όρθια σε μια απέλπιδα προσπάθεια να μεταλαχθούν σε κεραίες που διαισθάνονται τους εξωγήινους και τα ούφο. Ο στατικός χρόνος απο την άλλη είναι αυτός ο χρόνος του τίποτα που τον έχω αναλύσει επαρκώς στο παρελθόν οπότε και δεν πρόκειται να του κάνω την χάρη ξανά.
Είμαι λοιπόν στα χανιά, άρρωστή (ώ τί πρωτότυπο -αναφωνήστε το με λεπτή ειρωνεία-) και μάλιστα για κάμποσες μέρες χωρίς ίντερνετ (καταστροφικό πράγμα). Και τί σου μένει αφού δεν είσαι σε θέση να διαβάσεις (αγαπημένα μου δέκατα) ή να βγεις έξω ή να μιλήσεις ή να δεις κόσμο; Η τηλεόραση. Συγχωρήστε με λοιπόν γιατί αυτό το κείμενο θα ‘χει πολύ τηλεόραση. ΠΑΡΑ ΠΟΛΥ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ. ΑΠΕΛΠΙΣΤΙΚΑ ΠΟΛΥ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ. ΤΟΣΗ ΤΗΛΕΟΡΑΣΗ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ ΑΡΚΕΤΗ ΓΙΑ ΤΑ ΕΠΟΜΕΝΑ ΔΕΚΑ ΧΡΟΝΙΑ. Η τηλεόραση λοιπόν καταπώς έμαθα αυτές της μέρες έχει για πρότυπο τον Νάρκισσο. Κοιτιέται δηλαδή ολημερίς στα νερά της λίμνης και αυτοθαυμάζεται. Στις λίγες αυτές μέρες που κοιτούσα μαζί της τα νερά η μόνη απορία που μου δημιουργήθηκε είναι πώς γίνεται να έχουμε αφήσει τον Κουασίμόδο να κοιτάζεται τόση ώρα στην λίμνη με την πεποίθηση οτι είναι ο Νάρκισσος (που στην τελική είχε και έναν λόγο να κοιτάει, ήταν ωραίο παλικαράκι) και δεν τον έχουμε ακόμη σπρώξει στα βαθιά με μία πέτρα δεμένη ωραία ωραία στον λαιμό του. Βλέπω ξεπλυμένες ξανθές θεογκόμενες να κακαρίζουν και να τσακώνονται σε μια ξένη γλώσσα (γιατί η Ελληνική την τελευταία φορά που την συνάντησα δεν ήταν έτσι) μέ έναν κομμωτή και έναν μόδιστρο και μετά όλες μαζί ξανά μεταξύ τους, και αδυνατώ να παρακολουθήσω τί λένε (ή δεν λένε τίποτα και τζάμπα προσπαθώ, ή η αντιληπτική μου δεινότητα πάσχει). Βλέπω και πολλούς τύπους που πάνε και μαγειρεύουν ενώ δεν ξέρουν να μαγειρεύουν. Γιατί μανάρι μου πας σε εκπομπή μαγειρικής αφού δεν έχεις πιάσει κουτάλα στο χεράκι σου ποτέ, μου λες; Βλέπω ένα μοντέλο στα μπουζούκια θαμμένo απο τα λουλούδια «Σύριου επιχειρηματία» και μετά αίφνης τον Κούγια να στέλνει στο μοντέλο (πρώην σύζυγο του) εξώδικο γιατί δεν αγοράζει ρούχα στα παιδιά τους. Βλέπω έναν τραγουδιστή να βρίζεται με την πρώην του γιατί εκείνη υποστηρίζει οτι αυτός δεν πληρώνει διατροφές, βλέπω δεκαπέντε έκτακτα γιατί απολύσανε τον Ευαγγελάτο (άχουτο το καημενούλη μωρέ δε θα χει λεφτάκια τώρα.. σνίφ..–καλέ αυτός δεν ήταν με τις «δημιουργημένες» ειδήσεις ή λάθος κάνω;) Βλέπω ένα ριάλιτι με μοντέλα που βρίζονται μεταξύ τους με αφορμή τα κιλά και την κυτταρίτιδα και βλέπω και κάτι αγρότες να χαμουρεύονται live με τα κορίτσια της πόλης. .. όμορφα όλο νόημα, μεστά χειμωνιάτικα μεσημέρια ..
Βλέπω και ειδήσεις. Οι ειδήσεις είναι το χειρότερο μου. Γιατί εκεί δεν δίνω το απαλλακτικό της βλακείας. Εκεί βλέπω προθέσεις, μεθοδεύσεις, προπαγάνδες. Εκεί μιλούν σχετικά καλά Ελληνικά, αλλά με το παρντόν, λένε παπαριές . Κάποιοι άντε να μην βρίσω τώρα, σπάσαν το κεφάλι ενός πιτσιρικά μπάτσου. Μετά ένα άλλος αντε- να -μην -βρίσω -τώρα μπάτσος έπεσε με την μηχανάρα του πάνω σε μια γυναίκα στην πορεία και της έσπασε το κεφάλι. Και κάθονται στην τιβί με δέκα παραθύρια κάθε σταθμός να κάνουν συγκρίσεις. Τι συγκρίνετε μωρέ κατακαημένοι; Στο δημοτικό το μάθαμε. Άλλο τα μήλα άλλο τα καρπούζια. Ναί είναι δύο άνθρωποι με σπασμένα κεφάλια. Άλλα ώς εκεί φτάνει η ομοιότητα. Δηλαδή αλήθεια όταν ακούτε αυτά τα δύο ποιό σας τσατίζει περισσότερο; Γιατί εμένα με τσατίζει ο μαλάκας μπάτσος που τον πληρώνω για να αστυνομεύει (δηλαδή να υπερασπίζεται τον νομο) και αυτός αντί να κάνει την δουλίτσα του σαν καλό παιδί, την βλέπει easy rider και ορμάει ο ανεγκέφαλος φονιάς μέσα στο πλήθος. Δύο τα τινά. Ή πρόκειται για σαδιστή, φονιά μαλάκα . και - , ή κάποιος του έδωσε εντολή να κάνει αυτό το αδιανόητο και εκείνος πειθάρχησε, οπότε πρόκειται για έναν ανεγκέφαλο, φονιά μαλάκα με έναν ακόμη πιο σαδιστή φονιά μαλάκα για ανώτερο. Γιατί είσαι ανεγκέφαλος αν είσαι τόσο στρατιωτάκι που σου λένε όρμα και ανέπτυξε ταχύτητα μέσα στον κόσμο και εσύ το κάνεις, είσαι φονιάς αν δεν υπολογίζεις την ζωή του δίπλα σου και είσαι δίς και τρις τα παραπάνω αν το έχεις προγραμματίσει και από πάνω!
Από το ζωάκι χουλιγκάνο τίποτα δεν περίμενα. Φτάσαμε με τούτα και με κείνα να μην περιμένω και τίποτα από τον μπάτσο και στο τέλος θα δηλώσω αναρχική θα βάλω και κουκούλα και απο τα νεύρα μου θα πάρω λοστό και θα γίνω ίδια με τον χουλιγκάνο. Και αυτό θα το ‘χει καταφέρει ο μπάτσος. Ολομόναχος.