Σάββατο 30 Ιανουαρίου 2010

Κρατάω μια πλαστική σακούλα διάφανη, έχω βάλει μέσα τα κλειδιά μου και με κοιτούν περίεργα. Τα ρούχα μου δεν ταιριάζουν αναμεταξύ τους και με κοιτούν περίεργα. Τους έχω έκπληξη όμως. Τα μάτια μου είναι ελαττωματικά και τους κοιτώ και εγώ περίεργα με την σειρά μου. Έχω μυωπία και αστιγματισμό. Κανονικά φορώ τους φακούς μου. Σήμερα φοράω τον έναν φακό. Το ξέρω ότι δεν κάνει καλό στα μάτια μου, αλλά δεν πειράζει για μια μέρα. Έχει σημασία. Θα έχω δύο όψεις και δυο κοψιές για όλους σήμερα. Τις περισσότερες φορές όταν δεν φοράω φακούς βρίσκομαι σε θολούρα και μαντεύω τον κόσμο μέσα απ’ την αχλή της στραβωμάρας μου. Πολλές φορές νιώθω ακόμη και όμορφη γιατί δεν φοράω φακούς. Είναι που δεν βλέπω στον καθρέφτη τυχόν προβλήματα. Εθελοτυφλείς θα μου πεις. Ναι, αμέ. Όλη την ώρα. Ειδικά αν είναι από τις πολύ φωτεινές μέρες και δεν αντέχω να μου τρυπήσει τα μάτια ο ήλιος, τότε τα κλείνω και περπατώ εντελώς στα τυφλά. Πάω ψηλαφιστά και έχω μάθει την όραση μου να μην την εμπιστεύομαι. Καταρχήν διότι είναι αποδεδειγμένο με συνταγή γιατρού πως πολύ απέχει απο εκείνη του αετού (μάτι αετίσιο δεν λένε;) και έπειτα διότι τα φαινόμενα απατούν. Διαπίστωση που δεν αποδυναμώνει την διατύπωση πως και τα κρυφά απατούν, αλλά αυτή είναι άλλη ιστορία. Λοιπόν σήμερα, έναν φακό, ένα μάτι στραβό. Δημιουργείται έτσι και μια μικρή ασυνέπεια στο πρόσωπο, το μάτι με τον φακό αποκτά ξαφνικά μεγαλύτερη ίριδα ενώ στο στραβό η κόρη διαστέλλεται. Μυδρίαση νομίζω το λένε. Τέλος πάντων, παρά το ιλαρό του πράγματος εγώ έτσι βγαίνω έξω σήμερα. Μισή-μισή. Θέλω να δω ξανά την γενέθλια πόλη μου πριν φύγω και επιστρέψω στην Αθήνα. Αύριο η επιστροφή. Σήμερα βόλτα στον δημοτικό κήπο γιατί έχει κάτι ωραία κόκκινα φύλα που σε προκαλούν να φτιάξεις ξανά φυτολόγιο και ας έβγαλες το δημοτικό προ πολλού. Τα είχα δει χωρίς φακούς και σκέψου πόσο ποιο κόκκινα θα είναι τώρα για το δεξί μου μάτι που φοράει τα απαραίτητα. Περπατάω στον δρόμο προς τον κήπο και τους κοιτάω όλους με ένα και ένα μάτι. Όμως μόνο τα φύλλα λαχταράω. Α! ε, να, βρήκα ποια είναι η διαφορά. Όσο κοιτάω με το αριστερό, μέσα στην θολούρα και τα φλούο σχήματα, συμπληρώνω μόνη μου τις εικόνες, έτσι που κατά περίπτωση να με βολεύουν. Με τον φακό δεν έχει πολυτέλειες. Αυτός με κοίταξε στραβά, η κυρία Μαίρη μου έγνεψε κάτι σαν χαιρετίσματα στην μαμά, ο Νίκος έκανε νόημα πως θα τηλεφωνήσει και η εικόνα μου στην βιτρίνα επιβεβαιώνει οτι για άλλη μια φορά φόρεσα υπερβολικά πολλά χρώματα πάνω μου. (χρυσός κανόνας της Σοφίας για να δίνω και τα ανάλογα εύσημα «Δάφνη, μέχρι τρία χρώματα μάξιμουμ! –και αυτό δεν σημαίνει τρία χρώματα όποια θες, αλλά τρία χρώματα που να «δένουν». ») Ε και λοιπόν; Μπορώ να χρησιμοποιώ το άλλο μάτι. Αυτό που είναι σαν να έχει μεθύσει και δεν πρόσεξε ούτε τις δημόσιες σχέσεις της Μαίρης, ούτε το νόημα του Νίκου ούτε τα παραπανίσια χρώματα στον αντικατοπτρισμό μου σε βιτρίνες με παπούτσια. Ναι, προτιμώ να βλέπω αυτά που θέλω και όχι αυτά που υπάρχουν.

Εκτός και αν υπάρχουν κόκκινα φύλλα.
;
-----------------------------------------
Υ.Γ.
Παράξενη φάρα. Σκουντουφλάμε ο ένας πάνω στον άλλο στο μετρό, κοιτιόμαστε ενοχλημένοι με μάτια μισόκλειστα πάνω από τον ώμο, φτύνουμε μισή βρισιά και τραβάει καθείς τον δρόμο του. Μετά εκεί που δεν το περιμένεις εμφανιζόμαστε σαν αγγελουδάκια με φωτοστέφανο για να βοηθήσουμε σε κάτι ώρες ανάγκης απίθανες. Μπέρδεμα. Πολύ παράξενη φάρα.

Παρασκευή 29 Ιανουαρίου 2010

Δηλαδή πού είναι το φοβερό; Γιατί δεν μπορείς να φανταστείς την ακρόπολη βαμμένη κόκκινη ή ροδακινί; Γιατί νομίζεις πως αυτό το λευκό των ξεβαμμένων μαρμάρων είναι καλύτερο -άσπιλο, αμόλυντο, ανόθευτο- από το παλλόμενο κόκκινο ή από ένα ολοζώντανο ζουζουνορόζ; Είναι και αυτή σου η αντίληψη βασισμένη σε κάποια ιδέα περί ομοιομορφίας σαν το κυκλαδίτικο γαλανόλευκο της Χούντας; Και τί νομίζεις οτι θα καταφέρεις με το άσπρο σου δηλαδή; Τίποτα. Κανέναν δεν ξεγελάς, παρά μονάχα κάτι τύπους περίεργους που θέλουν να έχουμε όλοι ίδιο ύψος, ίδιο βάρος, ίδιο μάτι θαμπό και την βαφτίζουν ετούτη την παράνοια αρμονία μήπως και μπερδευτούμε και αρχίσουμε να φοράμε τα μέτρα και τα νούμερά τους για δικά μας. Μα, γίνεται με το ζόρι παρθενιά και ράψιμο; Όχι. Λοιπόν, περίσσευμα ασβέστη και όρεξη να ‘χεις να σου δίνω χρώματα να μου τα χαλάς γιατί εγώ και το λευκό μαλώσαμε. Μόνο με το γιαούρτι, το γάλα και το παγωτό βανίλια θα διατηρήσω επαφές. Δεν μπορώ να παλεύω άλλο να γίνω άσπρη με το ζόρι μπας και μου επιτραπεί να γίνω και ‘γώ μέρος του νησιωτικού συμπλέγματος. Παραιτούμαι. Το ξέρω πια, δεν αλλάζει το χρώμα τ' ανθρώπου αμα έχει καταπιεί παλέτα και γι' αυτό την ταβανόβουρτσα και το ρολό τα πέταξα. Σόρυ, μα τα πορτοπαράθυρα μου δεν είναι μπλε αλλά πράσινο φιστικί, και οι τοίχοι μου έχουν μοτίβα αστεριών και σκιές της θάλασσας. Έτσι λοιπόν, για να μην σου ταράξω και την αισθητική σου και μου μείνεις σέκος, θα κάτσω εδώ παραδίπλα με το εκτός σχεδίου και προδιαγραφών σώμα μου και θα αφήσω τις αποχρώσεις μου να ξεθωριάσουν με τον καιρό. Και αν επιμείνετε και δεν θέλετε να μου συνδέσετε το ρεύμα και το νερό, ε δεν πειράζει, χαλάλι σας. Θα την βρω αλλιώς την άκρη.

Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2010

Λευκή σελίδα λευκή. Γράμματα μαύρα γράμματα. Γράφω, γράφω, γράφω. Να βάλω μαξιλάρια στους τοίχους μου, μην πάθω και τίποτα έτσι που χτυπιέμαι πάνω τους. Έβαλα και άρωμα το πρωί. Ήθελα να μυρίζω κάτι άλλο εκτός από φόβο. Γράφω-γράφω. Πού-ντο-πού-ντο το δαχτυλίδι; Ψάχνω την λέξη μου και την χάνω ανάμεσα στα μουρμουρητά. Ή μήπως βογκητά; Σπασμένο τηλέφωνο. Ούτε που με κατάλαβες. Ξυπνούσα πάντα νωρίτερα τα πρωινά, να βγω νωρίς στο μπαλκόνι, να συνεννοηθώ με τον ουρανό για να μην σου κάνει νερά. Τις νύχτες που έλειπες, έβγαζα με τα δόντια αίμα και το εμφιάλωνα. Μην τύχει και το χρειαστείς, μην συμβεί και δεν υπάρχει αίμα εύκαιρο να ματώσει για σένα. Πφ. Μελό αηδίες.. Πάμε όλοι μαζί τραγουδιστά τώρα. Δεν-περνάς-κυρά-Μαρία, δεν-περνάας-δεν-περνάας... Πού να περάσει και πού να πάει κι’ αυτή η έρμη η Μαρία. Έχασε τον δρόμο δυο, τρεις φορές, είπε δεν βαριέσαι και τον ξανάπιασε από την αρχή, έσπασε το τακούνι της, της την πέσαν κάτι αχρείοι στην στροφή, την έβρισαν, την έσπρωξαν κατάχαμα, γελάσανε με τα χάλια της και φύγανε... Άρχισε να βρέχει και απο πάνω, είδε και απόειδε, έκατσε σε μια πέτρα. «Σαν τις δραχμές να αποσυρθώ. Δεν περνάω πια, δεν περνάω» ψιθύρισε. Βουτηγμένη στις λάσπες έκλαιγε στην πέτρα η Μαρία. Τελικά, η μόνη που πέρασε ήταν η μέλισσα με τα μελισσόπουλα. Και όχι γιατί είχε κεντρί αξιόμαχο και οικογένεια. Τυχαίο ήταν. Εμείς ωστόσο θα λέμε τα γνωστά. Να περάσουν τα δύσκολα, να περάσει ο καιρός, πέρασα στο πανεπιστήμιο, να το περάσουμε κι αυτό να πάει στο καλό, μην το πειράζεις θα περάσει, θα περάσω μια βόλτα να σε δω, μπόρα είναι θα περάσει και περασμένα ξεχασμένα.

Τουλάχιστον ξέρουμε πως στο τέλος ο περατάρης μας βάζει όλους στην βάρκα του τσάμπα σχεδόν, τιμή φίξ. Δύο νομίσματα στις κόγχες όλα κι όλα και πάει... πέρασες και δεν ακούμπησες.
-----------------------------------------------------------------------------


Ναι γιατί όχι; Θα κρατιέμαι από το μπράτσο ενός φλυτζανιού και θα εξατμίζομαι στο χνώτο του σε κάθε γουλιά. Ναι, τώρα θα μένω φρόνιμα στην γωνία μου, με το πρόσωπο στον τοίχο και τα σκέλια ανοιχτά. Αν θέλεις κάρφωσε. Μπορώ να γίνω σανίδα τώρα. Να σε κρατήσει στα λασπόνερα και να στεριώσεις πάνω της το στρώμα του κρεβατιού σου. Σανίδα ίσια και λειασμένη. Πρώτα ήμουν θάλασσα. Τρεις θάλασσες. Μια σε ποτά, μια ανάμεσα στα πόδια και μια μέσα μου. Κι όλες με φουρτούνα. Τώρα όμως έπιασα στεριά. Σύρματα να με πιάνουν και να με γυρνούν στην θέση μου, ξύλο γιατί μου άξιζε, δεσμά και κόμποι πολύπλοκοι. Ούτε πρόσκοποι δεν θα τα βγάζαν πέρα με τέτοιους, ούτε ο Μεγαλέξαντρος. Τώρα θα κρέμομαι από το ταβάνι σου,μακρυά απο τα νερά, δεμένη καλά. Δεν χαίρεσαι; Βάλε μου και δυο γάντζους για έμφαση. Τί τομάρι θα ήμουν αλλιώτικα; Ότι είναι, ας γίνει σωστά. Δεν θέλω λύσεις μεσοβέζικες και ημίμετρα. Έλα, τελείωνε.

Ουρλιάζει έξω ο σκύλος μέρα μεσημέρι. Βάλε με μέσα ουρλιάζει. Και αν σε βάλω μέσα και καλομάθεις; Έξω.

Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2010

Κάνω κύκλους. Αν βλέπατε την σκύλα μου, την Σουσού θα καταλαβαίνατε τί εννοώ γιατί είμαστε ολόιδιες. Εκείνη βέβαια κυνηγάει την ουρά της και αυτή είναι μια απολύτως λογική ενασχόληση αν είσαι σκύλος. Εγώ όμως, σβουρίζω γύρω από τον εαυτό μου σε μια απέλπιδα προσπάθεια να ζαλιστώ τόσο που να με ξεχάσω. Πράγμα βεβαίως απίθανο εκτός και αν σκουντουφλήσω, κουτρουβαλήσω, πέσω σε κόμμα και απολέσω επιτέλους την άτιμη αυτή συνείδηση και την συναίσθηση του εαυτού μου. Εκτός και αν δεν είμαι απο την γη, έχω καταγωγή απο τους Κύνες τους Θηρευτικούς (http://el.wikipedia.org/wiki/%CE%9A%CF%8D%CE%BD%CE%B5%CF%82_%CE%98%CE%B7%CF%81%CE%B5%CF%85%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%BF%CE%AF) και μού χει μείνει το γύρω-γύρω-όλοι, κουσούρι λόγω εντοπιότητας. Πάντως όσο περνάει ο καιρός και σβουρίζω, τόσο καταλαβαίνω πως οι τέλειοι κύκλοι που διαγράφω ως άλλο Αριστοτελικό ουράνιο σώμα κάθε άλλο παρά την αρμονία συμβολίζουν. Τί και που μου μάθαν οτι ο κύκλος νικάει σε ομορφιά όλα τα σχήματα; Έχουμε λέει και περηφάνια εθνική για τους κυκλωτικούς παραδοσιακούς χορούς μας. Βρε τί χαζομάρες μου λες... Να με πηγαίνει ο χορός βήμα το βήμα στην ίδια θέση και γύρω-γύρω απο την ουσία, να χαζεύω το κέντρο και να ξερογλείφομαι αλλά να μην το φτάνω ποτέ; Και να χαίρομαι απο πάνω για την φοβερή μου ιδέα να περικυκλώσω το κέντρο μετα μουσικής μαζί με τους φίλους μου; Εγώ λοιπόν λέω οτι οι κύκλοι είναι μια ατέρμονη, ανούσια και βαρετή επανάληψη. Εξ ού και μόλις εντοπίσω αυτό που με αναγκάζει σε περιστροφές και πιρουέτες, μόλις ανακαλύψω την κρυφή πηγή του, θα του βάλω φωτιά, δυναμίτη, μπαρούτι και θα το εξολοθρεύσω για να μάθει να με τυραννά. Μετά θα αγαπώ ελεύθερα τις ευθείες γραμμές, θα παρεκτρέπομαι σε καμπύλες, θα τέμνομαι, θα ανέχομαι τα τρίγωνα και τις γωνίες τους, τις πολλές και τις λίγες έδρες, τα σοβαρά τετράγωνα, θα κυλάω με κύλινδρους και θα φτάσω και στο ακριβοθώρητο κέντρο. Όλα θα τα κάνω, όλα! Αρκεί να γλιτώσω από τους καταραμένους κύκλους μου!

-----------------------------------------------------------------------------

Μια χάντρα που σπάει και λύνεται, -πώς να συμμαζέψεις το σύμπαν απο το πάτωμα- κομπολόι στα χέρια του το πρόσωπο και
κόκκινα γέλια. Κάνει παιχνίδι, κρύβει τον λαιμό, φοράει μαντίλι. Τυλίγεται το ευαίσθητο σημείο και τώρα δεν έχεις πέρασμα. Γυμνή πρόκληση και τα νερά για σκέπασμα να κρύψουν το ανέγγιχτο. Τώρα έτσι όπως κοιτάει γυμνη ανάμεσα απο τα νούφαρα πού θα βρεις δύναμη να της θυμίσεις πως ζει σε βάλτο;
.

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2010

Είχαμε συνάντηση στο κεφάλι μου χθες. Κάτι κεριά μου ανάβανε, τα φυσούσα εγώ, έμοιαζε λίγο με γενέθλια γιορτή. Ήταν εκεί όλοι οι φίλοι που με σκεφτόντουσαν και με στεριώνανε στα μανουάλια με ευχές, ήταν και αυτοί που κόλησαν τελικά με άλλες παρέες αλλά έλαβαν την πρόσκληση και περάσαν να πιουν ένα ποτό. Τους χάρηκα, πολύ είχαν αλλάξει, μπράβο τους, μόνο τα ποτά κατανάλωσαν με την ίδια ταχύτητα. Μετά ήρθαν και οι έρωτες. Οι εραστές μου μπήκαν σε σειρά αναλόγως της διάρκειας για να χαιρετηθούμε. Οι μακράς λήξης ήταν μπροστά μπροστά καμαρωτοί και κουβεντιάζανε χαμηλόφωνα τις λεπτομέρειες. Τρία χρόνια και έξι μήνες απο δω, τρία χρόνια και τέσσερις απο εκεί, συνεννοήθηκαν. Δεν τα χάνεις αυτά. Τα είπαμε σε κλίμα γλυκό σφίξαμε τα χέρια και κάναμε και αγκαλιές. Στα όπισθεν της κατάταξης χάβρα. Χέρια τεντώθηκαν, δύο μήνες φώναζαν δύο τρεις και στριμώχτηκαν, οι ένας μήνας χώθηκαν πίσω τους στα γρήγορα και άφησαν στο τέλος τους πλειστηριασμούς των εβδομάδων και τα one night stand να προσπαθούν να υπολογίσουν την διάρκεια της υπόστασής τους πάντα σε συνάρτηση με το αλκοόλ στο αίμα. Εντάξει. Μιλήσαμε και με αυτούς, με όλους τα είπαμε, ε δεν ήταν πια και τόσοι πολλοί, περασμένα ξεχασμένα, να είστε καλά και από δω είναι ο μπουφές, σερβιριστείτε. Φιλάκια. Στο τέλος μόνο ζόρισε η γιορτούλα. Ήρθαν και αυτοί οι χωρίς ταμπέλα. Αυτοί που τους λες μια φίλους, μια παρέα, μια γνωστούς μα πρόκειται για εκείνους που ξέφυγαν-έφυγαν-χάθηκαν πριν να προλάβουν να γίνουν κάτι που το ήθελες πολύ. Αυτοί έρχονται με την εξήγηση τους γραμμένη σε σκονάκι. «Γειά σου δεν ξέρω αν με θυμάσαι είμαι αυτός που ...τότε που δεν... εκείνη την φορά που ενώ, τελικά είχα...» και σύ, λες «ναι, πως δεν θυμάμαι, βέβαια, πωπω, πάει καιρός ε; Και για πες, τί γίνεσαι;» -και απο μέσα σου «ναι πως δεν θυμάμαι είσαι αυτός που εμφανίστηκε σαν κεραυνός που περνάει απο κλειδαρότρυπα, τότε που δεν είχα αλεξικέραυνο, εκείνη την φορά που ενώ εγώ ήθελα-ήθελα-ήθελα ο κεραυνός να μείνει, τελικά έφυγε-έφυγε-έφυγε και μ άφησε καρβουνιασμένη στο καθιστικό ενός μικρού διαμερίσματος να αναρωτιέμαι αν ήταν αυτή η πιο σπουδαία καταιγίδα μου».
Και αυτός ατάραχος πιάνει κουβεντολόι.
-«Ωραίο πάρτυ το σημερινό, μπράβο. Λοιπόν πως πας; Πως είναι η ζωή;»
Τί να σου απαντήσω τώρα αγαπητέ κύριε κεραυνέ μου;
-«Πολύ ωραία. Λιακάδα. Κάλμα»

Κυριακή 24 Ιανουαρίου 2010

Βρέχει και πλένονται τα μπαλκόνια. Οι δεμένοι σκύλοι γαβγίζουν, κουβάδες καινούργιοι και κόκκινοι γυαλίζουν αγκαλιά με τις σταγόνες τους δίπλα στις σκούπες. Δύο-δύο στο κρύο. Έχω μια κουβέρτα ηλεκτρική κάτω από τα σκεπάσματα. Απ' έξω μόνο βρέχει. Στο δωμάτιο, μέσα και κάτω απο το πάπλωμα, έχει ζέστη ηλεκτρική. Όλα ασφαλή και στεγανά. Ούτε σταλίτσα κινέζικη στο μέτωπο δεν θα καταφέρει να τρυπώσει έτσι όπως έχω κουλουριαστεί, ούτε μια αστραπή δεν με τρομάζει, κανένα σύννεφο δεν με βρίσκει. Είμαι ζεστή και εντελώς στεγνή.
Κι΄ αν αισθανθώ κάτι στο σεντόνι μου υγρό, δεν ανησυχώ.
Αίμα και νερό απ'την κοιλιά μου θα ναι.

Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2010

Και εκεί που νομίζεις οτι τουλάχιστον έχεις ξεκάθαρο μέσα στο μυαλό σου το τί σου έχει συμβεί, λες δηλαδή στο παρελθόν μου 1-2-3-4, .. τσούπ!.. εμφανίζεται αίφνης μια ωραία πρωία Το-Νέο και στα ανατρέπει όλα. Εσύ βρε παιδί μου ως τώρα είχες διαμορφωμένη εικόνα για πέντε πράγματα, τα είχες ερμηνεύσει σύμφωνα με τις πληροφορίες και την γνώση σου και ήξερες πού ακριβώς σου πάνε τα 1-2-3-4. Τώρα ξαφνικά έρχεται κάποιος με τον ωραιότατο κατά τα άλλα μαύρο μαρκαδόρο του και αρχίζει να σου μουτζουρώνει ο αδίστακτος την ζωγραφιά σου. Γιατί ρε; Με ρώτησες εμένα αν θέλω-αντέχω και μπορώ τις μουτζούρες σου; Δεν χρειάζεται βεβαίως να σας διευκρινίσω ότι αυτά τα πράγματα συμβαίνουν πάντα σε περιόδους πού ούτε καλά είσαι, ούτε διαθέτεις τα ψυχικά αποθέματα για να το ξεπεράσεις λέγοντας απλά «α ναι; Εντάξει μωρέ, τί σημασία έχει πια;» Όχι βέβαια. Αυτές τις μουτζούρες της αποκατάστασης της αλήθειας σου τις κάνουν πάντοτε αφού έχεις συμβιβαστεί με την ζωγραφιά και το ταλέντο σου, την έχεις καδράρει και κρεμάσει στον τοίχο σου. Πρόκειται για κανονική αποκαθήλωση. Κατεβάζουν την κορνίζα, σπάνε επιδεικτικά το τζαμάκι και αρχίζουν τα πέρα δώθε στην εικόνα με τον χοντρομαρκαδόρο τους. Σου κάνουν και σχόλια. Καλά το είχες βάλει αυτό το δεντράκι εδώ να κάνει παρέα με το πουλάκι(τον έχετε δει αυτον τον τύπο που ζωγραφίζει στην τιβί έτσι;) αλλά στην πραγματικότητα θα έπρεπε να ξέρεις οτι το πουλάκι δεν υπάρχει στην εικόνα και δεν υπήρξε ποτέ γιατί το τρόμαξε νωρίτερα ένας πυροβολισμός. Κοιτάς εσύ την ζωγραφιά σου, ο μαρκαδόρος σου μουτζουρώνει τον κεντρικό χαρακτήρα πάνω στο δέντρο που για αυτόν ζωγράφιζες μόνο, πιάνεται η ψυχή σου, λες όχι δεν μπορεί, εγώ αλλιώς το είχα καταλάβει, εκεί ήταν μη μου το μουτζουρώνεις, αλλά ξέρεις καλά πια και η μουτζουρωμένη εικόνα το επιβεβαιώνει, πως ότι και να λες τώρα, το πουλάκι πάει πέταξε.

Παρασκευή 22 Ιανουαρίου 2010

Ένας φίλος, μου είπε αυτές τις μέρες. «Δεν με φοβίζουν οι φτήνιες σου». Εντάξει, αλλά δεν είχα κανέναν τέτοιο σκοπό έτσι και αλλιώς. Κανέναν σκοπό γενικά.
Ποτέ δεν θα περίμενα να τρομάξει κανείς με τις φτήνιες μου. Μόνο την περίπτωση να σιχαθεί είχα εξετάσει ως πιθανή και αυτή ακόμη δεν με ενοχλεί και τόσο καθώς περνούν τα χρόνια. Είμαι βλέπεις και από αυτό, και από εκείνο και από το άλλο και το ξέρω. Το έχω σχεδόν αποδεχτεί. Εσύ πάλι είχες για κάποιο λόγο εστιάσει μονάχα στο «αυτό μου», και τώρα που ξαφνικά διόρθωσες την όραση την επιλεκτική, ανακαλύπτεις το «εκείνο μου» και καταλαβαίνω, σε σοκάρει και σε ξεβολεύει. Λυπάμαι όμως μα δεν μπορώ να κάνω και πολλά.
Εκτός, εκτός βέβαια και αν τα κατάφερνα τελικά να καταβροχθίσω το πρόσωπο μου και να λιμάρω καλά εκείνα τα απωθητικά χαρακτηριστικά ώστε να μην προεξέχουν και σου χαλούν την όρεξη. Έ; Τί λες; Αν αλλάξω τα μέταλλα της φωνής με πλαστικό ανακυκλώσιμο, αν βάψω το μαύρο μου με δέκα χέρια από το λευκότερο λευκό, αν πασαλείβω τα πρωινά βούτυρο σε φρυγανισμένο ψωμί και υποχρεώσω τον σκύλο να δείχνει χαρούμενος;
Αν τα κατάφερνα θα ήταν καλύτερα; Φυσικά και θα ήταν, το ξέρω.
Τουλάχιστον για εσένα.

(Ξαναδιαβάζω Καβάφη και έπεται ο Έσσε. –Βάλερυ, σε ευχαριστώ θερμά για το βιβλίο-)

Τετάρτη 20 Ιανουαρίου 2010

Είναι φορές που δεν με πειράζει καθόλου να με συνθλίψεις κομμάτι κομμάτι με ότι εργαλείο σκεφτείς και σου είναι πρόχειρο. Γιατί αντέχω και γιατί τίποτα σπουδαίο ή σαν πυροτέχνημα εκρηκτικό δεν θα συμβεί. Καμιά φορά όμως με εξαγριώνουν και σιχαίνομαι αυτό το μελαχρινό που βλέπω να σκουραίνει στα μάτια σου και κάτι περίεργα ρουθουνίσματα που κάνεις άθελά σου. Άλλοτε μου φταίει η γλώσσα σου που τριγυρίζει κατακόκκινη σαν σε τσιφλίκι της στο στόμα μου ή τα δάχτυλά σου όταν γαντζώνονται στην μέση μου και μου τρυπούν τα πλευρά. Είναι όμως και κάτι φράσεις που με γυρνούν ολόκληρη ανάποδα και τα μέσα μου έξω, κι αφήνουν όργανα και σωθικά, θέαμα ειδεχθές, να πάλλονται σε κεντρική σκήνή. Εσύ θεωρείο πρώτο. Πλαταγίζεις τα χείλη και κάνεις δηλώσεις. Λες,
«θα μπω μέσα σου!»
Χα! στην έφερα. Δεν μπορείς- δεν μπορείς... Το μέσα μου βγήκε έξω μου, να το εδώ μπροστά σου το μονοπάτι με τον τράχηλο, πουθενά δεν θα πας, πουθενά δεν θα μπεις, δεν έχει μέσα τίποτα εκτός από δέρμα σκέτο και μια επιδερμική βαρεμάρα πρώτης στιβάδας. Ορίστε, στην έφερα!

Αν νομίζεις πως έχεις τα κότσια και επιμένεις στις δηλώσεις, έλα εδώ τώρα να σε δω να χαϊδεύεις τα όργανα μου έτσι όπως κρέμονται απέξω χαλαρά και λερώνουν το πάτωμα.
Κρέμομαι απο τον πάγκο στο μπαρ που θα με βρεις πάντα αν έρθεις στα χανια. Κρατιέμαι απο ένα μπουκάλι μπίρα απο το οποίο πίνω γρήγορα, πιο γρήγορα απο όσο θα ήθελα, ίσα ίσα για να μην ζεσταθεί και αποκτήσει γεύση αυτό το ξέπλυμα το γνωστό ως γιατί-έτσι-μας-αρέσει. Έχω βγάλει και το χαρτί απο το μπουκάλι. Μηχανικά και αμήχανα το ξεκόλησα και τώρα το χω κάνει χάρτινο μπαλάκι και το κρατάω ανάμεσα στο μεγάλο δάχτυλο και τον δείκτη. Κανονικά προτιμώ το κονιάκ. Για πολλούς λόγους. Μου αρέσει η μυρωδιά του, το χρώμα του, απολαμβάνω τον τρόπο που με τσούζει λίγο στο στόμα και μετά με ζεσταίνει. Ακόμη και το ποτήρι του κονιάκ μου αρέσει. Και κάνω ότι μπορώ για να το ζεστάνω στις χούφτες μου, και το τριγυρνάω στα χέρια μου και δεν το αφήνω ούτε λεπτό να ηρεμήσει. Και σε αντίθεση με την μπίρα, αυτό το περιμένω να ζεσταθεί. Α, και δεν του ξεκολάω αμήχανα κανένα χαρτάκι αυτοκόλλητο. Αλλά σήμερα που κρέμομαι εδώ, πίνω μπίρα. Την πέμπτη ή την έκτη τώρα θα σας γελάσω. Θέλω να μεθύσω. Είπα, μετά από ανηλεές διάβασμα που γινόταν όλο και πιο δύσκολο ώρα με την ώρα ακριβώς γιατί το μυαλό μου δεν μπορούσε να πειστεί οτι το διάβασμα ήταν ότι σοβαρότερο μου συνέβαινε εκείνη την στιγμή και πηδούσε ασυγκράτητο σε άλλα θέματα που του φαινόντουσαν καλύτερα, μετά απο όλα αυτά, είπα, οτι θα βγω έξω και θα γίνω ντέφι. Ή τουμπερλέκι. Ή κάποιο άλλο λάγνο εξ ανατολής μουσικό όργανο. Ορίστε λοιπόν τώρα κρατιέμαι απο ένα ακόμη μπουκάλι μπίρα. Θα ζαλιζόμουν πολύ καλύτερα αν είχα παραγγείλει ένα κονιάκ. Θα το ευχαριστιόμουν μάλιστα περισσότερο. Γιατί πολύ απλά το κονιάκ μου αρέσει, ενώ η συγκεκριμένη τουλάχιστον μπίρα θυμίζει στην καλύτερη περιπτωση απόνερα απο ποδόλουτρο. Αλλά όχι. Θα πιω μπίρα. Θα φουσκώσει η κοιλιά μου, θα πάω στην βρομερή τουαλέτα του μπαρ δέκα φορές, αύριο θα μυρίζω μπίρα σε κάθε πόρο του δέρματός μου και θα αναγουλιάζω, θα καταριέμαι την ηλίθια επιλογή μου και θα με φτύνω που δεν πήρα το ποτό που πραγματικά μου αρέσει, αλλά όλα αυτά δεν έχουν σημασία. Σήμερα εγώ θα μεθύσω με μπίρα. Και καλά να πάθω. Γιατί όταν ο μπάρμαν με ρώτησε «τί θα πάρεις»
σκέφτηκα απο μέσα μου με όλη μου την δύναμη "κονιάκ!" αλλά απο έξω μου, είπα
«μια μπίρα».

Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2010

Κάνει έναν καιρό, άλλο πράγμα. Λές και αποφάσισε ο ουρανός να ξεπλύνει όλο το κατακάθι που είχε μαζευτεί μέσα μου. Ναι, ναι, εγώ φταίω, πρόκειται για προσωπική βροχή. Τώρα αν έχετε μαζέψει και σεις κατακάθια και έχετε βάλει το χεράκι σας για την νεροποντή, δεν το ξέρω και έτσι θα αναγκαστώ να δεχτώ πως ίσως να σας αναλογούν μερικά κυβικά εκατοστά μπουγαδόνερου. Ο κόσμος λοιπόν αυτές τις μέρες πλένεται, μετά θα στεγνώσει ωραία ωραία με μανταλάκια πολύχρωμα στον ήλιο και έπειτα θα το παίζει γόης και θα γυαλίζει καθαρός. Εγώ πάλι δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω να με περάσω λούστρο καινούργιο για να γυαλίσω και να το παίξω κάτιτίς ελκυστικό. Μου φαίνομαι πολύ παλιά, πολύ φθαρμένη, πολύ γνωστή και πλύσιμο-ξεπλύσιμο, δύσκολα θα αστράψω και θα κάνω αυτόν τον τριζάτο ήχο του καθαρού. Στενοχωριέμαι λίγο. Με αισθάνομαι σαν ένα παλιό ζευγάρι κάλτσες. Μπορεί να είναι απαλές, αλλά είναι παλιές και πάντα υπάρχει ο κίνδυνος να τρυπήσουν και να σου μείνει κανένα δάχτυλο ακάλυπτο. Για όλη αυτή την αίσθηση αντίκας που έχω τελευταία κατηγορώ την επιστροφή μου στο παιδικό μου δωμάτιο. Ναι, νομίζω πως αυτό φταίει. Πρώτα πρώτα το θυμάμαι μεγάλο και αυτό είναι μικρό. Έπειτα το θυμάμαι καινούργιο ενώ έχει ολοφάνερα παλιώσει, μαζί με το υπόλοιπο σπίτι. Τα βιβλία μου γράφουν στις ράχες τους το εξωφρενικό «εφηβική βιβλιοθήκη», τα ρούχα της μαμάς μου έχουν κάνει κατάληψη στις ντουλάπες μου και ακόμη και η αφίσα του Σον δεν είναι στην θέση της πίσω απο την πόρτα. (του Κόνερυ τί ποιού Σον; Ναι, είχα και εγώ έναν κινηματογραφικό έρωτα απαγορεύεται; Και τί που ήταν γέρος; Εγώ αυτόν ήθελα!)
Δεν μπορώ να βρω την θέση μου σε αυτό το δωμάτιο. Είναι χαζό, αλλά μου συμβαίνει να βιώνω την αποξένωση μέσα στο ίδιο το δωμάτιο που μεγάλωσα. Και το σπίτι στην Αθήνα δεν είναι καλύτερο μην νομίζετε. Γιατί εκείνο, είναι καινούργιο, είναι δικό μου, δεν έχει ρούχα της μαμάς και ούτε αίσθηση παλιού, αλλά του λείπει το συναισθηματικό φορτίο. Είναι το σπίτι στην Αθήνα. Δεν είναι το σπίτι μου. Μπορεί να φταίω εγώ που αρνούμαι να βάλω το «μου» και να τελειώνουμε με αυτή την αστεία υπόθεση με τις κτητικές αντωνυμίες. Αλλά δεν μπορώ. Εκεί δεν μπορώ, εδώ δεν μπορώ, πουθενά δεν μπορώ. Ξεσηκώνεται θύελα μέσα μου και τραβάω ζόρι. Δεν ανήκω πουθενά. Όπου γης και πατρίς. Μα έτσι δεν νομίζω πως θα την βγάλω ακόμη για πολύ...
Βρε μπας και η βροχή ξέσπασε για μας τα σαλιγκάρια;

Σάββατο 16 Ιανουαρίου 2010

δεν την παλεύω άλλο

Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010

Τί δουλειά έχω εγώ με αυτούς τους εμπόρους και τις συναλαγματικές τους ισσοτιμίες; Πού βρέθηκαν και με ξετρύπωσαν, αφού εδώ και χρόνια, απο τον 14ο αιώνα ακόμα κρυβόμουν απο κάτι τέτοιους σαν και του λόγου τους. Τί θέλουν τώρα; Τα χρωστούμενα; Τίποτα δεν σας δίνω, τίποτα δεν θα βρείτε να μου πάρετε. Τα έχω καταπιεί όλα όσα είχα μετρητά και αμέτρητα, και τώρα κοχλάζουν στο στομάχι μου. Δεν έχω απο το ρευστό που ψάχνετε. Έχω μόνο απο το άλλο. Το εσωτερικό ρευστό. Όχι το αίμα καλέ. Το άλλο. Αυτό που γυροφέρνει μέσα μας και μία φουρτουνιάζει, μια ηρεμεί, μια ξεχυλίζει και μας πνίγει; Αυτό το άλλοτε μαβί, άλλοτε άσπρο γαλακτερό, άλλοτε διάφανο κι άλλοτε κόκκινο κατακκόκινο-κόκκινα-χείλη-φίλησα-και-έβαψε-το-μαντίλι; Αυτό. Τέτοιο ρευστό μόνο έχω και σε τέτοιο αν θέλετε πληρώνω. Έχω βλέπετε καλό αποθεματικό, τόσο καλό που μάλιστα πολλοί εποφθαλμιούν τις αποταμιεύσεις μου. Μόνο μία δυσκολία μικρή υπάρχει. Αν θέλετε να πληρωθείτε σε τέτοιο ρευστό, χρειάζεστε κάρτα ανάληψης. Και τέτοιες σταμάτησα να εκδίδω.
Διάλογοι. (με τον Μάνο και την Σοφία)

«Ποιος είν' τρελός από έρωτα;
Ας κάνει λάκκους την αυγή.
Να πάμε εκεί να πιούμε τη βροχή.
Μια που εμείς σε όποια στέγη αράξουμε,
σε όποια αυλή,
ο άνεμος χαλνάει τον ουρανό, τα δέντρα.
Κι η στείρα γη μέσα σε μας βουλιάζει.»

-Βρέχει απο χθες και εγώ ούτε έναν λάκο δεν βρίσκω. Έκανα ολόκληρο τον κήπο μας πάνω-κάτω δυό φορές βήμα το βήμα, και τίποτα. Ούτε λάκος, ούτε λακουβίτσα. Τίποτα. Κι’ άντε να ξεδιψάσεις τώρα την στείρα γη...

«Τι ζητάς Αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά δε μου δίνεις σημασία κι η καρδιά μου πώς βαστά.
Σ' αγαπήσανε στον κόσμο βασιλιάδες, ποιητές κι ένα κλωναράκι δυόσμο δεν τούς χάρισες ποτές.»

-Μα και τα αγκάθια έχουν αναμφίβολα, μια κάποια αξία. Ε;


«Ο Γιάννης ο φονιάς παιδί μιας Πατρινιάς κι ενός Μεσολογγίτη
προχτές την Κυριακή μετά τη φυλακή επέρασε απ’ το σπίτι.
Του βγάλαμε γλυκό τού βγάλαμε και μέντα μα για το φονικό δεν είπαμε κουβέντα.
Μονάχα το Φροσί με δάκρυ θαλασσί στα μάτια τα μεγάλα
τού φίλησε βουβά τα χέρια τ’ ακριβά και βγήκε από τη σάλα.
Δεν μπόρεσε κανείς τον πόνο της ν’ αντέξει
Κι ούτε ένας συγγενής να πει δεν βρήκε λέξη.
Κι ο Γιάννης ο φονιάς στην άκρη της γωνιάς με του καημού τ’ αγκάθι
Θυμήθηκε ξανά φεγγάρια μακρινά και τ’ όνειρο που εχάθη»

-Ο Γιάννης ο φονιάς, σίγουρα έκανε δίκαιο φόνο. Αλλιώτικα το Φροσί δεν θα έκλαιγε γαλάζια δάκρυα. Αθώος.


-«Το πρωί με ξυπνάς με φιλιά»
-μμ, σιγά...
-«Μου χαϊδεύεις μετά τα μαλλιά»
-ναι καλά...
-«όλη μέρα γελάς, λόγια λες τρυφερά, και γεμίζεις το σπίτι χαρά»
-μα τί λες; Τί είναι αυτά;
-τραγούδια
-α, καλά, τραγούδα.

Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2010

Μαντίλια, φίλοι μου, μικροβιοσυλλέκτες μου, κινητές μου μολυσματικές μονάδες, που συσσωρεύεστε στο πλάι μου απο χθες.. Αγαπημένοι μου σύντροφοι, συνοδοιπόροι στο γριπιασμένο μονοπάτι που βαδίζω...
Μια κούτα χαρτομάντιλα έχω χρησιμοποιήσει βρε παιδιά, και η καταρροή ακάθεκτη συνεχίζει και δεν λέει να με εγκαταλείψει. Κρίμα και νόμιζα πως θα τον έβγαζα τον χειμώνα χωρίς άλλα τραβήγματα -τώρα που έβαλα και μάλλινο-.
Ας είναι. Εδώ ο κόσμος χάνεται, οι αιώνιοι κόμποι του συμπαντικού σκοινιού λύνονται ένας ένας, οι αθάνατοι πεθαίνουν, το συνάχι θα μας τρομάξει; Πιφ, σιγά.
Λοιπόν, έχω αυτή την καταπληκτική ιδέα για την μεγάλη έξοδο. Λέω αφού τελειοποιήσω τις φανταστρουμφικές μου ικανότητες για εξωσωμάτωση και αστρικά ταξίδια, να προσαρμόσω στο μπρατσο μου ένα ορό με ενδοφλέβιο υπνωτικό που θα με ρίξει σε καταστολή μονίμως ώστε να την κάνω για ταξίδια αλαργινά και ονειρεμένα. Γιατί βαρέθηκα. Πολύ όμως. Και βαρέθηκα να λέω οτι βαρέθηκα. Και βαρέθηκα να προσπαθώ να μην βαριέμαι. Επιπλέον έχω βαρεθεί την επινοημένη μελαγχολία. Αυτή δηλαδή που πρέπει να συνοδεύεται απαραίτητα από τις κατάλληλες καιρικές συνθήκες, την προσεκτικά επιλεγμένη μουσική και φυσικά την ανάλογη μουτρωμένη φάτσα, μαύρα ρούχα και ένα κασκόλ (προσοχή το κασκόλ είναι απαραίτητο). Οι άνθρωποι που πραγματικά δεν είναι καλά, αυτοί που ξέρω με απόλυτη βεβαιότητα οτι δεν είναι καλά, είναι και οι πιο γελαστές φάτσες της μέρας μου. Όχι επειδή είναι δήθεν σπουδαίοι και το παλεύουν με αξιοπρέπεια και άλλα τέτοια. Επειδή ξέρουν ότι αν έχουν μια ελπίδα να την σκαπουλάρουν, αυτή είναι να επιβάλουν το χαμόγελο στην μαυρίλα τους. Αλλά εγώ και αυτό ακόμη βαρέθηκα να το κάνω. Αυτές τις μέρες ομολογώ το προσπάθησα, το πάλεψα πολύ, φόρεσα όλα τα χρώματα της ντουλάπας μου μαζί μέχρι που άρχισα να θυμίζω τροβαδούρο του μεσαίωνα και ζογκλέρ της αυλής των Λουδοβίκων, χοροπήδηξα τριγύρω, κουτρουβάλησα, αλλά, τζίφος. Απόλυτη αποτυχία. Νομίζω πως αισθάνομαι διαφορετικά. Βαρέθηκα να είμαι το γελαστό καραγκιοζάκι με το κορδόνι ανάμεσα στα σκέλια και αρνούμαι να κάνω εκτάσεις κατά τις ορέξεις του κάθε εξυπνάκια που παίζει με το κορδόνι μου. Αυτό που δεν καταφέρνω ακόμη, είναι να κόψω το άτιμο το κορδόνι και να τελειώνουμε άπαξ διαπαντός. Οπότε κρέμεται εκεί ανάμεσα ακόμη και εγώ μία κουνιέμαι όταν το τραβούν, μία κάνω την πάπια. Αυτή την περίοδο ας πούμε θα κάνω την πάπια και θα συχνάζω σε μια λίμνη εδώ κοντά που με ταϊζουν ψωμάκια και περνάω ωραία.
Το θέμα είναι για πόσο;

Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2010

Θα σας πω τί πίστευα πάντα για τα αγοράκια. Για αρχή ομολογώ πως είχα πάντα την πεποίθηση πως τα αγόρια και ο συναισθηματισμός έχουν τόσες σχέσεις όσες το καρπούζι με το πιστολάκι για τα μαλλιά. Πάντα νόμιζα πως δρουν και σκέφτονται με άξονα την λογική και το συμφέρον. Στο μυαλό μου βλεπετε τα αγόρια ποτέ δεν «θέλουν να» αλλά πάντα «πιστεύουν ότι». Δεν χαζεύουν ποτέ απο τα παράθυρα, δεν κάνουν ηλίθια ροζ όνειρα λίγο πριν κοιμηθούν, δεν γράφουν στίχους, δεν ερωτεύονται τραγούδια, δεν πάνε ποτέ μόνα τους για βόλτα, δεν παθιάζονται και δεν αγαπούν έτσι ώστε να ηλεκτρίζονται με μια σκέψη από τα νύχια ως την κορφή, δεν , δεν, δεν. Νόμιζα πάντα πως είναι φτιαγμένα απο γρανίτη γκρί και έχουν μόνο απότομες και κοφτερές γωνίες. Επίσης, όταν συναντούσα κανένα αγόρι που φαινόταν να κάνει τα παραπάνω "κοριτσίστικα", δεν το πίστευα. Απλώς θεωρούσα πως υποκρίνεται το καρπούζι ενώ στην πραγματικότητα είναι ένα πιστολάκι για τα μαλλιά. Οπότε το κοιτούσα και εγώ με μισό μάτι, «σιγά μην είσαι κόκκινος απο μέσα με σποράκια» έλεγα, και τον άφηνα να υποστηρίζει τα δικά του, ενώ μέσα μου είχα ήδη διαγράψει την πιθανότητα να λέει την αλήθεια. Νομίζω πως για όλα φταίει ο πατέρας μου, και ας κινδυνεύω έτσι να φανώ οπαδός του Φρόυντ, που δεν είμαι. Όμως αλήθεια, το θυμάμαι σαν τώρα στην πρώτη μου ερωτική απογοήτευση, όταν χώρισα στην εφηβεία μου (και απελπίστηκα βέβαια γιατί ήταν λες και είχε μόλις καταστραφεί ο κόσμος και με είχαν ενημερώσει οτι ξεκινούσε πυρηνικός πόλεμος και παράλληλη εισβολή εξωγήινων με εχθρικές διαθέσεις και υπερσύγχρονα όπλα ικανά να μας εξολοθρεύσουν σε δέκατα του δευτερολέπτου). Ο μπαμπάς μου ήρθε τότε στο κρεββάτι μου που είχε γίνει ένα μεγάλο κουκούλι απο μύξες και κλάματα και μου είπε: «Οι άντρες είναι σαν τα λεωφορεία μωρό μου. Εσύ θα κατεβαίνεις στην στάση και θα παίρνεις το επόμενο.» Ατίθασο πνεύμα απο τότε τον ρώτησα ανάμεσα σε αναφιλητά τί γίνεται αν εγώ το μόνο που θέλω είναι να φτάσω στο τέρμα. Νομίζω γέλασε και μου είπε πως το τέρμα δεν υπάρχει. Τελικά λοιπόν ίσως να με επιρέασε. Εκεί που έβλεπα τα αγόρια σαν γρανιτένιους όγκους με αιχμές, μετά άρχισα να τα συγκρίνω με τα λεωφορεία. Στάση εδώ, στάση εκεί, στάση Κολιάτσου. Ωραία διαδρομή κάνει τούτο, βολεύει η γραμμή αυτή, πού έχει ανταπόκριση το άλλο, ά, να και ένα του ΚΤΕΛ που πάει στα χωριά και πάει λέγοντας.
Πάντως καρπούζια τα αγόρια δεν γίνανε ποτέ στο μυαλό μου. Γι αυτό και τώρα ακόμη είμαι δύσπιστη και δεν το χωράει εύκολα ο νους μου ακόμη και για τους φίλους μου πως είναι απο μέσα τους κόκκινοι με σποράκια. Γιατί τα κορίτσια μαθαίνουν να βλέπουν τα αγόρια, σαν καλώδια, ρεύματα, ενώσεις με συρματάκια, φλόγιστρα, ρόδες, γρανίτες και μέταλλα. Και τώρα πια, αν κανείς καημένος τολμήσει να δείξει τα σποράκια της καρδούλας του, είμαι ικανή από δυσπιστία και μόνο να τα κάνω πασατέμπο και να τα μασουλήσω ατάραχη στο σινεμά...
Δεν έχει δρόμο απο δω που πας! Τρεις φορές το προσπάθησες και ακόμα να το μάθεις. Δεν έχει δρόμο! Θα τσακιστείς κ΄υστερα θα κλαις που ξεματώνουν τα πόδια σου στις πέτρες! Γιατί δεν μ ακούς;

Τούτη την φορά έμαθα. Θα ακροπατήσω ανάμεσα στα λιθάρια σαν μπαλαρίνα. Μέχρι να σκονιστούν τα πόδια απο το χώμα θα τα ξεπλένει ο άνεμος.

Είσαι τρελή! Δεν θα τα καταφέρεις ποτέ. Και το φίδι; Τί θα κάνεις με το φίδι; Αν σε αρπάξει θα σε δαγκώσει και ύστερα θα πετρώσεις για πάντα.

Σιγά τον δράκοντα! Θα φορέσω την προστατευτική στολή που μου δάνεισε ο φίλος μου, ο γερο-μπάτλερ του Μπάτμαν, και το φίδι θα μπορεί να δαγκώσει μονάχα την γλώσσα του!

Ωραία. Και πές πως δεν τσακίστηκες και δεν σε δάγκωσε το φίδι. Την Μεγάλη-Χαράδρα-Πριν-Το-Τέλος πώς θα την περάσεις; Αν πέσεις θα κάνεις βουτιά στο κέντρο του κόσμου και θα λιώσεις απο την ζέστη στον πυρήνα!

Δεν θα την περάσω. Μόνο να καθίσω εκεί στην άκρια θέλω που είναι ρομαντικά, να κουνώ τα πόδια μου πάνω από το κέντρο του κόσμου και να τον περιμένω.

Και αν δεν έρθει;

Θα περιμένω.

Και αν δεν έρθει ποτέ;

Θα περιμένω ακόμη.

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2010

Όταν κάτι δεν πάει καλά το νιώθεις στα έντερά σου. Νιώθεις το επικείμενο κακό να ανακατεύεται και να σπρώχνει τα σωθικά σου, να κουνιέται βασανιστικά μέσα σου και να σου φέρνει διαρκώς αναγούλες και αυτή την αίσθηση του «κάτι θα γίνει σας λέω». Αυτό το κάτι συνήθως είναι κακό. Όχι πάντα, μα συνήθως ναι και μάλιστα τις περισσότερες φορές είναι ένα κακό, μια συμφορά ή ένα λάθος που το φορτώνεις μόνος σου στον εαυτό σου χρησιμοποιώντας αυτή την καταπληκτική ιδιότητα των ανθρώπων να τα κάνουν «σαν τα μούτρα τους» . Με τον καιρό πάντως και μετά απο τουλάχιστον 100 φορές που πεισματικά αρνήθηκες να πειστείς για την εγκυρότητα της ανακατωσούρας σου και έφαγες μεγαλοπρεπώς τα μούτρα σου, μαθαίνεις τελικά να εμπιστεύεσαι αυτό το περίεργο προαίσθημα που φουσκώνει πού και που την κοιλιά σου. Έχει μάλιστα και διαβαθμίσεις, σαν τα κουδούνια του θεάτρου. Αρχίζει με ανακατωσούρα σαν εκείνη σε βάρκα με απαλό κυματισμό και ένα κουδουνάκι μικρό, από εκείνα που χαν οι αριστοκράτες στα τραπέζια τους για να φωνάζουν τους υπηρέτες κάθε που τους καρφωνόταν μια σαχλαμάρα στο κεφάλι, το οποίο κουδουνίζει μέσα σου διακριτικά μεν, προειδοποιητικά δε. Αυτό το πρώτο στάδιο επειδή είναι σχετικά ήπιο μπορείς εύκολα να το αγνοήσεις αν είσαι και λίγο πείσμων (γάιδαρος και ξεροκέφαλος δηλαδή και θες να κάνεις διαρκώς του κεφαλιού σου). Έτσι αναπόφευκτα περνάς στο δεύτερο, καθώς έχεις πλησιάσει κοντύτερα στο «λάθος», και το μαύρο «κακό» πλέον σε γυροφέρνει και σε μυρίζεται στα απόκρυφα, γιατί πως να το κάνουμε του φαίνεσαι νοστιμούλικο. Η δεύτερη ανακατωσούρα είναι εκείνη της φουσκοθαλασσιάς. Αν υποθέσουμε οτι δεν σας έχει τύχει και ζορίζεστε να καταλάβετε τα θαλασσινά παραδείγματα βάλτε αντί για θάλασσα ένα ταξίδι 10ωρο με αυτοκίνητο σε βουνό με δρόμο 5 ώρες φιδογυριστό, και άλλες 5 ζιγκ ζαγκ. Και το κουδούνι αλλάζει. Τώρα είναι σαν εκείνο που κρεμούν στα ζωντανά τους οι βοσκοί για να μην τα χάνουν, μόνο που στην περίπτωσή μας κάποιος το έχει κρεμάσει ανάμεσα σε στήθος και στομάχι και όταν βαράει συνταράσσει τα εσωτερικά όργανα. Ναι είμαστε πολύ κοντά στο μέγα σφάλμα τώρα και το σώμα το ξέρει. Η τρίτη και τελευταία φάση συνήθως συμβαίνει την στιγμή την ίδια που έχουμε αγκαλιάσει το κακό μας το συναπάντημα και κάνουμε το πρώτο βήμα μέσα στην λαθεμένη επιλογή. Την στιγμή αυτή, ταυτόχρονα έχουμε τάση για έμετο απο σοβαρή ναυτία για την οποία η δραμαμίνη δεν έκανε και πολλά, και παράλληλα το καμπαναριό του Αη Σώστη, μεγάλη η χάρη του, βαράει εντός μας και τις πέντε μαντεμένιες καμπάνες του ωσάν να επέρχεται συντέλεια, καταστροφή, αφανισμός. Και ω, ναι, καλά το καταλάβατε. Δεν έχει πια σημασία. Γιατί όσο και να βαράει ο Αη Σώστης και όσο και να έχει κανείς διπλωθεί στα δύο απο τον στομαχόπονο και τον εμετό, το κακό έχει ήδη γίνει.
Συμπέρασμα; Την επόμενη φορά να ‘χεις το νού σου για το πρώτο κουδούνι.

Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2010

Έχω μια μικρή πληγή. Δεν την βλέπεις ευτυχώς εύκολα και ας είναι βαθιά. Κατά λάθος το έπαθα όταν έπαιζα σε ένα ξένο χωράφι. Βάλθηκα εκείνον τον καιρό να μου μάθω πως οι πόνοι είναι ονειροφαντασίες του μυαλού. Πώς όλα αρχίζουν και τελειώνουν με την θέληση. Παίζαμε με εκείνο το παιδάκι, δεν το ήξερα καλά. Καθόλου δηλαδή. Ήταν φίλος μιας φίλης μου και άντε να είχαμε πιει και δύο φορές το γάλα μας παρέα. Παίζαμε στο χωράφι του. Με τύλιγε αυτός με το σκοινί σαν λουκάνικο σφιχτά, κι όταν περνούσε τις θηλειές στο στομάχι απο τον θώρακα και κάτω, μου έλεγε να κρατάω την ανάσα μου, να ρουφιέται η κοιλιά και να δένει το σκοινί καλύτερα. Άμα πια με έδεσε πάνω κάτω απο την κορφή ως τα νύχια και έμοιαζα με κουβαρίστρα της γιαγιας μου, τότε άρχισε να με σπρώχνει. Δεν είχα ισοροπία, στο τέλος έπεσα. Αφού με πέταξε κάτω, πρώτα με έβρισε και μετά με κυλούσε σπρώχνοντας με την μπότα του. Βαρέθηκα εγώ. Πόνεσα λίγο στην αρχή, μα μετά ήταν βαρετό. Όλο κυλούσα σαν βαρελάκι και με βρίσκαν οι πέτρες στο πρόσωπο. Είχα πει δεν πονάω, δεν πονούσα. Μόνο πολύ βαρετά ήταν και ζοριζόταν και η ανάσα μου. Και αυτός βαρέθηκε μετά. Γι’ αυτό με άφησε δεμένη στο χωράφι και πήγε να βρει την φίλη μας. Ούτε που μου είπε αν θα γυρνούσε για να με λύσει. Και έμεινα δεμένη στο χώμα με το πρόσωπο στις πέτρες και ζορισμένα πνευμόνια για ώρες. Αυτοί θα περνούσαν ωραία. Μπορεί και να τρώγανε κρουασάν με σοκολάτα. Το χωράφι δεν μπορούσα να το δω. Ούτε να φωνάξω μπορούσα γιατί δεν μου έφτανε η ανάσα. Κι’ ύστερα ποιον να φώναζα; Αυτοί θα τρώγαν τώρα τα κρουασάν τους. Δυό μέρες νομίζω αργότερα ήρθε για να με λύσει. Δεν με πείραξε και δεν του θύμωσα που άργησε. Άλλωστε είχα ήδη αποφασίσει πως δεν μου έκανε για παρέα. Το μόνο που με ενόχλησε είναι που εκεί στο στήθος, στην αριστερή θηλή περισσότερο, το σκατόσκοινο είχε μπηχτεί με βία στο δέρμα και είχε αφήσει μέσα μου μικροσκοπικές σκλήθρες.
Απο τότε κάθε φορά που κάτιτίς αγγίζει το στήθος μου, πονάω.
Κάθομαι στο χαλί πλάι στον θερμοσυσσωρευτή και δίπλα στο τραπέζι της τραπεζαρίας που δεν τρώει ποτέ κανείς. Εκτός και αν έχουμε καλεσμένους, πράγμα σπάνιο, και εγώ και η μαμά, τρώμε στο μικρό τραπέζι στην κουζίνα. Η κάθε μία μόνη της με το βιβλίο της. Είναι κοινή μας συνήθεια αυτή. Καθόμαστε πάντοτε για φαγητό με ένα βιβλίο. Ποτέ καινούργιο βιβλίο. Συνήθως είναι τόσο γνωστό και πολυδιαβασμένο, που γυρνάμε τις σελίδες αμέσως στο κομμάτι που ταιριάζει με το φαγητό και την όρεξη μας κάθε φορά. Με κλειστά μάτια και απέξω σου, ξέρεις την επόμενη φράση, τους χαρακτήρες, τα καλά και τα ψεγάδια τους, την πλοκή, το τέλος. Και αυτό το γνωστό τέλος είναι που κάνει την διαφορά. Δεν υπάρχει αγωνία, προσμονή, ένταση. Διαβάζεις για να περνάει η ώρα ενώ τρως. Γίνεται ξαφνικά το βιβλίο ένα εξάρτημα σαν το πιρούνι και το μαχαίρι σου, εξυπηρετεί προς στιγμή τον σκοπό σου και έπειτα θα το αφήσεις στην άκρη με μια αίσθηση αγάπης και βαθιάς ευγνωμοσύνης αλλά δίχως να έχεις ριψοκινδυνέψει ούτε για μια φορά να σου σταθεί η μπουκιά απο έκπληξη ή να σου καθίσει στο στομάχι το φαγητό μετά από μια αναπάντεχη εξέλιξη, μια ανατροπή, έναν θάνατο ή έναν ενοχλητικό γάμο.

Δεν φαντάζεστε πόσο θλίβομαι κάθε φορά που διαπιστώνω πως καμιά φορά και εγώ μαζί με άλλους, ζω την ζωή μου λες και διαβάζω το βιβλίο του μεσημεριανού φαγητού.

Παρασκευή 8 Ιανουαρίου 2010

Εκείνος μου λέει, «δεν έχω λίγο - δεν έχω λίγο». Καλά λέει. Πολλά βάζεις πολλά παίρνεις, έλα λοιπόν, να γυρνάει η μπίλια να παίρνουμε οι παίκτες τα ρίσκα μας σιγά σιγά. Όποιος δεν γουστάρει να φύγει απο το καζίνο. Να πάει να κλειστεί στο σπιτάκι του και να πίνει χαμομήλι με τους υπόλοιπους παρατημένους στον καναπέ. Εδώ πονταρουμε. Άλλοι θα φύγουνε με δέκα σπίτια, αμάξι και κουνελάκια του πλέιμπόι, άλλοι θα χάσουν το πατρικό τους και το προικώο χωραφάκι της μαμάς τους, άλλοι θα γεμίσουν μελανιές απο το ξύλο και θα τους πετάξουν έξω πυξ λαξ οι μπράβοι και άλλοι θα βγουν απο την πόρτα αγκαζαρισμένοι με την Αγάπη. Οι τελευταίοι δεν το συζητάμε, είναι οι καλύτεροι του χωριού. Αυτούς δεν τους νοιάζει αν έχουν αμάξι και χωράφι. Περπατάνε στα σκοτάδια και στις σκιές και ξαπλώνουν ο ένας στα σπλάχνα του άλλου. Πρώτα όμως ρισκάρανε. Τους είχε φάει ο φόβος και η αμφιβολία. Τσακίσανε τα κόκαλα τους σε διλήμματα περί φρονιμάδας και αισθήματος. Και τελικά βρεθήκανε. Και τώρα βγαίνουν αγκαζέ κερδισμένοι και ήρεμοι απο το καζίνο. Και είναι ωραία.

Πέμπτη 7 Ιανουαρίου 2010

Όταν σκοτεινιάζει, βαραίνουν τα βλέφαρα και γλυκαίνει η ματιά σου. Βασιλεύεις. Παίζεις ασυναίσθητα με μια τουφίτσα από τα μαλλιά και κοιτάς αφηρημένα τον δρόμο. Να γυρίσεις στο σπίτι. Είναι η ώρα τέτοια που το καλεί. Τα κρύα σεντόνια σου, μια πιτζάμα αφημένη όπως-όπως πάνω στο στρώμα απ’ το πρωί, και τα κλειδιά σου που κουδουνίζουν μόνο για ένα λεπτό στην κλειδαριά. Το σπίτι. Σου. Εκεί που κλειδώθηκες όσα βράδια δεν άντεχες να δείξεις το πρόσωπο σου σε φίλους και γνωστούς γιατί είχε παραμορφωθεί απο τον πόνο. Εκεί που άνοιξες τις πόρτες για να γιορτάσεις τις μέρες που το πρόσωπό σου φέγγιζε ολόλαμπρες χαρές. Τώρα σκοτάδι. Δύσκολες ώρες. Η μουσική στέκει πιο πέρα, κάνει ένα βήμα να σε αγκαλιάσει, της λες «δεν μου φτάνεις» προστάζεις «φύγε από εδώ» και εκείνη γυρνάει με το κεφάλι σκυμμένο στο ηχείο της. Σκοτάδι. Τα σεντόνια ακόμα κρύα, ατσαλάκωτα και μυρωδάτα από το απορρυπαντικό. Σε ποια πτυχή του υφάσματος κρύβεται η μυρωδιά που ψάχνεις; Να την κατάπιε ο κάδος του πλυντηρίου, να την στέγνωσε ο χθεσινός αέρας στα σκοινιά, να κολλαρίστηκε στο σίδερο και χάθηκε; Ξαπλώνεις. Το ταβάνι δεν βοηθάει, δεν συγκρατεί μυρωδιές. Αγκαλιάζεις το μαξιλάρι και γυρνάς πίσω. Το προσωπικό σου φιλμ παίζει σε επανάληψη. Ανακαλείς την αίσθηση. Να βυθιστείς μέσα της. Και αν την ονειρευτείς θα είναι καλύτερα. Το ξέρεις.
Οι μυρωδιές στα όνειρα είναι ονειρεμένα αληθινές.

Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2010

Α)

Πρώτα,
-Γιατί είσαι έτσι;
-Γιατί έτσι είμαι.

Μετά,
-Δεν μου αρέσουν τα μαλλιά σου.
-Θα τα αλλάξω.
-Ούτε τα παπούτσια σου.
-Τα αλλάζω και αυτά.
-Και τα ρούχα σου.
-Στα σκουπίδια.
-Η συμπεριφορά σου.
-Θα μάθω.

Πιο μετά,
-Σ αγαπώ
-Και εγώ.

Τέλος,
-Γιατί είσαι έτσι;
-Δεν ξέρω.

Β)
Έχω σκιστεί σε χίλια διάφανα και άοσμα κομμάτια και πλανιέμαι ανάμεσα σε άγνωστα άστρα. Αυτά λάμπουν χαρούμενα. Τα ζηλεύω και πασχίζω για το μέσα φως.
Τσακώνομαι ολημερίς με την άλλη μέσα μου. Της λέω:
-Η αυτοκυριαρχία είναι αρετή!
-Ο έλεγχος και η ικανότητα επιβολής της λογικής στην παρόρμηση είναι αρετή!
-Η νοητική διεργασία υπερέχει σε αξία και ουσία της συναισθηματικής!
-Ο νους προσφέρει ικανοποίηση τέτοια που ξεπερνά την συναισθηματική έγερση και την σωματική ηδονή μαζί!
Όλα αυτά της λέω. Και εκείνη με πείσμα και θράσος απαντά περιπαιχτικά ενώ εκτοξεύεται προς το μαύρο μπροστά.
Εμένα με διώξανε από το Θιβέτ την πρώτη μέρα όταν έδειξα τα στήθη μου στον γιόγκι. Κατούρησα τον στύλο του στυλίτη. Βούλιαξα τρεις συνεχόμενες μέρες στην γιορτή της πρωτομαγιάς και τώρα κάνω δοκιμαστικά για έναν περίφημο έρωτα !
Ντροπή της, (της άλλης εγώ) λέω.
Ύστερα κοιτάω κλεφτά το τρίτο άστρο, κλείνω τα μάτια και ορμάω πίσω της.
Η λογική μπορεί να έχει μεγαλύτερη υπεραξία, μα τουλάχιστον σε ότι με αφορά, είθισται να έρχεται δεύτερη και καταϊδρωμένη.

Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2010

Ο ουρανός είναι μπλε και το σεντόνι μου λευκό. Δικό μου μπλε, δικό μου λευκό, τελεία και παύλα. Ο κώδικας που χρησιμοποιώ για το δια των οργάνων μεταφερμένο και το δια της προσωπικής αντίληψης αναλυμένο εντός μου οπτικό ερέθισμα, ποτέ δεν θα σας μεταφέρει επακριβώς τα χρώματα μου. Ίσως μόνο να ξυπνήσει μέσα σας την δική σας μπλε και άσπρη ιδέα. Στο δικό μου μπλε-λευκό μου είμαι πάντα μόνη. Δεν με ενοχλεί. Τουναντίον το ‘χω συνηθίσει και μάλιστα τόσο, που πολύ φοβάμαι ότι αν κάποτε συμβεί και εμφανιστεί άνθρωπος που «ώ! τί έκπληξη!" καταφέρει να με πείσει πως κάπως ξέφυγε του κανόνα και βλέπει και εκείνος τα χρώματα μου, εγώ ταραγμένη, με αίσθηση και φάτσα παραβιασμένης κόρης, πρώτα θα τον αντιπαθήσω και έπειτα θα τον σπρώξω στον γκρεμνό, εκεί στα βάραθρα, να μην βλέπει ούτε το μπλε μου ούτε το άσπρο μου ούτε και άλλο χρώμα, μόνο να τρομάζει ολομόναχος στα μαύρα σκοτάδια. Δεν φταίω. Αν με τρομάξεις με το αδύνατο, γίνομαι σκύλα. Είναι ένστικτο και αυτά τα άτιμα, χρόνια τώρα με διαφεντεύουν. Μόλις κάνω να γυρίσω το κεφάλι εξορμούν, αποκεφαλίζουν την λογική μου και παίρνουν την πόλη. "Εάλω η πόλις", μουρμουρίζω ξανά και ξανά κοιτώντας τα δόντια και τα νύχια μου, μα τί να κάνω; Δικά μου κι’αυτά και τ’ άλλα. Εδώ και μέρες για παράδειγμα παλεύω να θυμηθώ ποιος άτιμος με έμαθε να μην πιστεύω στα θαύματα και μου δημιούργησε αυτή την ενστικτώδη πια δυσπιστία απέναντι σε κάθε πράγμα που ανυψώνεται λιγάκι πιο πάνω από το φυσιολογικά βαρετό και αναμενόμενο. Προς το παρόν ρίχνω το βάρος στην εκκλησία, που πήρε την ωραιότατη τούτη λέξη και την έκανε θαρρείς συνώνυμο με ψάρια που πολλαπλασιάζονται, ψωμιά που πέφτουν μαγικά απο τους ουρανούς, λεπρούς, τυφλούς κουτσούς και νεκραναστάσεις. Τώρα δεν μπορώ να πω πια ούτε «θαύμα φαγητό» γιατί ακόμα και αν το θαυμάζω βαθιά, ψυχή τε και σιελογόνοι αδένες, ξαφνικά στο πιάτο μου εμφανίζεται ένας παράλυτος και ένας λεπρός που πανηγυρίζουν φρενιασμένοι γιατί σωθήκανε απ’ τις αρρώστιες τους. Και θα το διαπιστώνατε εύκολα και εσείς αν σας συνέβαινε, πως η εικόνα ενός φρενήρη από χαρά λεπρού μέσα στην σούπα σου, κάνει το φαγητό τουλάχιστον άνοστο και καταστρέφει το δίχως άλλο το θαυμαστό της υπόθεσης. Αυτές τις μέρες λοιπόν επαναλαμβάνω μονότονα την φράση «δεν πιστεύω στα θαύματα» και ακονίζω τα νύχια μου με μια μεγάλη λίμα. Υπόσχομαι όμως πως αν ετούτη την φορά η πόλη σκαπουλάρει την άλωση και καταφέρω να φυγαδεύσω σώο και αβλαβή τον νού απο την επίθεση της ενστικτώδους άρνησης, το πρώτο θαύμα που θα συναντήσω θα το ταίσω καταπιεσμένο θαυμασμό χρόνων και θα του κάνω δώρο μια ντουζίνα αγκαλιές και ένα τσουβάλι φιλιά για ευχαριστώ!

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2010

Το αστείο είναι που προτού αρχίσεις να ορμάς με τα χέρια ανοιχτά καταπάνω στο σκοτάδι για περιπτύξεις και άγριους εναγκαλισμούς, προτού να γδυθείς την πρώτη σου αλήθεια και να την κρεμμάσεις στην ντουλάπα δεύτερη κρεμάστρα δεξιά, είχες και εσύ αυτό το δέρμα το μωρουδιακό που μυρίζει γάλα και κοκκινίζει από ντροπή στο άγγιγμα. Μωρό ακόμα να ψευδίζεις στα σύμφωνα τα συμφωνημένα, και να σε πληγώνουν οι λέξεις που δεν προφέρονται εύκολα. Αργότερα, πολύ αργότερα, όταν το γάλα κόβεται, αρχίζουν οι οδύνες. Τσιτώνει το δέρμα σου, ταγγίζει, και αναδύουν οι πόροι μυρωδιές άλλες, ενήλικες και όξινες, βαριές. Η πούδρες και τα γάλατα ξινίζουν και ο νούς ελέω θεού κυρίαρχος. Το σώμα μένει δικό σου. Βλέφαρα που κοιτούν μαζί με τα μάτια, ενέργειες μαγνήτες και κορμιά που τρέχουν να εκτοξευθούν πριν τα σφραγίσεις. Λύκε λύκε είσαι εδώ; Μισοσκόταδο. Θέλεις να στροβιλιζόμαστε τις νύχτες πάνω στα νερά; Ω τί ωραίες δίνες!
Αυτό είναι όλο κι όλο καρδιά μου. Κι’ όποιος δεν φοβάται και τον βαστά το μέσα του, καταδύεται.

(Καλή σας χρονιά, στροβιλιζόμενη, χωρίς ντροπές και χωρίς κρεμάστρες, στους βυθούς!)