Παρασκευή 26 Φεβρουαρίου 2010

Τα γενέθλια είναι μια καλή αφορμή για ενδοσκόπηση, για αποτίμηση των περασμένων και καινούργια σχέδια για το αύριο. Επίσης είναι μια καλή αφορμή για να τσεκάρεις την μνήμη των φίλων σου, τα ευγενικά τους αισθήματα και τις ικανότητες τους στην σύνταξη ευφυών ευχετήριων μηνυμάτων. Σαφώς είναι και μια εξίσου καλή αφορμή για να πιεις πολύ, να φας άλλο τόσο, να σβήσεις τα κεράκια στην τούρτα σου κάνοντας μια ευχή που δεν πιάνει ποτέ και να διασκεδάσεις όπως τελοσπάντων σου ταιριάζει. Απο την άλλη μπορείς απλώς γελοιωδώς να μελαγχολήσεις. Ναι, τί με κοιτάτε; Εγώ είμαι, αναμενόμενο δεν ήταν αυτό; Μελαγχόλησα λίγο στην αρχή, είπα πάει, μεγαλώνω, ευθύνες θα έρθουν όπου να’ναι και θα με κοιτάνε στα μάτια φωνάζοντας «ανέλαβε μας-ανέλαβε μας», θα πρέπει να αποκτήσω εισόδημα σταθερό, σπίτι καθαρό, λιγότερα βιβλία και περισσότερα καθωσπρέπει ρούχα. Ε, να με συγχωρείτε, αλλά και μελαγχόλησα και σκιάχτηκα. Το ξανασκέφτηκα όμως μετά και αίφνης η αλήθεια έλαμψε κατάλευκη εμπρός μου. Λοιπόν, αρχικά θα ήθελα να ξεκαθαρίσω οτι το βρίσκω πολύ άδικο να γίνομαι 28, δεδομένου οτι τουλάχιστον τα 8 απο αυτά τα 28 χρόνια δεν τα θυμάμαι καν και άρα πάνε κατευθείαν στο προσωπικό καλαθάκι τον άχρηστων ή εναλλακτικά στο γεμάτο φωτογραφίες με το ξεφτισμένο χρώμα της δεκαετίας του 80 φωτοάλμπουμ της μαμάς μου. 8 χρόνια, 8 ολόκληρα χρόνια παντελώς εξαφανισμένα απο την μνήμη μου σίγουρα δεν μπορεί να μετράνε στην ηλικία μου και επιπλέον προσθέτω περίπου άλλα 6-7 ακόμη, που σε καμία περίπτωση δεν μπορώ να ισχυριστώ πως είχα αυτό που λέμε συναίσθηση του εαυτού μου. Μετά από 15 χρόνια λοιπόν που φεύγουν έτσι άκλαφτα και μετά από μια αφαίρεση, είμαι στην ευχάριστη θέση να ανακοινώσω πως όχι, καθόλου δεν κλείνω τα 28. Αντίθετα είμαι περήφανη που είμαι 13, γεμάτη αισιοδοξία για το άνοιγμα των οριζόντων μου μετά το δημοτικό και την εξαιρετική μου μελλοντική πορεία στην πρώτη γυμνασίου.
Οκ; Πάω τώρα ως το κυλικείο να πάρω μια τυρόπιτα γιατί πείνασα και είμαι στην ανάπτυξη, έχω μπροστά μου ολόκληρη εφηβεία...

Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2010

Περνάει καλά μου λέει. Και εγώ βουτάω στο μαύρο του, ξεσκονίζω τις άδειες γωνίες του σπιτιού του, ψάχνω στα ρούχα και κάτω από τις μπότες του μήπως και βρω καμία λέξη παραπεταμένη, ή κάποιο νόημα που του ξέφυγε και δεν το ήπιε σε ποτά. Ούτε συλλαβή. Σσς, μην τον ταράξει κανείς. Όλα καθαρά και περασμένα χλωρίνη, τα βιβλία λιγοστά και καλοβαλμένα στην σειρά, τάξη, ησυχία. Ψι ψι ψι, τον φωνάζω, βάζω γάλα φρέσκο στο μπολάκι πλάι στο ψυγείο. Δεν έρχεται, χάνεται, πηδάει απο το μπαλκόνι, πέφτει με τα τέσσερα στον ακάλυπτο και εξαφανίζεται ανάμεσα στις γλάστρες. Εντάξει, κάνε όσα παιχνίδια θες. Να θυμάσαι μόνο πως σε έχω ακούσει τόσα βράδια στις σκεπές, ώσπου απομνημόνευσα το ηχόχρωμα και τις παύσεις σου. Σε έχω χάσει τρεις φορές στο πάρκο της γειτονιάς, σε έχω κλάψει αμέτρητες, και όμως ζεις. Και για δες το χέρι μου, ακόμη απ’τα νύχια σου βαθιά γρατζουνισμένο..
Το γάλα σου είναι στο μπολ και η πόρτα στο πίσω μπαλκόνι ανοιχτή. Θα κοιμάμαι μέσα.
Σ’ αγαπώ.

Τρίτη 23 Φεβρουαρίου 2010

Φοράω ρούχα ξένα. Όχι λάθος, δικά μου είναι τα διάλεξα χθες. Σήμερα όμως δεν μου αρέσουν και θα τα γδυθώ. Ξεντύνομαι. Είναι χαράματα, ούτε ψυχή δεν περπατάει μαζί μου στο λιμάνι. Μυρίζω την υγρασία, τα πέλματα μου μαυρίζουν στο πλακόστρωτο, ο φάρος απέναντι σβηστός. Αργότερα ίσως να βρέξει. Φτάνω στο σπίτι σου γυμνή. Μετράω πόσες μέρες χρειάστηκαν για να γδυθώ, πόσες για να το πάρω απόφαση να βγω στην πόλη, πόσες για να περπατήσω όλη την διαδρομή. Τα χάνω, είναι πολλές, τα δάχτυλα δεν φτάνουν για να μετρήσω και είναι αλήθεια, ποτέ δεν τα κατάφερνα με τους αριθμούς. Δεν πειράζει. Αλλάζω την έκφραση. Τόσες μέρες χρειάστηκαν για να γδυθώ, τόσες για να το πάρω απόφαση να βγω στην πόλη, τόσες για να περπατήσω όλη την διαδρομή. Ένα «τ» αντί για «π» κι’ ολα μετρημένα. Μπροστά στην πόρτα σου με ποδια μαύρα απο την άσφαλτο. Να χτυπήσω, να μην, να χτυπήσω, να μήν, άμπε μπα μπλομ, δεν χτυπάω να φύγω, βήμμα πίσω, μα είμαι γυμνή πως θα γυρίσω τώρα που ξημέρωσε, να χτυπήσω, γιατί ήρθα ως εδώ άλλωστε, τόσες-πόσες μέρες προσπάθειας χαράμι, να χτυπήσω, να μην χτυπήσω, και κλάματα, κλάματα ήσυχα μην ακούσεις. Σκουπίζομαι με την ανάστροφη του χεριού. Μάτια κόκκινα, πρησμένα χείλη και γυμνή. Δεν θα ‘θελες να με δεις έτσι. Ίσως με διώξεις. Και ύστερα δεν θα φταίω πια εγώ, αλλά εσύ. Χτυπάω. Ανοιχτή παλάμη στην πόρτα. Όχι το κουδούνι, ποτέ το κουδούνι. Ξύλινος ήχος. Άκου, χτυπάω. Άνοιξε. Τα βήματα σου σταματούν πίσω απο την πόρτα. Χτυπάω ξανά, μην τρομάζεις, άνοιξε μου. Έχει ξημερώσει και είμαι γυμνή, τί έχεις να φοβηθείς από ένα ζευγάρι βρόμικα πέλματα; Πίσω από την πόρτα και οι δύο. Θα ‘σαι ντυμένος με ρούχα ζεστά του σπιτιού, κάλτσες μαλακές και φανελάκι σκούρο. Τελευταίο χτύπημα. Ορκίζομαι πως έκανα τόσες μέρες και τόσο δρόμο μόνο για αυτό το τελευταίο χτύπημα. Περιμένω και μετράω τα δάχτυλα ως το δέκα. Στον δείκτη του δεύτερου χεριού ακούω το κλειδί σου να γυρνά. Αυτό μόνο.
Και έχω μείνει έξω να αναρωτιέμαι. Ήταν δεξιά ή αριστερά; Να φτάσω το πόμολο, να επιχειρήσω είσοδο; Το χέρι μου μετέωρο. Πες μου.
Κλείδωσες ή ξεκλείδωσες;

Σάββατο 20 Φεβρουαρίου 2010

Τροχαίο.

Δένει στον λαιμό ένα μεταξωτό. Μετάξι φυσικό σαν αέρας. Στριμώχνει το πόδι σε μια γόβα, ύστερα το άλλο, και σηκώνεται. Χρωματίζει το πρόσωπο, αρωματίζει το σώμα, παίρνει κλειδιά, φεύγει.Ο ιμάντας θα σπάσει, θα τιναχτεί μπροστά, στα μάτια μέταλλο. Ο λαιμός θα κοπεί, οι γόβες θα χάσουν το τακούνι και την κορμοστασιά τους, μυρωδιά καμένου και χρώμα τριβής. Τα κλειδιά δέκα μέτρα πιο πέρα πεσμένα στα λασπόνερα. Το μεταξωτό στον αέρα.

Τρίτη 16 Φεβρουαρίου 2010

Κόκκινα καπέλα, κόκκινα παπούτσια κόκκινες καρδούλες και κόκκινες μύτες σε κόκκινο φόντο. Αυτόν τον Βαλεντίνο τον σιχαίνομαι. Μόνο οι σοκολάτες είναι ωραίες. Αλλά εκείνες βρίσκονται στις προθήκες τους στα ζαχαροπλαστεία και στα περίπτερα κάθε μέρα. Δεν τον έχουν καμία ανάγκη τον Βαλεντίνο ούτε οι σοκολάτες ούτε και η όρεξη μου για γλυκό.
Ούτε ο έρωτας τον έχει ανάγκη. Ο έρωτας έχει ανάγκη μόνο εσένα.



Στον ύπνο μου, δάγκωσα τα χείλη μου ώσπου μάτωσαν. Ξύπνησα ιδρωμένη και με την γεύση του αίματος στο στόμα. Σε ονειρευόμουν. Σε ένα σπίτι ήμασταν, γονατιστοί στο πάτωμα του σαλονιού. Κρύο μάρμαρο το πάτωμα κι είχα τα χέρια μου στα γόνατά σου, έβαζα δύναμη, πίεζα να με αισθάνεσαι και όλο φοβόμουν πως θα σπάσει ο καρπός μου στα πόδια σου και σποράκια αμέτρητα θα απλωθούν στο πάτωμα τριγύρω. Το κεφάλι μου στο στήθος σου. Φορούσες μαύρη μπλούζα και ανάσαινες βαθιά, τόσο που κρυβόμουν στην εισπνοή σου. Μύριζε παντού εσύ και το χέρι σου ζεστό στον αυχένα μου. Αυτό μόνο όλο το βράδυ. Ούτε λέξη δεν είπα. Κράταγα τα χείλη μου σφιγμένα και δάγκωνα δυνατά να μην ξεγλιστρήσουν και ακουστούν συλλαβές, μην σπάσει ο ήχος το αγκάλιασμα και μου το χαλάσει. Ούτε λέξη.

Στον ξύπνιο σου σήμερα θα πήγες στην δουλειά με μισή καρδιά και ώρα που είναι πια θα έχεις αρχίσει να σκέφτεσαι το μεσημεριανό σου. Δεν θυμάσαι πως ήσουν μαζί μου στον ύπνο σου, ούτε αν κράτησες ποτέ τον αυχένα μου. Ούτε μια υποψία πως ο καρπός μου θα έσπαγε γυάλινος στα δικά σου πόδια.
Κι εγώ ούτε λέξη. Πάνε τώρα 10 χρόνια ύπνος-ξύπνιος, κι ούτε λέξη.

Αν με διαβάζεις και φοράς την μαύρη μπλούζα δες σε παρακαλώ στο ύψος του στήθους μήπως και καταλάβεις. Τα δαγκωμένα χείλη αφήνουν σημάδι.

Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2010

SMS

1.
Λίγη υπομονή κάνε και όλα μπορώ να στα εξηγήσω. Δες. Βουτάω την σέσουλα στα τσουβάλια μου με τις λέξεις σου τις τυλίγω αμέσως σε λευκές άλφα 4 και τις στέλνω με μέιλ. Λέξεις με την σέσουλα. Το απόγευμα φτιάξε μου τσάι και θα έρθω στο σπίτι για να τις βάλουμε μαζί στην σειρά. Θα τις αραδιάσουμε πρώτα έτσι ανάκατες στο πάτωμα και θα καθίσουμε στο χαλί να βγάλουμε μιαν άκρη. Θα ναι σαν παζλ. Το τσάι να είναι περγαμόντο.

2.
Μην κάνεις άλλο υπομονή δεν θα έρθω. Μου έτυχε κάτι ξαφνικό και πρέπει να πάω στην μαμά μου. Α και κάτι ακόμη. Κοίταξα ξανά το τσουβάλι με τις λέξεις και νομίζω ότι σου έδωσα κατά λάθος από εκείνο με τις ακατάληπτες ασυναρτησίες. Πέταξε τις. Μιαν άλλη φορά θα σου φέρω από τις καλές και θα φτιάξουμε το πάζλ. Το τσάι μπορείς αν θες να το πιεις.

(2.5
Πήρα το μήνυμα σου. Όχι οι ακατάληπτες λέξεις δεν επιδέχονται ερμηνείες. Αν θες κάνε τις πίνακα. Τους πάει το κολάζ. Και για το τσάι στο είπα ήδη, κρίμα ήταν. Καλά έκανες και το ήπιες.)

3.
Τί όμορφο κολάζ! Τα καταφέρνεις καλά με αυτά. Ωραία. Βρήκα σε ποιον θα φορτώσω όλα μου τα ακατάληπτα. Σου στέλνω το τσουβάλι ταχυδρομικώς.Have fun!


4.
Το τσουβάλι ήρθε πίσω με επιστροφή απο το ταχυδρομείο. Δεν με πείραξε πολύ. Αλλά πώς τα κατάφερες και όλες οι λέξεις μου μυρίζουν περγαμόντο;

Πέμπτη 11 Φεβρουαρίου 2010

Άκουσα με προσοχή όλες τις συμβουλές, τις φίλησα και τις αγκάλιασα στον ύπνο μου σφιχτά, πριν τις πετάξω στο καλαθάκι μου. Επίσης, έκανα ένα βήμα έξω απο τον ιδιωτικό μου κύκλο πριν να ανακαλύψω οτι την ίδια στιγμή που χοροπηδούσα όλο χάρη εκτός του, ένας άλλος δεύτερος κύκλος σχηματιζόταν και με εγκλώβιζε εκ νέου. Τί ωραία. Όταν τα τρόφιμα στο ψυγείο μου αρχίζουν να μυρίζουν και τα πρώτα συμπτώματα μούχλας να παρουσιάζονται, κάνω μια επιδρομή με σκουπιδοσακούλα στο χέρι και αφού τα πετάω (ασυζητητί) βάζω στο κάτω ράφι του ψυγείου μου ένα μπολάκι με ζεστό αχνιστό νερό με ξύδι. Για να ξεβρομίσει. Φυσικά και δεν αλλάζω ψυγείο επειδή σάπισαν οι ντομάτες. Οι ντομάτες απο την φύση τους σαπίζουν. Εντροπία το λένε. Ο κόσμος ολόκληρος προς αυτήν κινείται γιατί να ξεφύγουν οι δικές μου οι ντομάτες; Γι’ αυτό όλο προσπαθείς να τις προλάβεις. Να τις κάνεις σαλάτα πριν να πάρουν τον φυσικό τους δρόμο και μουχλιάσουν. Αλλά αν καθυστερήσεις, τότε δεν ωφελεί σε τίποτα να ρίξεις πάνω τους τις ευθύνες. Ντομάτες είναι και άλλη επιλογή δεν είχαν. Όχι δεν φταίει ούτε ο μανάβης, τίποτα σκάρτο δεν σου πούλησε, την δουλειά του έκανε και αυτός όπως και η συντήρηση του ψυγείου που πάλευε μέρα με την μέρα να σου κρατήσει την ντομάτα ζωντανή. Εσύ μόνο φταις αν δεν έφτιαξες την Δευτέρα την ντοματοσαλάτα σου και υπολόγισες πως η φυσική συμπαντική συνέχεια μπορεί να σε περιμένει ως την επόμενη Κυριακή. Αμ δε. Δεκάρα δεν δίνει η χνουδωτή μούχλα για εσένα και τις ορέξεις σου. Έτσι τώρα θα κρατάς μικρότερο καλάθι για λιγότερες ντομάτες στον μανάβη και αν επαναλάβεις την βλακεία σου και αναβάλεις την σαλάτα γιατί σε τρομάζουν τα ανακατέματα και δεν θες να πιτσιλίσεις με λάδι το καλό τραπεζομάντιλο, θα πρέπει να έχεις στο νού σου απο πριν ότι αν δεν την φας την ντομάτα στην ώρα της, νομοτελειακά, έπεται μούχλα.
-----------

Αρπάζομαι απ’ το φτερό
μιας χρυσόμυγας
ωραία βουίζει
τίποτα χρυσό δεν έχει.
Στάχυα και ηλιοτρόπια
τα ωραιότερα κίτρινα
πιο ξεστά απο το ξινό σου λεμόνι
και το μισό σου γκρείπφρούτ στο πρωινό.
Η κίτρινη σοδειά απ’ τα σπαρτά, ο χρυσός ο ήλιος
μια ζέστη σε πιάνει μέσα σου, ε;
μα,
μου φαίνεσαι λιγάκι κίτρινος,
κίτρινος σαν φλουρί είσαι παιδί μου, τί έπαθες;
κομμένος!
Ανάθεμα το χρώμα μου
μια απόφαση δεν παίρνει κανείς
τι ναι κακό
τί όχι.

Πέμπτη 4 Φεβρουαρίου 2010


Έχω εργασία στην φιλοσοφία. Δεν θυμάμαι το θέμα ακριβώς και ίσα που έχω ανοίξει τα βιβλία μου ως τώρα. Έχει πολλά ωραία η φιλοσοφία. Θα προτιμούσα να είχα ένα θέμα σχετικό με την ηθική. Αυτό είναι το αγαπημένο μου. Στις παρέες μου, ανήθικος είναι εκείνος που βλάπτει τον άλλον. Ειδικά αν τον βλάπτει για να επωφεληθεί με έναν τρόπο ο ίδιος. Ο Νίτσε βεβαίως καθόλου δεν συμφωνεί με τις παρέες μου, αλλά και οι παρέες μου αγνοούν εντελώς τον Νίτσε - οπότε έρχεται μια ή άλλη. Βέβαια, απο την στιγμή που η ψυχολογία υπεισέρχεται στην ηθική, όλα μπορούν βαθύτερα να εξηγηθούν, βαθύτερα να δικαιολογηθούν, βαθύτερα να συγχωρεθούν. Προτιμώ το τελευταίο και παρακαλώ κανένα συσχετισμό με τους παπάδες και τους χριστούς. Σαν ξέπλυμα το σκέφτομαι μόνο. Άδειασμα και ειρήνη μέσα μας.
Έψαχνα λοιπόν κάτι σημειώσεις για την φιλοσοφία. Βρήκα μαζί τους, πολλά τετράδια περασμένων ετών, χαρτιά σε παραφουσκωμένους φακέλους, ποιήματα σε χαρτοπετσέτες και άλλα τέτοια μπανάλ. Βρήκα και μια πρόσκληση για μια έκθεση της ΑΣΚΤ το 2006 (η σχολή καλών τεχνών για όσους δεν τα πάνε καλά με τα ακρωνύμια).Είχα γράψει κάτι στιχάκια από πίσω γι’ αυτό και μου ξέμεινε. «In vivo-in vitro» ο τίτλος της έκθεσης. Πήγα θυμάμαι, μου είχε αρέσει θυμάμαι. Μετά έκανα και μια επίσκεψη στην βιβλιοθήκη της ΑΣΚΤ εκεί στην Πειραιώς και διάβαζα για τον Rothko. Με απασχολούσαν τα όρια και οι ορίζοντες τότε. Ακόμη με απασχολούν αλλά σταμάτησα τις εικαστικές αναζητήσεις για χάρη τους. Η γραμμή του ορίζοντα νομίζω είναι το πιο περίεργο όριο. Είναι μια γραμμή. Την σέρνεις στον καμβά και ορίζεις το βάθος. Είναι όριο και την χρησιμοποιείς ως τέτοιο όπως ρητά στο λέει και η ρίζα της λέξης (απρμφ. ορίζειν). Οριοθετείς τις αποστάσεις και τις διαστάσεις στην εικόνα σου. Κι όμως ξέρεις πως ο ορίζοντας σημαίνει τ’ αντίθετο ακριβώς. Ο ορίζοντας είναι ανοιχτωσιά, έχει μεγάλα φτερά, είναι τόπος για άπλωμα και ξάπλωμα. Είναι ατέλειωτος, άπιαστος, λέξη με εύρος. Πού διάβολο κολλάνε λοιπόν τα όρια; Ε και όμως κολλάνε. Γιατί ο ορίζοντας κάνει και τα δυο. Δίνει χώρο να απλωθείς ως το άπειρο αν το θες, αφού όμως πρώτα οριοθετήσει με μια γραμμή τον χώρο για σου θυμίσει πού πατάνε τα ποδάρια σου. Αυτά βεβαίως συμβατικά, αν δηλαδή για παράδειγμα κοιτάτε τον ορίζοντα με τα πόδια παραχωμένα στην βρεγμένη άμμο μιας παραλίας. Αν είστε και του λόγου σας κρεμασμένοι ανάποδα από αόρατες κλωστές και βλέπετε ουρανό για θάλασσα και θάλασσα για ουρανό και μάλιστα με κλίση, ε τότε και σεις... Rothko.

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2010

Η Αθήνα δεν άλλαξε διόλου. Οι ταράτσες απο το μπαλκόνι μου είναι ίδιες και απαράλλαχτες και το μόνο που βρήκα διαφορετικό στο σπίτι είναι το ένα δάχτυλο σκόνης που κάλυψε έπιπλα και βιβλία. Για να με ψέξει μαζεύτηκε η σκόνη. «Είδες τί έγινε που έλειπες τόσο καιρό;» Μου κρατάει και το κρεβάτι μούτρα. Για να με εκδικηθεί με αφήνει δύο νύχτες τώρα να στριφογυρίζω δίχως να μου κολλάει ύπνος και αφού στο τέλος καταφέρω και αποκοιμηθώ φροντίζει ώστε το πρωί να ξυπνήσω πιασμένη σ’ ολόκληρο το σώμα μου. Έτσι τιμωρία, για να μάθω άλλη φορά πως υπάρχουν επιπτώσεις όταν αλλάζω στρώματα και του κάνω απιστίες. Το υπόλοιπο σπίτι είναι λιγότερο εκδικητικό, μονάχα που πρέπει να το καθαρίσω γιατί μοιάζει σκοτεινό και μουτρωμένο σαν τσατισμένο δεκάχρονο. Το δέντρο εντάξει, ξεστολίστηκε και κρύφτηκε διαμελισμένο στις ντουλάπες. Του χρόνου πάλι.
Κοιτάω τον ουρανό απο τον τέταρτο (πολύ μου αρέσει ο τέταρτος όροφος) και μοιάζει με παγετώνα. Σοβαρολογώ, έχει τόσα σύννεφα ο ουρανός που θυμίζει βουνό χιονισμένο. Σκιέρ του λείπουν μόνο να κατεβαίνουν τις πλαγιές με φιγούρες και ακροβασίες. Αλήθεια, πόσο χρόνο να αφιερώνει ο κόσμος κάθε μέρα στον ουρανό; Εγώ που έχω τις πολυτέλειες του τεμπέλη δεν το αμελώ και τον χαζεύω καθημερινά. Μάλιστα θυμάμαι συχνά τον Santayana εξαιτίας του. Δύο τρόποι να αντιληφθείς τον κόσμο. Ένα, να σταθείς και να συναισθανθείς τον ρόλο σου, να καταλάβεις πως είσαι ένα μικρό κομμάτι ενός συνόλου, μιας συνέχειας που την τρέφεις και σε τρέφει. Δύο, να αποτραβηχτείς και να αντιληφθείς το μέγεθος και το μεγαλείο μιας ολότητας που σε εμπεριέχει μα επουδενί, δεν σε χρειάζεται. Καλός και ο Santayana, θα είχε βλέπεις και εκείνος μπόλικο χρόνο διαθέσιμο. Σήμερα λοιπόν, αντιλαμβάνομαι τον κόσμο με τον τρόπο νούμερο δύο.
Τί ανάγκη να με έχει εμένα ο ουρανός;
------------------------------------------------
Γλιστρούσα στα βότσαλα
κοβόμουν στα νέφη.

Θέλω
να ανασάνω μια φορά
δίχως κεραίες στο πλάι μου,
στην εκκλησιά στο κέντρο του χωριού
κρύο άνεμο.