Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2010

Πίνω πορτοκαλάδα σε προσφάτως αναβαθμισμένη περιοχή των Χανίων. Οι παλιές φτωχογειτονιές γίνονται τα σημερινά hot spots και τα places to be κάτι τύπων σαν και μένα και σαν εσένα που τελειώσαν τις σπουδές τους, βάλαν τα ρολά απο τα πτυχία τους στο γνωστό σημείο και επέστρεψαν στα πάτρια για να.. να.. να τί;
Οι άλλοι δεν ξέρω γιατί επέστρεψαν. Εγώ ορθά κοφτά το λέω, γύρισα για την διευκόλυνση. Την πρακτική και την συναισθηματική μου διευκόλυνση. Ορίστε για του λόγου το αληθές. Μου βρήκαν δουλειά για να γίνω παραγωγική στην κοινωνία τούτη και να πληρώνω τις μπύρες μου με τα δικά μου λεφτά, η μαμά μου γαληνεύει που μπορεί πια να νταντεύει απο κοντά τα κλονισμένα μου νεφρά ενώ εγώ ανακατεύω την κατσαρόλα με το μητρικό της φίλτρο, ο κολλητός μου μπορεί να ανοίξει το ψυγείο μου και να φτιάξει ένα πρόχειρο σάντουιτς γιατί πεινάει και ο πατέρας μου έχει την ικανοποίηση να μου μουρμουρίζει με τις ώρες στο τηλέφωνο πως δεν με βλέπει αρκετά έχοντας πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού του πως αν πραγματικά το θέλει μπορεί να με δει μέσα στο επόμενο πεντάλεπτο. Βλέπεις; Διευκόλυνση. Παντός τύπου. Θα έπρεπε όλοι να είμαστε ευτυχείς ε; Χμ...
Πίνω πορτοκαλάδα που λες ακούγοντας τα τζιτζίκια, εδώ στις παλιές φτωχογειτονιές που όχι και πολλά χρόνια πριν, δεν έκανες τον κόπο ούτε να στρέψεις το κεφάλι σου και να τους χαρίσεις ένα βλέμμα. Τώρα όμως είναι το στέκι μας. Ναι εμένα και εσένα που ερχόμαστε εδώ και συναντάμε ο ένας το άλλον. Ξέρεις τι λέω, όλους εμάς που περνάμε την «μεταβατική αυτή φάση επιστροφής μετά τις σπουδές» και μαζευόμαστε σαν τις μέλισσες σε παρέες που αναπολούν τα φοιτητικά χρόνια, ανασύρουν και διηγούνται ιστορίες απο το σχολείο, την σχολή και κυρίως απο την σχόλη ημερών που ωιμέ πέρασαν ανεπιστρεπτί. Α ναι, να μην ξεχάσω να αναφερθώ και σε αυτή την καταπληκτική αίσθηση της επανένωσης που τριγυρνάει στην ατμόσφαιρα. Οι μισές φάτσες που βλέπεις και που τις υπολογίζεις κοντά στην ηλικία σου «κάτι σου θυμίζουν» ενώ οι άλλες μισές ξέρεις ακριβώς τί σου θυμίζουν. Οι πρώτες μισές μάλιστα, αν μπεις στην διαδικασία να το ψάξεις, θα διαπιστώσεις γρήγορα πως κάποια σχέση έχουν με το μισό που ήδη θυμάσαι και άρα κατά κάποιο τρόπο γίνονται αυτομάτως και αυτές γνωστές. Δηλαδή, λίγο πολύ, αν κυκλοφορείς και δεν είχες περάσει τα σχολικά σου χρόνια κλεισμένος σε γυάλινο κουβούκλιο, ξέρεις φατσικά τουλάχιστον σχεδόν άπαντες τους συνομήλικους σου (βάλε και δυο χρόνια πάνω κάτω για να είσαι μέσα).
Καθόμαστε λοιπόν και πίνουμε πορτοκαλάδες και καπουτσίνους. Εμείς, οι γνωστές αναμεταξύ μας φάτσες. Δεν θα το αποφύγουμε. Εδώ θα συναντήσουν όλοι, όλους τους παλιούς συμμαθητές-φίλους-γκόμενους-γνωστούς και ίσως όσοι ενδιαφερθούν να διεκδικήσουν εξ αρχής την θέση τους στις παρέες που από καθαρή ανάγκη ανασυγκροτούνται. Εγώ μάλλον βαριέμαι. Κυρίως αυτούς τους γνωστούς αγνώστους που τους συναντάς και ακούς ή λες πάντοτε με τον ίδιο ψεύτικο ενθουσιασμό το ποιηματάκι -αλλάζοντας μόνο το μικρό όνομα εαν και εφόσον βεβαίως το θυμάσαι και δεν χρειαστεί να το αλλάξεις με κάτι ποιο μεσοβέζικο όπως «κοπελιά» ή «φίλε» για να πετύχεις την προσφώνηση χωρίς να προσβληθεί η απο δεκαετίας και πλέον χαμένη γνωριμιά-. Λες π.χ. «Νικοοο, έλα ρεεε, που χαααθηκες εσύ; Τί έγινε γύρισες; Ναι ε; Μπράβο μπράβο.. Τώρα τί κάνεις; Τον Μήτσο τον βλέπεις καθόλου; Ναι, ναι, ωραία, πολύ χαίρομαι .. Να τα πούμε μωρέ, να πάμε για ένα καφέ». Μετά ο κάθε Χ Νίκος απομακρύνεται και εσύ σπας το κεφάλι σου να αναρωτιέσαι τί στον κόρακα θα πεις μαζί του μετά από δέκα χρόνια στην περίπτωση που πάτε ποτέ για εκείνο τον καφέ. Μην άγχεσαι όμως. Δεν θα πάτε. Εγώ δηλαδή δεν θα πάω και θα εξηγήσω και το γιατί. Βρε χρυσό μου παιδί, Χ Νίκο, Μήτσο, Κάτια μου, έχω να σου μιλήσω 10 χρόνια τουλάχιστον. Τότε που πίναμε μαζί τα πρώτα μας ποτά σε κάτι εφηβικά παρτάκια με τους γονείς κλειδωμένους στην κουζίνα και κάναμε και-γαμώ-τις-παρέες ήμουν δέκα χρόνια ελαφρύτερη σε εμπειρίες και σίγουρα, ω ναι σίγουρα, πολύ μα πολύ διαφορετική. Είναι προφανές μιας και έχεις απο τότε να με δεις οτι κανένας δεσμός απο αυτούς που συνάψαμε πάνω από τις πρώτες βότκες δεν στάθηκε ικανός να με κινητοποιήσει για να σε ψάξω εδώ και δέκα χειμώνες και τώρα, τώρα επειδή με πέτυχες να πίνω πορτοκαλάδα στο δίπλα τραπέζι πρέπει να πάμε για καφέ και να σου δώσω ραπόρτο για το πού τριγυρνούσα και τί έκανα ως τα 28 μου; ΡΕ ΠΑΣ ΚΑΛΑ; Στην τελική αν θες πολύ να μάθεις τα πάντα για αυτά τα δέκα χρόνια ρώτα την μάνα σου. Στα Χανιά ζούμε, σίγουρα απο κάπου θα έχει μάθει το στόρυ μου και θα σε ενημερώσει. Εμένα παράτα με στην ησυχία μου και στην πορτοκαλάδα μου.

Επιμένω πως επέστρεψα σε μια καινούργια πόλη. Απόδειξη πως απολαμβάνω τον χυμό μου εδώ, παραδίπλα απο την πολυκαιρισμένη ταμπέλα για τα φιλόπτωχα συσσίτια. Έτσι ακριβώς το σκέφτομαι και αναζητώ να συναναστρέφομαι καινούργιους ανθρώπους αντί για τα απομεινάρια της εφηβείας μου. Όσοι μεγάλωσαν μαζί μου είναι εκείνοι που απο τότε ποτέ δεν χαθήκαμε. Κατά τα άλλα όμως η εφηβεία πέθανε και ζωή σε λόγου μας. Γι’ αυτό, όλοι εσείς γνωστοί- άγνωστοι, παρακαλώ πολύ, πάψτε να μου λέτε από πού με θυμάστε και αν τρώγαμε μαζί τυρόπιτες στο κυλικείο με διακόσιες δραχμές.
Αν είναι τελοσπάντων της μοίρας μας να πάμε για καφέ, τουλάχιστον, ας συστηθούμε από την αρχή.

Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 2010

Είναι μία στιγμή αδυναμίας και κάνεις το λάθος. Θα το μετανιώσεις πικρά αργότερα αλλά προς το παρόν ο φόβος για τον μελλοντικό όλεθρο δεν είναι σε θέση να σε αναχαιτίσει. Και κάνεις το λάθος σου μεγαλοπρεπώς. Πες από βλακεία, πες από ανασφάλεια, πες απο ανάγκη για αποδοχή και αγάπη, εσύ διαλέγεις έτσι και όχι αλλιώς, λες αυτό και όχι το άλλο. Γίνεσαι ψεύτικος δηλαδή, γυρνάς την πλάτη στον εαυτό σου, φοράς μια απο τις καλές μάσκες που κρύβεις στην ντουλάπα και παλεύεις να πορευτείς με την μουτσούνα στην μούρη χωρίς μάλιστα να φανεί το λαστιχάκι που την συγκρατεί στο κεφάλι σου. Εντάξει θα μου πεις, το λαστιχάκι δεν είναι και σπουδαίο ζήτημα. Κανείς δεν φαντάζεται οτι μπορεί να υπάρχει και ως γνωστόν ο κόσμος σπάνια προσέχει κάτι που δεν πιστεύει οτι είναι μέρος της πραγματικότητας που αποδέχεται ως αληθινή. Πράγματι, δεν είναι και φοβερό, υπάρχουν τρίκ. Ρίχνεις τα μαλλιά μπροστά, προσέχεις λιγάκι τις κινήσεις σου και τελοσπάντων έτσι ή αλλιώς κάπως το καλύπτεις το πράγμα. Εσύ όμως φοράς μουτσούνα. Το αληθινό σου πρόσωπο απο κάτω της ιδρώνει. Οι πόροι σου φράζουν, η ανάσα δυσκολεύει. Κατάσταση ασφυκτική. Όλο σκέφτεσαι να αρπάξεις την μάσκα να την ξεριζώσεις και να της δώσεις μία να φτάσει ίσα μέσα στον κάδο με τα σκουπίδια. Ύστερα όμως το ξανασκέφτεσαι και όλο διστάζεις ενώ ο φόβος κερδίζει έδαφος. Και αν δεν σε αναγνωρίζει κανείς μετά; Και αν δεν τους αρέσει η δική σου μύτη; Διστάζεις, το αναβάλλεις τελικά για την στιγμή που θα είσαι έτοιμος και μένεις με την μουτσούνα κολλημένη στην μούρη. Περνάει όμως ο καιρός, οι εκφράσεις του αληθινού προσώπου σου σκουριάζουν κάτω απο την επιβεβλημένη ακινησία, το δέρμα σου διψάει, και κάθε πρωί αποφεύγεις τον καθρέφτη του μπάνιου σου όπως ακριβώς και αυτός ο Ντόριαν το καταραμένο πορτραίτο του. Λίγο λίγο η ενοχή για το λάθος γίνεται ξόανο στον ύπνο σου, λυμαίνεται κάθε σπιθαμή του μέσα σου, μεγεθύνεται και μετατρέπεται στον προσωπικό και δια χειρός σου δημιουργημένο εφιάλτη. Ναι ήταν μια στιγμή αδυναμίας μόνο, αλλά να, ορίστε και οι συνέπειες. Και αυτές όσο και να το θες δεν περιορίζονται σε μία στιγμή. Λοιπόν, ορίστε και οι λύσεις για να μην λες οτι δεν τις ξέρεις.
1ον, λες «άντε και όποιον πάρει ο χάρος» και στέκεσαι καταμεσής στην πλατεία για να τραβήξεις την μουτσούνα σου σε μία δραματική στιγμή που στο μυαλό σου μια ορχήστρα με κρουστά παίζει αυτόν τον γνωστό ρυθμό που χρησιμοποιούν στις ταινίες την ώρα της κλιμάκωσης της αγωνίας.
2ον, βρίσκεις τρόπο να εξαφανιστείς από την ζωή σου χωρίς να αφήσεις ίχνη και εχοντας προαποφασίσει οτι δεν θα μουρμουρίσεις λόγια νοσταλγίας.
3ον, αφήνεις την μουτσούνα πάνω στην μούρη σου και επιτρέπεις στο αληθινό σου πρόσωπο να σαπίσει απο κάτω έχοντας όμως πρώτα συνειδητοποιήσει την σχεδόν βέβαιη πιθανότητα μια μέρα η μουτσούνα να πέσει και να εμφανιστεί κάτω απο τον δυνατό ήλιο η σαπίλα σου.

Τί; Τί είπες; Δεν είσαι σάπιος; Δεν το ήθελες και ήταν μια στιγμή αδυναμίας μόνο; Α ναι; Ε τότε αγάπη μου, νο. 1 και σκασμός.

Σάββατο 25 Σεπτεμβρίου 2010

Ορίστε, θα μιλήσω αλλιώς μήπως και καταλάβεις. Είσαι που λες μία απο αυτές τις καλούτσικες εντόπιες ομάδες που διατηρούν μια κάποια αξιοπρέπεια σε ένα κατά τα άλλα ξεπουλημένο πρωτάθλημα. Εσύ δεν διανοείσαι βέβαια να πουλήσεις το παιχνίδι σου όμως και μπράβο. Ο τελευταίος των Μοϊκανών, η μαμα Τερέζα και ο Χριστός αποτελούν πρότυπα και ιδανικά σου. Σε ενδιαφέρει το καθαρό παιχνίδι, η έντιμη νίκη, η ευγενής άμυλα. Οι φίλοι-φίλαθλοί σου σε θαυμάζουν και σε αγαπάνε για την στάση σου, σε στηρίζουν σε κάθε πρόκληση και μόνο το βράδυ καμιά φορά ανάμεσα σε μπύρες μουρμουρίζουν με απογοήτευση πως δεν φτάνεις πουθενά αν πηγαίνεις πάντοτε «με τον σταυρό στο χέρι». Πράγματι είναι αλήθεια πως προς το παρόν δεν έχεις πάει πουθενά, ή τουλάχιστον έτσι φαίνεται. Ούτε Ευρώπες είδες, ούτε κύπελλα, ούτε χιλιάδες εισιτήρια διαρκείας, ούτε μετεγγραφές εκατομμυρίων. Δεν πτοείσαι όμως. Ηθικό ακμαίο λες και κάθε φορά ορμάς στο γήπεδο με την ίδια ελπίδα. Την νίκη. Η εσωτερική φωνούλα-προπονητής διαμορφώνει κάθε φορά την σύνθεση αναλόγως των περιστάσεων και διατηρεί πάντα ψηλά την πίστη σου. Πίστη για την νίκη, την κατάκτηση του στόχου, για τα πυροτεχνήματα την στιγμή που θα υψώνεις το τρόπαιο. Είπα μπράβο; Είπα. Ωραία λοιπόν, τώρα που συστηθήκαμε πάμε παρακάτω. Που λες, κάποια στιγμή στην ιστορία σου, φτάνει η ώρα ενός ματς, που ξέρεις, απλά το ξέρεις, οτι είναι το σημαντικότερο και το κρισιμότερο απο όλα όσα πέρασαν ή θα ακολουθήσουν. Είναι ο αγώνας για τον οποίο ξεκίνησες να κλοτσάς την μπάλα και έφαγες τα νιάτα σου στην προπόνηση και την προετοιμασία, ο αγώνας για τον οποίο δεν σταμάτησες να παίζεις ενώ σακατεύτηκες, ηττήθηκες, εξαπατήθηκες, γιουχαϊστηκες και αδικήθηκες κατάφωρα απο διαιτητές και παντός είδους ενώσεις και λοιπές ομοσπονδίες. Είναι Ο Αγώνας, Το Ματς Σου. Αν είσαι και λίγο τυχερός θα παίζεις στην έδρα σου, να νιώθεις βρε παιδί μου στα νερά σου, να διατηρήσεις τουλάχιστον το ψυχολογικό αβαντάζ. Γιατί άν κάτι είναι βέβαιο σχετικά με Το Μάτς είναι πως σχεδόν πάντα ο αντίπαλος είναι είτε ισχυρότερος, είτε το λιγότερο, καλύτερα φορμαρισμένος. Λοιπόν, προετοιμάζεσαι. Μελετάς. Βλέπεις σε επανάληψη ότι παιχνίδι έχει προηγηθεί για να διαβάσεις και να προβλέψεις, να ανακαλύψεις τα τρωτά του, να βρεις τελοσπάντων πώς στο καλό μπορείς να κερδίσεις. Ναι, ναι, τίμια και δίχως μπαμπεσιές πάντα. Βρίσκεις λοιπόν μια φόρμουλα, βρίσκεις και ένα σχέδιο εναλλακτικό σε περίπτωση που και η άλλη ομάδα έχει ήδη σκεφτεί αυτό που σκέφτηκες, φοράς και το σταυρουδάκι σου το βαφτιστικό και βγαίνεις απο την φυσούνα. Άντε τώρα να δούμε. Αρχίκα είχες πεί να μην ανοιχτείς και μείνεις εκτεθειμένος στα μετόπισθεν γι’ αυτό παίζεις σφιγμένα, αμυντικά με τον νού σου στυλωμένο στο άβατο του τέρματος. Μόνο που για να καταφέρεις να παραμείνει άβατο το δικό σου τέρμα, δεν έχεις βγάλει ούτε μία σωστή επίθεση, οι κερκίδες χασμουριούνται και το αντίπαλο τέρμα δεν βρίσκει ούτε μισό λόγο να αγχωθεί για το δικό του άβατο. Εντάξει, είναι Το Ματς και δεν θέλεις να ρισκάρεις, έχει γίνει αντιληπτό. Μα πώς στον διάβολο θα κερδίσεις με τέτοια νοοτροπία; Τί πάει να πεί περιμένεις την ευκαιρία; Και αν δεν περάσει απο αυτό το γήπεδο σήμερα η πολύφερνη ετούτη νύφη εσύ τί θα απογίνεις; Λοιπόν, ανασυγκροτείσαι στο ημίχρονο, λες είναι Το Ματς και οφείλω να δείξω το καλό μου αγωνιστικό πρόσωπο και ξαναβγαίνεις στο χορτάρι με ανανεωμένη πίστη για την νίκη. Τώρα ανοίγεσαι. Βγαίνεις μπροστά, κοντράρεσαι, τρέχεις. Α, επιτέλους. Η κερκίδα ξυπνάει, φωνάζουν συνθήματα, νομίζεις επιτέλους οτι μπορείς τελικά να γυρίσεις το παιχνίδι υπέρ σου. Αυτά έως ότου αυτός ο δαίμονας της αντίπαλης ομάδας ξεκινά μια αντεπίθεση που δεν προλαβαίνεις με τίποτα να σώσεις και στέλνει την μπάλά καρφωτή στο παρθένο σου δίχτυ περνώντας την ακριβώς πάνω απο τα χέρια του αποσβολωμένου τερματοφύλακά σου. Σκατά. Τα υπόλοιπα τα ξέρεις. Παλεύεις με νύχια και δόντια για μια ανατροπή που δεν έρχεται, σε αντίθεση με την λήξη που έρχεται νωρίτερα απο όσο θα ήθελες, οι άλλοι πανηγυρίζουν και εσύ απλά φτύνεις ανάμεσα απο τα δόντια λέξεις απογοήτευσης ενώ προχωράς προς τα αποδυτήρια.

Καλέ μου όμως σύνελθε, πώς κάνεις έτσι;
Έχει και ρεβάνς.

Πέμπτη 23 Σεπτεμβρίου 2010

Έχω φορέσει στον λαιμό μια κληματσίδα. Χλωρή είναι, την έκοψα απο τον κήπο σου προχθές. Μόνη μου την έπλεξα να κάνω σκοινί, την φόρεσα όλο καμάρι σαν λαιμοδέτη και στάθηκα για μια στιγμή να ελέγξω τους κόμπους, μην τύχει και ελευθερωθώ τυχαία. Γδύθηκα που λες στο μπαλκόνι μου, πέταξα τα ρούχα τρεις ορόφους κάτω και κοίταξα ερευνητικά τα κάγκελα. Εντάξει. Κρατούν σίγουρα το βάρος μου αποφάνθηκα. Η θηλιά και αυτή σωστή και στα μέτρα μου. Ορίστε, όλα έτοιμα. Εδώ είμαι λοιπόν και σε περιμένω. Να έρθεις και να με σπρώξεις έτσι απαλά σαν τελευταίο χάδι στο κενό κ’ ύστερα το σώμα μου να παλέψει με την ανάσα και τους σπασμούς στο τελευταίο του τίναγμα.
Μα γιατί αργείς; Θαρρείς πως θα το αποτελειώσω μόνη μου και αυτό; Α, όχι, όχι.
Αν δεν έρθεις να μοιραστούμε την ευθύνη, στο λέω, δεν κάνω βήμα.

Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 2010

Το μεγάλο παιχνίδι ξεκινάει και όλα μοιάζουν γελοιωδώς εύκολα. Μαζεύεις λουλουδάκια, παίζεις με τα αυτοκινητάκια σου, κολλάς αυτοκόλλητα στο δωμάτιο σου και κάθε Σάββατο και Κυριακή πρωί βλέπεις ως το μεσημέρι παιδικά με χέρια πασαλειμμένα με πραλίνα που ξέφυγε από το ψωμί σου. Το χειρότερο που μπορεί να σου συμβεί είναι καμιά στραβοτιμονιά με το ποδήλατο εκεί που δοκιμάζεις το πιο-μεγάλο-άλμα-που-έγινε-ποτέ, με αποτέλεσμα να πέσεις κάτω μεγαλοπρεπώς και να φάνε τα μούτρα σου χώμα. Άντε να γδαρθούν λιγάκι και τα γόνατα. Ως εκεί όμως. Κλαις, γκρινιάζεις και διαμαρτύρεσαι, περισσότερο για την ήττα και την ντροπή σου για το αποτυχημένο άλμα και μετά ανασκουμπώνεσαι, σηκώνεσαι με τα χώματα να σε έχουν μετατρέψει στον εφιάλτη κάθε απορρυπαντικού που σέβεται τον εαυτό του, αρπάζεις με τσατίλα το ποδήλατο και ξεκινάς την προσπάθεια για το ακόμα-πιο-μεγάλο-άλμα-που-έγινε-ποτέ, για να τους δείξεις εσύ.

Αυτά όταν ξεκινάει. Μετά όλα αλλάζουν. Το μεγάλο παιχνίδι δεν έχει πια ούτε λουλουδάκια, ούτε αυτοκινητάκια, ούτε αυτοκόλλητα και βέβαια ούτε λόγος για παιδικά στην τηλεόραση (άλλωστε «έχουν χαλάσει τόσο που δεν βλέπονται»). Ίσως μόνο η πραλίνα να μένει σταθερή, αλλά και εκείνη τώρα στέκει ομοιόμορφα στρωμένη στο ψωμί σου. Μην λερωθούμε κιόλας. Ωραία. Το μεγαλύτερο-άλμα-που-έγινε-ποτέ δεν θυμάσαι να το κατάφερες με εκείνο το παλιοποδήλατο, αλλά δεν σε πειράζει. Τώρα έχεις την συνείδηση πως καμία σημασία δεν είχε το άλμα. Όλη η ουσία βρισκόταν κρυμμένη στις αμέτρητες τούμπες που έφαγες. Αυτή ακριβώς η αίσθηση του σώματος που σκάει με φόρα στο χώμα. Η πτώση, η ήττα, η ντροπή. Τα χώματα στα ρούχα. Το γδαρμένο γόνατο, και το δάκρυ που σκούπισες με την ανάστροφη του χεριού στα γρήγορα, μην σε δούνε τα άλλα παιδιά και κοροϊδέψουν την αδυναμία σου. Βέβαια, ούτε να το συζητάς, μεγάλο σχολείο η τούμπα. Επειδή λοιπόν το μεγάλο παιχνίδι δεν έρχεται με οδηγίες και κανόνες στο κουτί του για να παίξεις σωστά και να κερδίσεις και επειδή δεν ξέρεις και κανέναν ικανό ή έστω πρόθυμο που θα σου δείξει πώς διάβολο να πετύχεις το-μεγαλύτερο-άλμα-που-έγινε-ποτέ, καλό είναι να εκπαιδευτείς καταρχήν στις τούμπες, τα πεσίματα, την απολύμανση και το μπαντάρισμα των πληγών, και φυσικά να μάθεις πιο πρόγραμμα στο πλυντήριο θα σε βγάλει ασπροπρόσωπο στην μάχη με τον λεκέ από τα χώματα.
Α ναι, θέλει και προσοχή στις παγίδες. Καμιά φορά στο μεγάλο παιχνίδι, νομίζεις πως μπορείς να κερδίσεις και βουτάς όλο ελπίδα και με απολύτως παράλογη αισιοδοξία στο κενό, με την πεποίθηση ο,τι αυτή είναι η στιγμή του μεγαλύτερου-άλματος-που-έγινε-ποτέ. Αίφνης όμως, εκεί πάνω στην εκστατική στιγμή που τα μάτια λάμπουν στην ιδέα της κατάκτησης του άπιαστου, εμφανίζεται εκείνο το σκασμένο που σου έκανε τον φίλο αλλά τελικά μάλλον στην είχε στημένη και ενώ εσύ δεν έχεις πάρει χαμπάρι, σου πετάει μια πέτρα κατακέφαλα. Έτσι αντί για το άλμα σου, το μόνο που κατακτάς για άλλη μια φορά, είναι η ακριβής ποσότητα χώματος και πόνου που αναλογεί στην φόρα που είχες όλο ενθουσιασμό πάρει.

Ε, ναι, τί με κοιτάς τώρα; Άντε λοιπόν καθάρισε όπως όπως τα μούτρα σου, δώσε προσοχή μην στάξει δάκρυ, πάρε παραμάσχαλα και το τσακισμένο ποδήλατο και άντε σπιτάκι σου να φας την πραλίνα μπας και γλυκάνεις την απογοήτευση. Είπαμε, δεν θέλει μαγκιές και ρομαντισμούς η υπόθεση. Για να έχεις ελπίδα επιβίωσης στο μεγάλο παιχνίδι, πρέπει πρώτα από όλα να εκπαιδευτείς στις τούμπες.
Το τραγούδι της Μαρίας Νεφέλης
Ο. Ελύτης

"Κρίμας το κορίτσι" λένε
το κεφάλι τους κουνάν
Τάχατες για μένα κλαίνε
δε μ'απαρατάν!

Μες στα σύννεφα βολτάρω
σαν την όμορφη αστραπή
κι ό,τι δώσω κι ό,τι πάρω
γίνεται βροχή.

Βρε παιδιά προσέξετέ με
κόβω κι απ'τις δυο μεριές
το πρωί που δε μιλιέμαι
βρίζω Παναγιές

και το βράδυ όπου κυλιέμαι
στα γρασίδια καθενού
λες και κονταροχτυπιέμαι
ντρούγκου-ντρούγκου-ντρου

Τη χαρά δε τη γνωρίζω
και τη λύπη την πατώ
σαν τον άγγελο γυρίζω
πάνω από τον γκρεμό