Κυριακή 31 Οκτωβρίου 2010

Να θυμάμαι να μην γεμίσω με μέταλλα και χώμα το σώμα, να μην κρατήσω κόκκινο στο χέρι. Μόνο αγκαλιά ανοιχτή. Να μπορώ να απλώνω τα χέρια μου και έτσι σε έκταση να τα κρατάω, κι ούτε να κουράζομαι σταλιά ώσπου να έρθεις. Δεν είναι εύκολο όμως. Κοιτάω τώρα που νυχτώνει το καθρέφτισμά μου στα τζάμια και είναι τα χέρια μου κολλημένα στο τόρσο, δεμένα σφιχτά πίσω από την πλάτη. Ορίστε, πάλι φοβάμαι το μαύρο. Βάζω μουσική μήπως και με φιλέψει η μελωδία λίγη σιωπή, ανάβω τα φώτα, πίνω συγκαταβατικά το παυσίπονο μου. Βλακεία, τί φοβερή βλακεία. Μα πώς είμαι έτσι ακόμη εγκλωβισμένη στα τζάμια μου, σε κάτι καθρεφτίσματα θολά από σκόνες; Κι αυτά τα καθαριστικά που τα έχω στο μπάνιο μου κάτω από τον νιπτήρα ούτε τολμάω να τα βγάλω από τις σακούλες. Ε ναι, βρέχει αυτές τις μέρες και ποιος τρελός ξεκινάει να καθαρίσει τζάμια τέτοιους καιρούς; Κάνω άλλες δουλειές όμως. Ορίστε, έφτιαξα προχθές μαρμελάδα πορτοκάλι. Γέμισε ολόκληρο το σπίτι άρωμα, βάφτηκαν στους τοίχους μου ήλιοι και όταν το βράδυ ξάπλωσα πια, έβρισκα στο σεντόνι μου κάτι χοντρά πορτοκαλί δάκρυα. Στην μαρμελάδα μου έβαλα και τις φλούδες. Έτσι πρέπει στα γλυκά. Κάτι να σου πικρίζει, κάτι να σου θυμίζει. Για αυτόν τον λόγο δεν συμπαθώ τα σερμπέτια και τους μπακλαβάδες. Είναι τόση η γλυκάδα που λες κάτι δεν πάει καλά και πίνεις ύστερα νερό, νερό, νερό, να ξανάρθεις κοντά στην αλήθεια. Τί έλεγα; Α ναι. Ήταν που λέτε οι προηγούμενες μέρες μου σπασμένες. Έσπασαν και έβλεπα γύρω μου κομμάτια ασυνάρτητα, ένα παζλ διαλυμένο στο πάτωμα απο πορσελάνες και γυαλικά. 2 το μεσημέρι έσπασε η κούπα του καφέ, 4 το καλό τσαγιερό, 7 το απόγευμα έκανε σεισμό και η βιτρίνα με τα ποτήρια κατέρρευσε μπρος στα πόδια μου. Δεν έβαλα σκούπα. Καθόμουν και περίμενα τα επόμενα. Τα πιάτα, τα μπουκαλάκια απο φυσητό γυαλί της μάνας μου και κυρίως τους καθρέφτες. Όταν έσπασαν και αυτοί ηρέμησα και τα μάζεψα όλα. Τα τζάμια μου δεν έπαθαν τίποτα πάντως. Γι αυτά άλλωστε δεν ανησύχησα ούτε στιγμή. Είναι χοντρά χοντρά, βρώμικα βρώμικα και κλείνουν ερμητικά τον απέξω κόσμο, έξω. Α ναι, αυτά τα αναθεματισμένα κρατάνε καλά και δεν με έχουν απογοητεύσει ποτέ. Πάντως μην νομίζει κανείς πως έχω ηττηθεί. Όχι, καθόλου. Να, σήμερα που κοιτούσα πως αντανακλώνται τα δεμένα μου χέρια πάνω τους, μου φάνηκε πως διέκρινα μια ραγισματιά στο δεξί άκρο, ακριβώς σε εκείνο το σημείο που για ώρες χτυπούσα με βία το κεφάλι μου.

Τρίτη 26 Οκτωβρίου 2010

broken

Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2010

Τόσο καιρό
δυό-δυό οι ιστορίες μας.
Όμως χθες
μέσα από σφιγμένα δόντια
είπα, αιφνιδίως και ταράχτηκες
«Φτιάξε μου μια
νέα».
Τόσο καιρό
σπρώχνομαι πάνω σου αιμάτινη
κι αφήνω στα σεντόνια
ίχνη του πραγματικού.
Να η όψη, να και η θέρμη μου
Θα έπρεπε ως τώρα να με ξέρεις.

Ώστε έτσι;

Λοιπόν προτού φύγεις
επέτρεψε μου μια λέξη.
Από εκείνες τις απαλές
αυτές που αλαφροπατούν και ξεκουράζονται στα μαλλιά των κοριτσιών.
Άκου.
Θα την ελευθερώσω
θα τρέξει καταπάνω σου ο ήχος της
θα σε φτάσει
και θα ξεψυχήσει κοντά στον λοβό σου
στην τρίτη συλλαβή.