Τρίτη 22 Φεβρουαρίου 2011

Είχα κρυφτεί θυμάμαι, πρώτα ανάμεσα σε κάτι βιβλία που όμως τελειώναν γρήγορα, μετά στην μπανιέρα, ύστερα πίσω από τις κουρτίνες στο μεγάλο παράθυρο και στο τέλος μέσα στην κατάψυξη, πρώτο ραφάκι κοντά στα παγάκια. Στο σπίτι την ίδια εποχή μπαινόβγαινε κόσμος πολύχρωμος, έπινε ποτά, χόρευε το πάτωμα μου, λέρωνε την κουζίνα μου. Άνοιγαν που και που και την κατάψυξη όταν θέλανε πάγο. Άπλωνα εγώ ένα χέρι κρυσταλλωμένο, όλο διαδοχικές σταλίτσες ακινητοποιημένες από το ψύχος και γέμιζα τα ποτήρια. Ένιωθα εξαιρετικά χρήσιμη. Μετά έκλειναν την πορτούλα απαλά και όπως υπέθετα, επέστρεφαν στο σαλόνι ευχαριστημένοι. Ξέρεις, όταν η πόρτα του ψυγείου κλείνει, το κρύο είναι πολύ σκοτεινό. Οι παγωμένες σταλίτσες είναι εντελώς άχρηστες, δεν μπορείς ούτε να τις χαζέψεις έτσι όπως όταν πέφτει πάνω τους το φως και τις αφήνει να γυαλίσουν. Μόνο πονάνε. Γι’ αυτό σου λέω, αν θέλεις δώσε μου το ποτήρι σου να φροντίσω για το ποτό σου. Διαφορετικά, κλείσε την πορτούλα απαλά και μην κρατάς το χέρι μου.
Βλέπεις ο πάγος είναι σχήμα οξύμωρο. Καίει.

Δευτέρα 7 Φεβρουαρίου 2011

Να πως πέφτει στ’ αλήθεια η αυλαία.

Η παράσταση εκτυλίσσεται ομαλά. Οι πρωταγωνιστές δίνουν ρεσιτάλ ερμηνείας βέβαιοι για τις διθυραμβικές κριτικές στις εφημερίδες, τα φώτα και η μουσική αψεγάδιαστα, το κοινό θερμό. Η παράσταση τελειώνει. Υποκλίσεις, χειροκρότημα και η κουρτίνα πέφτει. Αυλαία. Οι θεατές σηκώνονται από τις θέσεις τους, επικρατεί σχετική αναστάτωση, σιγά σιγά αποχωρούν και τα φώτα σβήνουν. Στα καμαρίνια οι μακάριοι πρωταγωνιστές δέχονται συγχαρητήρια, ξεβάφονται και φεύγουν πεινασμένοι για την κοντινότερη ταβέρνα με ανοιχτή κουζίνα μετά τα μεσάνυχτα. Ωραία.
Μα υπάρχει κάτι ακόμη.
Ένας από τους πολλούς κομπάρσους μένει πίσω, θλιμμένος και μόνος στο μεγάλο καμαρίνι των πολλών. Δεν είναι ατάλαντος, αντιθέτως είναι ικανός. Προσπαθεί χρόνια για εκείνον το ένα ρόλο που θα του δώσει την χαρά να βγάλει από τα σπλάχνα του όσα για χρόνια καλλιεργεί. Δυστυχώς δεν θυμώνει όταν χάνει ευκαιρίες επειδή δεν έχει την εμφάνιση του πρωταγωνιστή, το timing ή τις καλές δημόσιες σχέσεις. Ο θυμός ίσως να έδινε ανακούφιση. Εκείνος όμως μόνο θλίβεται. Κοιτάει τον καθρέφτη. Μπορεί άραγε το είδωλο να ραγίσει από θλίψη;
Στην επόμενη παράσταση όλα εκτυλίσσονται και πάλι ομαλά. Οι πρωταγωνιστές είναι λαμπεροί και καλοβαλμένοι, το κοινό και πάλι θερμό. Στο φινάλε, το χειροκρότημα διαρκεί όσο ακριβώς πρέπει για να εκφραστεί ο ειλικρινής ενθουσιασμός. Μετά η βαριά κουρτίνα. Αίφνης όμως και ενώ η αναμπουμπούλα της αποχώρησης ξεκινά, εκείνος ο μικρός και θλιμμένος πετάγεται στην σκηνή. Χωρίς κουστούμι και λάμψη από τα φώτα, χωρίς πρόβες και σκηνοθέτη. Η τελευταία του απόπειρα. Η έξοδος. Ξεκινά, παίζει Μπέκετ, δυό ρόλους μαζί. Κομματιάζεται, σπαράζει.

Από το "ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΠΑΙΧΝΙΔΙΟΥ" του Σ. Μπέκετ

Χαμ: Δεν ήξερα. Δεν ήξερα τί γινόταν.
Κλοβ (με σκληρότητα): Όταν η κυρά Πεγκ σου ζητούσε λάδι για τη λάμπα της κι εσύ την έστελνες από 'κει που 'ρθε, τότε δεν ήξερες τί γινόταν; (παύση)
Ξέρεις από τί πέθανε η κυρά-Πεγκ; Από σκοτάδι.
Χαμ (αδύναμα): Δεν είχα λάδι.
Κλοβ (σκληρά): Είχες και παραείχες. (παύση)

Το κοινό πασχίζει να καταλάβει, κάποιοι χειροκροτούν, οι συνάδελφοι ορμούν στην σκηνή, τον μαζεύουν, τον τραβούν στα παρασκήνια.

Την επόμενη, απολύθηκε.
Αυλαία.