Τετάρτη 30 Μαρτίου 2011

Αφού πλυθώ και γίνω το λευκότερο λευκό λεω να απλωθώ στο σκοινί της μπουγάδας. Να κρέμομαι εκεί και να στραφταλίζω στον ήλιο, να με φυσάει και να με κουνάει πέρα δώθε ο άνεμος. Πιασμένη καλά με τα πολύχρωμα μανταλάκια μου τίποτα δεν θα φοβάμαι. Τα μανταλάκια γαντζώνουν καλά στο δέρμα, ο πόνος δεν είναι και τόσο σημαντικός ώστε να σε αποθαρρύνει και σε κρατάνε σίγουρα και καλά ασφαλισμένο στο σκοινί σου. Ασφάλεια γκαραντί το μανταλάκι και δικλείδα απαραίτητη για να χαρείς τον ήλιο και τον άνεμο επάνω στο σκοινί δίχως τον φόβο πιθανής πτώσης. Ορίστε λοιπόν, δεν πέφτεις, δεν λασπώνεσαι, δεν κινδυνεύεις από το μένος των μποφόρ που μπορούν να σε πάρουν, να σε σηκώσουν και να σε πάνε ως την άλλη άκρη του κόσμου, στην κορφή κάποιου δέντρου στην ερημιά για να ξεχαστείς εκεί για πάντα σκισμένος και βρόμικος. Εμπρός λοιπόν, μανταλάκι και ευχαριστήσου το.

Μόνο να θυμάσαι και αν θέλεις ζύγισε το στο νού σου πριν αποφασίσεις την χρήση, πως άπαξ και αυτά τα συμπαθή, πολύχρωμα μανταλάκια που σε προστατεύουν και σε κρατάνε με ασφάλεια στο σκοινί, σε γαντζώσουν, δεν μπορείς πια να πας πουθενά. Κυριολεκτώ. Πουθενά.

Πέμπτη 24 Μαρτίου 2011

Για εσένα και για μένα δεν θα υπάρξει ποτέ πραγματικός χρόνος. Θα είσαι πάντα ένα βράδυ εμβόλιμο ανάμεσα στα άλλα τα κανονικά μου βράδια και εγώ θα είμαι πάντα μια λύση προσωρινή, μια αιφνίδια διανυκτέρευση. Δεν είναι και άσχημα. Μπορείς να διατηρήσεις έτσι την λάμψη των διαττόντων αστεριών και την ομορφιά του ουρανού την μια και μοναδική στιγμή που εκρήγνηνται τα χρώματα ενός πυροτεχνήματος. Αλήθεια είναι πολύ καλύτερα έτσι. Ο αληθινός χρόνος άλλωστε είναι πράγμα ύπουλο που επισείει τους γνωστούς κινδύνους. Ξέρεις... πάλι η πλήξη και η φθορά, ξανά το όμοιο και το ίδιο. Βαριέμαι και μόνο που τα σκέφτομαι. Καλύτερα λοιπόν έτσι σε χρόνο ονειρικό. Να είσαι διάττοντας που αφήνει στην μνήμη το αίσθημα του φευγαλέου και του άπιαστου, την γεύση εκείνου που δεν κατακτήθηκε. Καλύτερα παρά να δω μέταλλα να σκουριάζουν και να τρίζουν, χρώματα να θαμπώνουν και να σβήνουν. Ας μην υπάρξει ποτέ πραγματικός χρόνος για εμάς. Ούτε που θα στεναχωρηθώ καθόλου γι’ αυτόν έτσι μπαμπέσικα που φέρεται μ’ αυτήν του την φυσική ροπή προς τον θάνατο. Γιατί να συμβιβαστώ με την εντροπία; Σκασίλα μου. Ας μείνουμε έτσι σε χρόνο ονειρικό που με βολεύει καλύτερα. Αυτός μπορεί τουλάχιστον να μένει για πάντα έφηβος, με μια διάρκεια που η φλόγα της δεν χάνεται και τα νερά της δεν βαλτώνουν ποτέ.
Είμαστε σύμφωνοι;

Δευτέρα 21 Μαρτίου 2011

Πες μου τώρα πώς το έπαθα αυτό και ήρθε και στοιβάχτηκε μέσα μου τόσο κλάμα; Και πού τον βρήκα τόσο πόνο να φυλάξω, κι όλο παλεύω πια να ανακαλύψω γωνιά για να τον ξεφορτώσω; Εδώ και καιρό ραγίζω στα υφάσματα, αστράφτουν μέσα μου οι βροντές και μαζεύω τα σύννεφα μιας προηγούμενης πλημμύρας. Δεν βγάζω άκρη. Βλέπεις όλο κάτι απομένει μισοτελειωμένο, κάτι που δεν λέγεται, κάτι που δεν θα ειπωθεί ούτε απόψε και εμείς θα μείνουμε πάλι έτσι μισοτελειωμένοι, να κοιτάμε ξαπλωμένοι ανάσκελα στο στρώμα ίσα πέρα το βάθος του ταβανιού. Θα ταν αλλιώς αν κατείχαμε στ’ αλήθεια την γνώση της σύνθεσης. Επειδή, θα το ξέρεις και εσύ, το δύο είναι που κρύβει το νόημα και την έννοια την κρυφή, το δύο πολλαπλασιάζει, ενώ το ένα μας μονάχο και στυφό, δεν πρόκειται ποτέ του το έρμο να φτουρήσει. Μια μέρα όμως λέω πως θα γίνουμε κάτι ολόκληρο. Μόνο που για την ώρα νιώθω ακόμη θάλασσα. Κουνιέμαι πέρα δώθε, έρχονται και μου κλέβουν νερά για αφαλάτωση, με αγαπούν όταν μοιάζω με γυαλί, με αποστρέφονται όταν κυματίζω και φουσκώνω, κ’ ύστερα όλο μου κουβαλιούνται κάτι ξέμπαρκα νερά από ποτάμια και χειμάρους που ζητάνε αγκαλιές και ένωση. Και λέω ναι, τα αγκαλιάζω, κι όσο ενώνομαι γεμίζω ρεύματα και δίνες επικίνδυνες και τους απαντώ με παγερές θερμοκρασίες στα βάθη μου, ώσπου να τα χωνέψω τελικά ετούτα τα ξένα νερά και να τα πνίξω μέσα μου εντελώς. Ύστερα κάθομαι και θαυμάζω από μακριά αυτούς τους άλλους που δεν υπολογίζουνε το άλγος. Που δεν βλέπουν πουθενά μαλλιά λυτά και μπερδεμένα, νύχια μακριά και δόντια, κοπτήρες άγριους ίδιους με λίμες που οι αιχμές τους απειλούν κάθε μαλακή μου υφή. Στο λέω, δεν μπορώ τίποτα ολόκληρο να αρθρώσω σωστά κι αυτή την ανικανότητα μου ακόμα μπορώ να την μαρτυρώ μονάχα τις νύχτες στα σεντόνια. Να κάνω τα λευκά σκεπάσματά μου, το αμετακίνητο σκέπασμά της.

Σάββατο 19 Μαρτίου 2011

Περιμένω εναγωνίως την μέρα που τα πράγματα θα είναι κάπως διαφορετικά. Θα μπορείς να χαμογελάς στον περαστικό και δεν θα στρέφει το βλέμμα ξαφνιασμένος, θα τολμάς να δείχνεις την αδυναμία σου χωρίς να αναρωτιέσαι πού κρύβει το μαχαίρι ο διπλανός σου, θα μπορείς να ρωτάς για όσα δεν ξέρεις χωρίς να ντρέπεσαι και θα μπορείς να αποτύχεις έχοντας πλήρη συνείδηση πως μια αποτυχία δεν είναι ατίμωση τέτοια ώστε να σου πρέπει μαστίγιο και δημόσια διαπόμπευση. Θα έχει τριγύρω ελπίδα, χέρια απλωμένα και ένα βηματισμό απαλλαγμένο από φόβους. Περιμένω να φωτιστεί ο κόσμος, κι ας μην γίνει ποτέ του εύκολος. Περιμένω πότε θα τολμάμε να αγαπιόμαστε παράφορα και να λέμε «για πάντα» και ας μην υπάρχει στην λογική μας ανάλυση ούτε μια υποψία για την ύπαρξη πραγματικής αιωνιότητας. Γι’αυτό τώρα που σε βρήκα ας εξηγήσουμε ένα δύο πράγματα. Δεν θα με πείσει η ειρωνεία ή τα πτυχία για την εφυία σου. Δεν θα με πείσουν οι φωνές για το δίκιο σου και σίγουρα δεν υπάρχει καμία πιθανότητα να με πείσουν τα στολίδια για την ομορφιά σου. Ναι, έχεις απόλυτο δίκιο ώρες-ώρες γίνομαι καχύποπτη. Για την ακρίβεια, ώσπου να γίνουν επιτέλους τα πράγματα κάπως διαφορετικά, θα συνεχίσω να αμπαρώνομαι μόνη και καχύποπτη στα κλειστά μου δωμάτια για να έχω τον χρόνο να φτιάχνω κ’ ύστερα να γλύφω πολύτιμες πληγές. Ναι, είμαι δειλή, δεν βοηθάω και πολύ, δεν βοηθάω καθόλου. Εσύ όμως που στολίστηκες γραβάτες, έβαλες τα χαρτιά σου σε προθήκες και άρχισες με αρρωστημένη απόλαυση να ωρύεσαι για το δίκιο πίσω από την ασφάλεια του γραφείου σου κοιτώντας μας με ύφος μήπως, λέω μήπως, είσαι καραγκιόζης;

Πέμπτη 17 Μαρτίου 2011

Σταμάτα να έρχεσαι. Κάθε βράδυ στο μαξιλάρι μου, πίσω από τα βλέφαρα μου, τα χρυσά, τα κίτρινα και τα κόκκινά σου. Σταμάτα να έρχεσαι. Με το κομμένο σου αυτί, τις ματωμένες γάζες σου και την μοναξιά της κρεμασμένης πετσέτας σου δίπλα στον λαβομάνο. Γύρνα στα στάχυα και στους ήλιους σου, στις νύχτες σου τις μαγικές και άσε με εμένα. Εδώ δεν έχει στάχυα και ηλιοτρόπια. Έχει μονάχα κάτι μεγάλα παράθυρα και όλα τα χρώματα που με κυκλώνουν είναι κυανά. Δεν υπάρχει χώρος για τις κρίσεις και τα φωτεινά σου πάθη. Φύγε. Άσε με να ξαπλώνω στις αποχρώσεις του μπλε και φύγε, φύγε επιτέλους, μήπως έστω στον ύπνο μου γλιτώσω από αυτόν τον φόβο του κόκκινου...

Τρίτη 15 Μαρτίου 2011

Θες δεν θες κάποιες μέρες ξεκινούν έτσι. Με έναν κόμπο λίγο πάνω από το στομάχι, μια τρεμάμενη ανησυχία στα άκρα, και την απροσδιόριστη αίσθηση πως κάτι θα συμβεί. Μετά περιμένεις. Όλη την ημέρα πασχίζεις να αγνοήσεις την αίσθηση, λες τα πατερημών σου σε περίπτωση αξιόλογης πίστης, διαβάζεις ζώδια και ρίχνεις τον μεγάλο σταυρό στα ταρώ σου και τελικά μαλώνεις τον εαυτό σου που πείθεται από τέτοια ψυχολογικά τερτίπια. Και όμως, αποκλείεται να ξεφύγεις και όπου και να καταφύγεις, η αλήθεια είναι πως απλώς θα περιμένεις. Φυσικά δεν έχω καμία απάντηση, όπως δεν έχει και η παναγίτσα στον τοίχο, ή η αφροδίτη στον κριό. Αν για κάποιο λόγο πιστεύεις πως διαθέτεις ένστικτο ανεπτυγμένο και ευαίσθητο στις κοσμικές δονήσεις μπορεί τελικά κάτι να συμβεί. Αν όχι, θα κοιμηθείς το βράδυ και την επόμενη θα λες με ανακούφιση, αι στον κόρακα με τις βλακείες, ορίστε, πάει πέρασε. Στην δική μου περίπτωσή, ένα καλό 90% αυτών των περιπτώσεων αποδεικνύονται ψυχικό ανεμογκάστρι που εξανεμίζεται μετά από ένα γεμάτο οχτάωρο ύπνου. Οι εναπομείνασες πιθανότητες είναι οι σπάνιες εκείνες περιπτώσεις στις οποίες περιέργως πώς, ο τυφλός ξεστραβώνεται και καταφέρνει να προβλέψει την ύπαρξη γιγάντιας νερολακούβας στα δέκα βήματα. Έτσι λοιπόν, μιας και σήμερα έχω ισχυρό ένστικτο πως μπορεί να κοπώ στον ήλιο από δολοφονική αχτίδα, να χτυπήσω στις αιχμές των περιφραγμένων διπλανών μου, να με προδώσει η μουσική μου σωπαίνοντας ή ακόμη και τα πλήκτρα να μου επιτεθούν και να μου κόψουν τα δάχτυλα, δεν κάνω τίποτε άλλο παρά να κάθομαι και να περιμένω πότε το αιφνίδιο κακό θα μου ορμήξει ανηλεώς. Από την άλλη, έτσι ζώον εγωιστικό που είμαι την ίδια στιγμή προσπαθώ να επιβληθώ στην κατάσταση και δοκιμάζω κάθε λίγο και λιγάκι να επιστρέψω στον γλυκό ρυθμό της λογικής. Γι’ αυτό με καθησυχάζω μουρμουρίζοντας από μέσα μου πως όχι, γίνομαι παρανοϊκή και στην πραγματικότητα τίποτα τρομακτικό δεν πρόκειται συμβεί. Και ναι, ναι, ξέρω πολύ καλά τί συμβαίνει. Η ρεαλιστικότερη εξήγηση της κατάστασης είναι πως για ακόμη μια φορά κυοφορώ τον σπόρο μιας διαταραγμένης ψυχοσύνθεσης που απλώς ξύπνησε στραβά. Βέβαια το επόμενο βήμα είναι να καταφέρω να με πείσω...

Παρασκευή 11 Μαρτίου 2011

Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011

Μα δεν ξέρεις πως; Όχι έτσι. Πιο σφιχτά. Τράβηξέ με κοντά σου ξαφνικά όταν περνάω ανυποψίαστη από δίπλα σου. Κλείσε μου το στόμα γιατί οι λέξεις μου είναι πολλές και κάνουν θόρυβο. Κλείσε μου τα μάτια γιατί βλέπω τόσο που συχνά δεν αισθάνομαι. Και μετά βάλε το χέρι σου στον αυχένα μου. Μπορείς έτσι από την βάση του λαιμού να κατευθύνεις το κεφάλι μου όπως επιθυμείς. Θα μου αρέσει μην σε νοιάζει. Νιώθω καλά όταν δεν έχω την ευθύνη του. Θυμήσου ακόμη να κλειδώσεις τα πόδια μου ανάμεσα στα δικά σου γιατί έχουν την τάση να με παίρνουν μαζί τους μακριά. Μπράβο. Βάλε δύναμη. Έτσι. Ορίστε, τώρα με κρατάς.

... χαρούμενος;

Τετάρτη 9 Μαρτίου 2011

Περνάω μέρες εξωφρενικής ανοησίας. Το γεγονός είναι εξαιρετικά διασκεδαστικό, όπως είναι αναμενόμενο άλλωστε σε κάθε τέτοια περίοδο, τουλάχιστον ώσπου να εμφανιστούν οι τύψεις –τις οποίες θερμοπαρακαλώ αν μπορούν και έχουν την ευγενή καλοσύνη, να μην με επισκεφτούν σύντομα-. Μέρες ανοησίας λοιπόν και κατά συνέπεια μέρες άκρατης κατανάλωσης αλκοολούχων μιας και ως είναι γνωστό, αυτές οι περίοδοι έχουν ανάγκη από ισχυρό άλλοθι. Τουτέστιν και εν συντομία, βγαίνω. Βγαίνω και πίνω. Βγαίνω και βγαίνω και πίνω και πίνω. «Τί ανόητο» θα πείτε. Χα. Σας πρόλαβα, το είπα πρώτη. «Ε και; Συνεχίζει να είναι ανόητο δίχως να έχει καμία σημασία αν το λες και εσύ ή όχι» θα πείτε. Ναι, ναι, σωστά, έχετε απόλυτο δίκιο. Τώρα λοιπόν που το ξεκαθαρίσαμε πόσο ανόητη είμαι, πάμε παρακάτω. Που λέτε, βγαίνω, βγαίνω και πίνω, πίνω εξασκώντας καθημερινά αυτό το φυσικό μου τάλαντο της ανοησίας στα Χανιά και ανακαλύπτοντας για άλλη μια φορά πως ώ τί θαύμα οι άνθρωποι (και εγώ μαζί) μοιάζουμε απελπιστικά πολύ μεταξύ μας. Δεν προσπαθώ τώρα να σας κλέψω την αίσθηση μοναδικότητας που έχετε ο καθείς για την πάρτη του και εξηγούμαι αμέσως. Παρατηρώ τον κόσμο στο μαγαζί που βγαίνω βγαίνω και πίνω πίνω τις τελευταίες μέρες. Έχουμε λοιπόν και λέμε. Ο σιωπηλός τύπος στο μπαρ που έχει καβατζώσει τον ρόλο της μελαγχολικής φιγούρας της γωνίας και αν τολμήσει να μπει δεύτερος τέτοιος στο μαγαζί πληρώνει και φεύγει για να παίξει τον ρόλο του κάπου αλλού που κανείς δεν θα του κλέβει την παράσταση. Το ζευγάρι που βαρέθηκε να είναι ζευγάρι αλλά πως να το πεις αυτό τώρα κάτσε να καλοκαιριάσει λίγο. Το ντουέτο από τις φιλενάδες που συστηματικά πίνουν τα ποτά τους ανάμεσα σε στεναγμούς γιατί και οι δύο θα προτιμούσαν να μην ξαναδούν η μία τα μούτρα της άλλης αλλά να τρώνε κινέζικο στον καναπέ βλέποντας Παπακαλιάτη με έναν γκόμενο κατά προτίμηση ομορφούλη. Το δίπλα ζευγάρι ή καλύτερα εν δυνάμει ζευγάρι που αυτός εναγωνίως προσπαθεί προσπαθεί να δέσει το γλυκό αλλά η άλλη είναι δύσκολη-δύσκολη (βλεπε καρέτα-καρέτα). Η αγοροπαρέα των νεαρών με το πρό τους και το στοίχημα, τα μετρημένα τους λεφτά και την βαθιά ανάγκη μια γυναίκα να τους πείσει πως δεν είναι αγόρια αλλά συγκλονιστικοί εραστές. Α, και δυό τρείς ξέμπαρκοι που δεν μπορώ καθόλου να τους σχολιάσω μιας και δεν κατάφερα να κρυφακούσω τίποτα αφού δεν ανοίγουν το στόμα τους παρά μόνο για την παραγγελία, οπότε απλά συμπεραίνω ότι είναι βυθισμένοι στις σκέψεις τους και βγαίνουν έξω αντί να πιουν στο σπίτι τους επειδή βαρέθηκαν να κοιτάνε τον ίδιο τοίχο τα βράδια. Και βέβαια last and least η αφεντιά μου που καθόλου δεν θα ξεφύγει της κατηγοριοποίησης τούτης αφού εκπροσωπεί άνετα την γκόμενα (για την χάρη του λόγου το χρησιμοποιώ δεν με έπιασε ναρκισσισμός στα γεράματα) που πρώτα κοιτάει τριγύρω όλο βάθος τύπου ξέρω-καλύτερα-απο-σένα-αυτό-που-νομίζεις-οτι-ξέρεις-για-μένα, μεθάει και έπειτα την πιάνει κοινωνικός παροξυσμός τέτοιος που μπορεί πανεύκολα και απόψε να γίνει ο κλόουν του πάρτυ σας – περάστε κόσμε. Κοινό στοιχείο; Όλοι, μα όλοι αυτοί και καμιά δεκάδα ακόμη ανάλογων περιπτώσεων ζητάμε το ίδιο πράγμα. Προσοχή, επικοινωνία, άντε να το βαρύνω κιόλας, αγάπη. Δεύτερο κοινό στοιχείο; Όλοι, μα όλοι αυτοί, ζητάμε το ίδιο πράγμα με τον ίδιο λάθος τρόπο. Της ανοησίας.
Στην υγειά μας λοιπόν και ο νοών, νοείτω.

Τρίτη 8 Μαρτίου 2011

Πέφτεις στα ξένα βλέμματα με βλέφαρα κλειστά για να μην φανεί χρώμα. Έξω φυσάει. Τυλιγμένος στα μάλλινα ρούχα σου, κρυμμένος σε μια γροθιά που κλείδωσε σαν στρείδι και δεν ανοίγει πια. Έξω φυσάει πολύ. Ελαφροπατάς πάνω από τα λόγια για να πέσεις μετά βαρύς στα πλήκτρα με τα φωνήεντα. Ξεχωρίζεις σφάλματα στα σπλάχνα σου, τους δίνεις ονόματα και τα χωνεύεις με σώμα που τρέμει από πυρετό. Έξω, θυμός. Λυγάς στον ήχο του τηλεφώνου, μορφάζεις στο φως, τρέχεις κυνηγημένος σε άδεια δωμάτια. Έξω, πόνος.
Μήπως θέλεις καλύτερα να σε πάω σπίτι, να βγάλεις τα μάλλινα, να σε ντύσω αγκαλιές και μ’ ένα μαχαίρι κοφτερό να ανοίξω την γροθιά σου;
Και άσε το έξω, έξω.

Παρασκευή 4 Μαρτίου 2011

Καινούργια μέρα. Περπάτημα ασταθές και περιστέρια στην μεγάλη πλατεία της μητρόπολης. Μετράω ποτά. Ένα πρώτο εκεί, δύο παρακάτω, το πέμπτο και το έκτο δεν θυμάμαι. Μετράω τα πρόσωπα γνωστών που μου χαμογέλασαν. Ένα στο πρώτο ποτό, τρία στο δεύτερο κ’ύστερα κάμποσα ακόμη, ώσπου στο έκτο ήταν πια όλα τα πρόσωπα γνωστά και όλα χαμογελούσαν. Περνούν δίπλα μου μερικοί εργάτες. Κοιτάω κλεφτά. Πρωινή δουλειά, χέρια στις τσέπες και ζεστό χνώτο. Αυτοί κοιτούν χωρίς περιστροφές. Τί κοιτάς; Όχι, δεν νυστάζω. Ναι, είμαι το ηττημένο πρόσωπο μιας νύχτας που ξεθώριασε. Διώχνω με βία μια μικρή ντροπή. Η πόλη άρχισε να γεμίζει σιγά σιγά από τους πρωινούς τύπους με τις δουλειές και τους καφέδες και ‘γώ ξέμεινα πίσω να κουβαλάω ακόμη το φεγγάρι στην κοιλιά μου. Στην πιάτσα των ταξί οι βάρδιες έχουν αλλάξει εδώ και ώρα. Τουλάχιστον θα γλιτώσω την νυχτερινή χρέωση. Φτάνω στο πρώτο αυτοκίνητο, ανοίγω την πόρτα και συμβιβαστικά λέω την διεύθυνση για το σπίτι. Στην πραγματικότητα δεν είμαι καθόλου βέβαιη για τον προορισμό. Μα ούτως η άλλως δεν είμαι ποτέ καθ’ όλα βέβαιη για τίποτα. Βλέπω τον οδηγό που με παρατηρεί από τον καθρέφτη. Από μέσα μου, του βγάζω κοροϊδευτικά την γλώσσα.
«Τώρα γυρνάς;» Μου φαίνεται πως με μαλώνει.
«Ναι»
«Μεγάλη νύχτα ε;» Θέλει κουβέντες
«Ναι» Εγώ δεν θέλω
«Σπιτάκι τώρα για ύπνο;» Θέλω να πω «άσε με ήσυχη γιατί θα κάνω εμετό στο πίσω σου κάθισμα και θα σου κόψω την όρεξη για συζητήσεις» αλλά είμαι πολύ ευγενική για κάτι τέτοιο.
«Ε, ναι»
«Έτσι, έτσι, αυτά είναι τα ωραία. Άμα δεν έχεις έγνοιες και το γλεντάς!» Βρε άντε μου στον διάβολο που έβγαλες και συμπεράσματα.
Τον κοιτάω και εγώ από τον καθρέφτη και του μεταφέρω με το βλέμμα ένα μεγαλοπρεπές «Σκάσε». Και σκάει. Και φτάνουμε. Και πληρώνω. Και μουρμουρίζω καλημέρα. Και ανεβαίνω τις σκάλες του σπιτιού. Και ξεκλειδώνω την πόρτα μου. Και μπαίνω με το παλτό στο μπάνιο. Και γονατίζω στην λεκάνη. Και βγάζω από μέσα μου ποτά, πρόσωπα, χαμόγελα, τα τακούνια μου, αριθμούς τηλεφώνων, αστέρια και ένα μεγάλο χοντρό φεγγάρι.

Έτσι, έτσι, αυτά είναι τα ωραία... Είδες άμα δεν έχεις έγνοιες και το γλεντάς;