Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011

Περπατάς. Η μέρα φωτεινή, η διάθεση καλή, ο δρόμος ομαλός, τα βήματα σταθερά. Ξαφνικά κάτι στραβώνει κάπου στον αστράγαλο, το πόδι μπλέκεται, σφηνώνει σε μια μαγική ρωγμή και η όλο χάρη κίνηση σου διακόπτεται. Μένεις ακίνητος με το πόδι αγρίως στραμπουληγμένο. Στην προσπάθεια αναζήτησης φταίχτη και αιτίας ανακαλύπτεις τα εξής αγριευτικά. Μια κλωστούλα λεπτή, διάφανη και ανθεκτική σαν πετονιά γύρω από τα πόδια, σε έχει τυλίξει και σου ανακόπτει την πορεία. Αν δεις καλύτερα στο φως, καταλαβαίνεις πως μάταια γυρεύεις τον κόμπο, την αρχή και το τέλος της κλωστής. Αυτή η ύπουλη ανεβαίνει κατά μήκος του ποδιού σου, ξεπερνά τους μηρούς και χώνεται κατευθείαν έτσι σκληρή και γυαλιστερή στην κάτω κοιλιακή σου χώρα.
Μιλώ ειλικρινά, δεν έχω βρει ως τα τώρα στον δρόμο μου ούτε ένα δέσιμο τόσο δα, ούτε μισό κόμπο, που να μην έχει τις πρώτες ρίζες του στα ροδαλά σωθικά μου.
Το παιχνίδι. Στο προσφέρουν μέρα εορταστική, από εκείνες που ο κόσμος χαμογελάει και δείχνει να σε συμπαθεί. Τυλιγμένο σε ένα πολύχρωμο και γεμάτο γυαλιστερά ψέματα χαρτί το οποίο σκίζεις ανηλεώς με δάχτυλα τρεμάμενα, ανακαλύπτεις ένα κουτί. Τα περιεχόμενα του θα τα μελετήσεις αργότερα ένα προς ένα, όταν η εορταστική μέρα και ο ενθουσιασμός της προσφοράς του ανέλπιστου δώρου περάσουν. Στην ησυχία του μικρού καθιστικού λοιπόν, το ανοιγμένο πια κουτί σου δείχνει να κρύβει στην κοιλιά του τα απολύτως απαραίτητα. Πιόνια, ζάρια και ένα ταμπλό με αφετηρία, πιθανές διαδρομές, στάσεις και ένα τέρμα. Ο συμβολισμός είναι τόσο ξεκάθαρος που το μόνο που θες προς στιγμή, είναι να του βγάλεις την γλώσσα και να το πετάξεις έξω από το παράθυρο. Και όμως, φύση ανθρώπινη, φύση περίεργη, απλώνεις το χέρι προς το τυπωμένο ιλουστρασιόν χαρτί των οδηγιών. Δεν υπάρχει τίποτε πιο σημαντικό για το παιχνίδι από τις οδηγίες. Δίχως αυτές κρατάς στα χέρια σου έναν άχρηστο σωρό από μικροαντικείμενα άγνωστης χρήσης. Διαβάζεις προσεκτικά. Ζάρι, κίνηση, ενέργεια, αποτέλεσμα. Στόχος το τέρμα. Εκκίνηση η αφετηρία. Υπέροχα. Κατανοείς πλήρως τις οδηγίες, την λογική του παιχνιδιού, πιθανολογείς για την καλύτερη στρατηγική. Μετά, παίρνεις τηλέφωνο τον φίλο, να έρθει το απόγευμα βρε αδερφέ, να φάτε κέικ και να παίξετε. Άλλωστε αυτός το έφερε το δώρο-παιχνίδι. Εντάξει λοιπόν, ορίστε, το κανονίζεις, φτιάχνεις και το κέικ, καταφτάνει και εκείνος στην ώρα του και κάθεστε ανέμελοι για μια παρτίδα. Εξηγείς τους κανόνες. Τους εξηγείς δις. Κάνει ερωτήσεις. Βεβαιώνεις ότι έχει καταλάβει τις οδηγίες, τουλάχιστον όσο καλά τις έχεις καταλάβει και εσύ. Και ξεκινάτε. Καθώς όμως το παιχνίδι εξελίσσεται αντιλαμβάνεσαι πως ο συμπαίκτης σου είναι από εκείνους που θα μπορούσαν να παίξουν σκάκι με πούλια απο το τάβλι και μπάσκετ με τα πόδια. Δεν ακολουθεί τις υποδείξεις της εκάστοτε ζαριάς, προσπερνάει την σειρά σου παίζοντας για γύρους ολόκληρους μόνος, αγνοεί τα αποτελέσματα των ενεργειών και αδυνατεί παρά τις προσπάθειες σου να συνειδητοποιήσει πως τα πιόνια οφείλουν να κινούνται απαραιτήτως εντός του ταμπλώ. Όταν πια η δραματική παρτίδα λήγει, άδοξα βεβαίως, με τα χέρια σου να υψώνονται στον ουρανό με απόγνωση καθώς εκλιπαρείς για έλεος και μια δόση συνεργασίας, εκείνος χαμογελά.

-Μα δεν θυμάσαι τότε που σου είχα πει πως δεν μου αρέσουν τα επιτραπέζια;