Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2013

Νυχτώνει και έχει πολύ κρύο απόψε. Ο ουρανός βαρύς και χαμηλωμένος. Ανασαίνεις και το χνώτο γίνεται μεμιάς ένα με τα σύννεφα. Παίζω με τις ανάσες. Οι μικρές εκπνοές γίνονται σύννεφα λευκά κ οι αναστεναγμοί μαύρα, από κείνα που κρύβουν νερό. Κλειστά παράθυρα, φρουροί για την ζέστη την οικιακή -το κρύο, το κρύο, το κρύο αχ το κρύο- κ’ οι δρόμοι αδειανοί. Ούτε μια αδέσποτη γάτα. Για σκύλο ούτε λόγος. Λέω, ή πως θα ‘χουν σπίτια τα ζωντανά, ή πως πέθαναν όλα από το περσινό χιόνι. Τριγύρω το εύτακτο του άδειου. Στην γειτονιά ησυχία. Οι απέναντι βλέπουν τηλεόραση. Οι δίπλα στους απέναντι, νταντεύουν ένα μωρό. Και η κυρία κάτω από τους δίπλα στους απέναντι, χτενίζει τα μαλλιά της μπροστά στον καθρέφτη του υπνοδωματίου, μέσα σ ένα αφράτο μπουρνούζι. Σαν σε σινεμά. Κανείς δεν έχει κουρτίνες ή παντζούρια εδώ. Και κανείς δεν κοιτά το ξένο παράθυρο. Μόνο εγώ κάθομαι δίπλα στο δικό μου και τους κοιτάω όλους. «Τι αδιακρισία!» θα σκεφτόντουσαν αν με βλέπανε. Μα δεν με βλέπουν και δεν θα με δουν ποτέ στο δικό μου δίχως κουρτίνα παράθυρο, έτσι που είναι μαθημένοι να μην κοιτούν. Εδώ είμαι στ’ αλήθεια αόρατη. –Να θυμηθώ να τσεκάρω με το μολύβι μου το παιδικό όνειρο.- Στο δωμάτιο ακούγεται μια σουίτα για τσέλο, του Μπαχ. Ένα όργανο μονάχο του. Δεν θέλω κι ούτε χρειάζονται περισσότερα. Ησυχία. Την καταλαβαίνω καλύτερα τούτη την μουσική εδώ. Την καταλαβαίνω δηλαδή πιο μέσα μου, με τις δονήσεις της πιο κοντά στο στομάχι, γιατί τώρα το βλέπω πως έχει φτιαχτεί από τις όψεις του γρανίτη, το πράσινο του δάσους και μια αγωνία για φως. Έρχεται και το φως κάπου κάπου. Κι αυτό αλλιώτικο. Πιο λευκό, εκτυφλωτικό, σάμπως και κάτι μυστήριο συμβαίνει στους ουρανούς. Ο ήλιος σ’ άλλη θέση, χαμηλά στο ύψος των ματιών, να μην μπορείς να κοιτάξεις ίσια μπροστά σου, έτσι που θαρρείς πως είναι 3 το μεσημέρι και ας έχει μόλις ανατείλει. Περίεργος. Κι ας έλεγα πως τον ξέρω καλά, εδώ μασκαρεύεται, βάζει λευκαντικά και αντί για κίτρινος, θερμός, γίνεται σαν λάμπα νοσοκομειακή, με μια λάμψη αποτρόπαια σκληρή. Δεν φτάνει να με ζεστάνει τώρα που οι βαθμοί της θερμοκρασίας είναι λιγότεροι από τα δάχτυλα του ενός χεριού, μα έχει όλο μου τον σεβασμό για τούτο το ολοκαίνουργιο στα μάτια μου, απόκοσμο μεγαλείο στην στεφάνη του. Πριν να κερδίσει τις εντυπώσεις μου ο ήλιος, με είχαν συνεπάρει κάτι κορφές.Όταν ταξίδευα προς τα Βόρεια, το αεροπλάνο πέρασε πάνω από τις Άλπεις. Εκεί να δεις ανατριχίλα και κομμένη ανάσα. Όχι από φόβο μωρέ, από το μεγαλείο, το δέος. Να σε παίρνει η καλή σου η τύχη μια μέρα και να σου κάνει δώρο έτσι απλόχερα πέντε λεπτάκια πτήσης πάνω από τις Άλπεις. Ευγνώμων για την τεχνολογία, παρ ’ολίγο να γίνω χαλκομανία στο παραθυράκι μου από τον ενθουσιασμό. Αυτές τις κορυφές, και ποτέ μου να μην τις ξαναδώ, τις έχω παραχώσει τόσο καλά στο θυμητικό μου που ξέρω πως θα αναριγώ στην σκέψη τους μέχρι να μου κοπεί η ζήση. Εκεί προς το τέλος του ταξιδιού, μετά τα βουνά, ήρθε η ισιάδα. Βαθιά σκοτεινή θάλασσα και ισιάδα. Εύκολη προσγείωση σκέφτηκα με τόση ισιάδα. Και ήταν εύκολη πράγματι. Έφτασα στο άστυ, κατατοπίστηκα για τα περί των μετακινήσεων μου, εγκαταστάθηκα. Αμφιβάλλω πολύ όμως αν ήταν τόσο εύκολη και για όλους αυτούς τους μετανάστες που βλέπω κάθε μέρα να τρέχουν στην παγωνιά με μαγκωμένους μυς, για να προλάβουν τα πρώτα τραίνα. Υπολογίζω πως παρά την ισιάδα του εδάφους μάλλον ταρακουνήθηκαν αρκετά ώσπου να φτάσουν στα μικρομάγαζα της πρωτεύουσας να πουλούν καραμελωμένα αμύγδαλα , κεμπάμπ και όσπρια, ή να φτιάχνουν κλειδιά και να επιδιορθώνουν παπούτσια για τους αυτόχθονες της κρύας χώρας. Α ναι, εδώ, στην εύτακτη τούτη πολιτεία με τους αδειανούς από το πολύ κρύο δρόμους και τους κουκουλωμένους με στρώματα και στρώματα από ρούχα ανθρώπους, υπάρχει πρόνοια για όσους προσγειώθηκαν στην πεδιάδα ανώμαλα. Έχει γραφεία να πας, χαρτιά να βγάλεις, υπηρεσίες να δηλωθείς, επιδόματα για να πάρεις. Είναι καλύτερα εδώ. Έτσι θαρρούσα δηλαδή. Ώσπου τους είδα να σαλτάρουν στους κάδους έξω από τα μεγάλα σούπερ μάρκετ, να αρπάζουν το σάπιο κρέας για να φάνε. Και μετά έμαθα τα ποσά των αμοιβών για το μεροκάματο του εργάτη. Λοιπόν, εδώ, αυτό που δεν πεινάς μα επιβιώνεις έστω με το σάπιο κρέας, γιατί απ το άλλο δεν σου φτάνει ο μισθός να αγοράσεις, αυτό που έχοντας γνώση της καταγωγής σου το παίρνεις μια και καλή απόφαση πως δεν λογίζεσαι ισότιμα με τον καλοβαλμένο ξανθό κύριο παραδίπλα σου για δουλειά γιατί απλά, απλούστατα, την χρειάζεσαι περισσότερο, αυτό που αν δεν σου φτάσουν για το νοίκι τουλάχιστον υπάρχει δομή κρατική και έτσι κάπου θα σε κοιμίσουν για να μην πεθάνεις μέσα στον πάγο και το κρύο, αυτό που τα παιδιά των μεταναστών, γενιές δεύτερες και τρίτες, θα γραπωθούν από τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό μήπως και νιώσουν λίγη από την ψευδαίσθηση μιας δύναμης στα χέρια τους, αυτό που θα σκοτωθούν με τα άλλα φτωχά παιδιά από την δίπλα γειτονιά για να ρθει η «πολύ καλή» αστυνομία και να συγυρίσει μετά, αυτό, το λένε σοσιαλδημοκρατία. Επιτυχημένη. Και είναι λέει ωραίος ο καπιταλισμός της σοσιαλδημοκρατίας. Είναι αλλιώτικος, δεν πονάει καθόλου, κι ούτε που τον καταλαβαίνεις. Είναι ωραίος και διαφορετικός εδώ στις σκανδιναβικές χώρες, έχει κράτος κοινωνικό, η οργάνωση του είναι χωρίς ψεγάδια, τα λεωφορεία θα τα βρεις πάντα στην ώρα τους, τους δρόμους δίχως άστεγους, δίχως αδέσποτα, και βεβαίως σε ετοιμότητα τα εκχιονιστικά και το αλάτι. Κ είναι όλοι περήφανοι για τούτη την σοσιαλδημοκρατία, το χουν καμάρι που ναι προνοητικοί και είναι όλα καθαρά και άσπρα κάθε πρωί. Μόνο που εγώ φοβάμαι. Γιατί έμαθα πως έτσι που νυχτώνει νωρίς και οι σκοτεινές ώρες είναι πολλές, η σοσιαλδημοκρατία έπαθε κρίση ταυτότητας και γυρεύοντας στηρίγματα πλάγιαζε τα βράδια με αγόρια αμφιβόλου ηθικής, κάπως πιο... φιλελεύθερα. Εν τέλει αρρώστησε βαριά και ύστερα τα τίναξε. Το χειρότερο δε είναι, πως οι θαυμαστές της είναι από κείνους που έχουν μάθει να μην κοιτάνε τα ξένα παραθύρια, ούτε καν για να βεβαιωθούν πως ο γείτονας που τρώει από το σάπιο κρέας ακόμη ζει. Και έτσι η δύσμοιρη η αποθανούσα, θα σαπίσει εντελώς και ολωσδιόλου, η μπόχα απ το κουφάρι της θα ξεχυθεί στην χώρα και τούτοι εδώ οι τύποι θα ψάχνονται αναμεταξύ τους να βρουν ποιος έφαγε το χαλασμένο χάμπουργκερ...