Τρίτη 16 Νοεμβρίου 2010

Να παλεύεις με το τέρας του αδύνατου, να σκουντουφλάς σε πέτρες αόρατες, να τσακίζεσαι απο γκρεμούς και να καταλήγεις μεσοπέλαγα χωρίς σχεδία. Έτσι είναι το μυαλό. Αγώνας και έπειτα αγώνας ξανά. Σπατάλη δυνάμεων ανάμεσα σε σκέψεις, διλήμματα, αγωνίες και ελπίδες. Καταστρώνεις πλάνο και μετά το χαλάς, ζορίζεσαι να πειστείς για αυτό ή το άλλο και ύστερα αναρωτιέσαι αν πείσθηκες για μια αλήθεια κατασκεύασμα. Μια έκταση αχανής και χάρτης πουθενά. Πόσο μάταιο, πόσο αναποτελεσματικό, πόσο μα πόσο τραγικά λάθος. Πάρ’ το χαμπάρι, τίποτα δεν καταφέρνεις παρα μονάχα να τρως την ουρά σου και μετά να την φτύνεις για να την ξανακυνηγήσεις σε λίγο απο την αρχή. Παρ’ το χαμπάρι πως η θέση της ουράς είναι εκεί που σου την κόλλησε ο πλάστης, εκεί λίγο πάνω απο τον αποτέτοιο σου δηλαδή και θέση καμία δεν έχει μέσα στο στόμα σου. Κάνε την δουλειά σου και άσε την και αυτή να ηρεμήσει επιτέλους. Ζήσε λιγάκι ντε δεν είναι και τόσο δύσκολο! Είπα να βάλω κάτω τα πράγματα. Δύο μέρες τώρα βάζω κάτω πράγματα. Πολλά πράγματα. Τσουβάλια, κασόνια, φορτηγά γεμάτα πράγματα. Μου παίρνει τόσο χρόνο που αναρωτιέμαι πότε μαζεύτηκαν μέσα μου τόσα πολλά και πώς διάβολο χωρέσανε συμπτυγμένα σ’ ένα μυαλό όχι και τόσο σπουδαίο τέλοσπάντων. Εκεί ήταν πάντως. Ξεφορτώνω, όλο ξεφορτώνω και δεν λέει να αδειάσει το άτιμο. Τα βάζω κάτω. Ανοίγω περιτυλίγματα, ξεσκονίζω, βγάζω τα καλύμματα να φανούν τα κρυμμένα. Εντάξει έχει καλώς, θα την κάνω την διαδικασία αφού βάλθηκα να μπω σε μπελάδες. Λοιπόν; Το κοίταξα απο εδώ, το κοίταξα απο εκεί, το κοίταξα και απο την άλλη. Τεμάχισα το ζήτημα σε μικρά κομμάτια, εξέτασα το υλικό, ανέλυσα τις δυνατότητες και προέκτεινα στον χρόνο τις πιθανές εκβάσεις. Και ύστερα; Ύστερα ήρθε ο γλυκός εαυτός μου να με ξυπνήσει. Αυτός που θυμάται απο μια σοφία αρχαία όσο τα ένστικτα το σωστό και μου το ψιθυρίζει πού και πού όταν με βλέπει να μασάω για μέρες την ουρά μου. «Κρύψε τα εργαλεία του εργαστηρίου» μου είπε, «βγάλε την λευκή ποδιά». «Κόφ΄το». Μετά μου πέταξε στα πόδια μια καρδιά τόση δα, που χτυπούσε μόνη της και έκανε συσπάσεις γρήγορες. «Άντε, βάλ’την τώρα στην θέση της πρίν σου χαλάσει εντελως! Βλάκα...»

Σάββατο 13 Νοεμβρίου 2010

Σήμερα θα βρέχει. Βγες να λουστείς στην ταράτσα του σπιτιού σου. Κοίτα ψηλά. Ξέρεις εσύ. Τα μάτια να κοιτάνε ουρανό. Εγώ στο σπίτι. Τα μαλλιά μου δεν θα πλυθούν σε βροχές κ’ οι ουρανοί κρύβουν νυστέρια. Σκλήρυνα. Ούτε πίστη ούτε προσδοκία. Πάει το απόθεμα φαγώθηκε. Να αυτό, ίσως να μην το ξέρεις. Κάποτε στην ζωή όπως και στα χαρτιά, μπορεί να έρθει μια στιγμή που ποντάρεις τα ρέστα σου. Ύστερα κρατάς την ανάσα σου. Αν δεν έρθει το φύλλο που περίμενες σηκώνεσαι από το τραπέζι και πας στο σπίτι σου με άδειες τις τσέπες. Έπαιζες βλέπεις με το υπόλοιπο. Έτσι έπαιξα και το δικό μου υπόλοιπο και να λοιπόν που ξεμπέρδεψα με το συναισθηματικό αποθεματικό. Έχω αδειάσει. Ούτε θάλασσες και κύματα αφρισμένα, ούτε ουρανοί, ούτε βουνά με αιχμές και απαλές καμπύλες. Τώρα ισιάδα και άμμος. Δεν ξέρω τί γίνεται μετά. Αν γεμίζεις ξανά με εικόνες και χρώματα λίγο λίγο ή αν το φως μαραίνεται και είσαι πια για πάντα κάτι άλλο, κάτι καινούργιο με δέρμα τραχύ. Τώρα νιώθω μόνο σύρματα. Σύρματα να μου δένουν το σώμα, βέργες μεταλλικές στο πρόσωπο και ένα ουρλιαχτό πνιγμένο. Μην σε νοιάζει όμως. Θα γεμίσω τις τσέπες μου με πέτρες. Θα συνηθίσω το καινούργιο δέρμα μου και σε λίγο τα μέταλλα δεν θα με ενοχλούν πια. Με το ουρλιαχτό δεν θα ασχοληθώ. Είναι έτσι και αλλιώς, πνιγμένο.

Εσύ όμως σε παρακαλώ, να βγεις στην βροχή να ποτιστείς. Να σε χαϊδέψει ο βοριάς στο πρόσωπο.