Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2009

Σήμερα δεν έχω διάθεση για κείμενο προσωπικό. Ούτε για χρονογράφημα. Σήμερα επιστρέφω για λίγο στην πρώτη πηγή, την φαντασία και λέω να γράψω κάτι ηρωικό, αφιερωμένο στους φάνταζυ λόβερς (χάλια στα ελληνικά) και στις ατελείωτες ώρες που έχω αφιερώσει μαζί με άλλους παιχνιδιάρικους ανθρώπους γύρω απο χαμηλά τραπέζια γεμάτα ζάρια, βιβλία, χαρτιά και μισογεμάτα ποτήρια με καφέδες και αναψυκτικά.

Ο Γκέρν γονάτισε κοντά στο προσκέφαλο της. Η αρρώστια την είχε καταβάλει τόσο, που ανίκανη να κινηθεί ή να μιλήσει έμενε πια ξαπλωμένη για μέρες στο χαμηλό κρεββάτι, με τα μάτια στυλωμένα στο κενό. Η όψη της τον πλήγωνε βαθιά. Το άλλοτε εκφραστικό της πρόσωπο δεν πρόδιδε πια κανένα συναίσθημα και τα δάκτυλα που κάποτε ύφαιναν ακούραστα τα σχήματα της μαγείας κρεμόντουσαν τώρα μαραμένα έξω απο το κρεββάτι. Το στόμα σφραγισμένο, το βλέμμα νεκρό. Η Μέλιορ. Αυτή που κάποτε ήταν η Μέλιορ.
Έσκυψε πιο κοντά της με μάτια κλειστά και με μοναδικό σκοπό να αποτυπώσει στο μυαλό του την μυρωδιά και τον ρυθμό της ανάσας της. Με τα ακροδάχτυλα ακούμπησε πρώτα τα χυτά μαλλιά σε ένα χάδι αέρινο, κ' ύστερα κρατώντας το στιλέτο στο δεξί, έσκισε τον λαιμό της. Η Μέλιορ. Δεν έβγαλε ούτε έναν ήχο. Μόνη απόδειξη πως πριν ήταν ζωντανή και τώρα πέθαινε, το αίμα στα χέρια του. Ο Γκέρν σηκώθηκε, πλύθηκε με το νερό που χε απομείνει στον λουτήρα και σκούπισε το στιλέτο του. Βγήκε από το δωμάτιο και με ξερή φωνή, ενημέρωσε την μαυροφορεμένη γυναίκα που στεκόταν κοντά στην πόρτα της κρεβατοκάμαρας .
-Έγινε. Κανονίζεις εσύ τώρα.
Ύστερα, άνοιξε με βία την πόρτα του σπιτιού και όρμησε έξω.

Η Σαράλ, άφησε τα πρώτα λεπτά μετά την ορμητική αποχώρηση του Γκέρν να περάσουν, για να κατακαθίσει ο χρόνος και να πάψει να σπιθίζει η ένταση στο δωμάτιο. Ήταν αναγκαίο και το ήξερε γιατί τα δικά της μάτια, μπορούσαν να δουν.Αυτά τα μικρά, στενά και σκουρόχρωμα μάτια έβλεπαν, και τα έβλεπαν όλα. Τον χρόνο, την σκέψη, το αίσθημα, τις ανάγκες. Ακόμη και όσα οι υπόλοιποι πιστεύουν πως δεν φαίνονται και πως ανήκουν στο πεδίο του αόρατου, εκείνη μπορούσε να τα δει και έτσι με τον καιρό, είχε μάθει να ζει συμφιλιωμένη με έναν κόσμο πολύ πιο γεμάτο απο όσο εκείνος των υπολοίπων. Όταν λοιπόν τα λεπτά πετάρισαν και έφυγαν μαζί με τις σπίθες της έντασης, η Σαράλ έκλεισε την εξώπορτα και στράφηκε προς το δωμάτιο της Μέλιορ. Το αίμα είχε λεκιάσει τα σκεπάσματα και το νυχτικό της, το κεφάλι της είχε πάρει μια αφύσικη κλίση και στον λαιμό της έχασκε ανοιχτή μια φαρδιά πληγή. 'Εβλεπε και άλλα. Την σκαμένη απο τον πόνο πέτρα στο σημείο που ακούμπησαν τα γόνατα του Γκέρν, ένα χάδι να χρυσίζει στα μαλλιά της Μέλιορ, και απο όπου πέρασε το στιλέτο, τον αέρα χαρακωμένο και βαμμένο κόκκινο. Μύριζε έντονα αίμα και αρρώστια μαζί. Το δωμάτιο είχε ποτίσει απο την μυρωδιά της ασθένειας και τώρα απλωνόταν μια απαλή μεταλλική γεύση απο το αίμα. Μουρμούρισε μια προσευχή, περισσότερο απο συνήθεια παρά απο πίστη, πλησίασε το πτώμα της κοπέλας, έκλεισε τα βλέφαρα της και με το σεντόνι την σκέπασε ώς το κεφάλι. Έπειτα συμμάζεψε τα χέρια στα πλάγια κοντά στον κορμό και τακτοποίησε τα μαλλιά προσέχοντας να μην σβήσει τα ίχνη απο το χάδι. Η Σαράλ έψαξε για λίγο με το βλέμμα το υπόλοιπο δωμάτιο και μετά τράβηξε κοντά της ένα τραπεζάκι απο την άλλη άκρη του κρεββατιού. Εκεί πάνω αράδιασε το περιεχόμενο της τσάντας της. Γυάλινα φυαλίδια σε διάφορα μεγέθη και σχήματα, άλλα άδεια και άλλα γεμάτα απο παράξενα μείγματα, φίλτρα και ματζούνια, ένα σετ απο γυαλιστερά νυστέρια καλοβαλμένα σε μια δερμάτινη θήκη, σφυρί, καλέμι, και δυο μεγάλες κουτάλες. Τράβηξε το κορμί της Μέλιορ απο τα πόδια και την κράτησε κοντά της απομακρύνοντας το κάτω μέρος απο το σεντόνι. Έπειτα άρχισε με προσοχή να κόβει στο ύψος της ακόμη ζεστής, φουσκωμένης κοιλιάς.




(οκ δεν θα το τελειώσω σήμερα, νύσταξα. Είναι σφηνάκι και όχι κανονικό κεφάλαιο προφανώς, αλλά πρέπει να κοιμηθώ γιατί αύριο που θα προσπαθώ να οδηγήσω θα σκοτώσω κόσμο... Θα επανέλθω)

Δεν υπάρχουν σχόλια: