Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2009

Βλέπεις, όταν σκηνοθετείς, όταν στήνεις το παιχνίδι, ξεχνιέσαι. Δεν παίζεις πια. Κατά συνέπεια δεν ζεις. Αυτόματα γίνεσαι ο κατ’ ουσίαν απ’ έξω και όταν έρθει η ώρα να υποδυθείς τον ρόλο σου, ε δεν έχει νόημα πια, τον έχεις βαρεθεί ήδη. Φανταστείτε για παράδειγμα, τον άμοιρο σκηνοθέτη θεάτρου που υποχρεούται μια ζωή να αναλύει, να στήνει και να ξανά-στήνει τον ίδιο χαρακτήρα. Μα τον Θεό, είναι κόλαση. Η κόλαση της επανάληψης. Αυτό λοιπόν ήταν το πρόβλημα. Ο κύκλος. Η επανάληψη. Το εφάπαξ εισιτήριο μου στην ίδια μου την παράσταση. Εκεί, πάνω στην συνειδητοποίηση, άρχισε να μου γαργαλάει το αυτί ο Θάνατος. Αλλά εννοείται, πιστεύω πως ακόμα και από μένα θα το περιμένατε, δεν ήταν τόσο εύκολο για τον μαυροντυμένο να με ρίξει. Μεγάλο πράγμα το ένστικτο. Εκείνες τις ώρες οι φλέβες ουρλιάζουν την ανάγκη για επιβίωση. Οπότε, καθώς ήταν αναμενόμενο άρχισα ξανά να αναλύω. Και να σκέφτομαι. Λύσεις. Την ίδια ώρα φυσικά που σκεφτόμουν τρόπους διαφυγής, το πίσω και δεξιά τεταρτημόριο του εγκεφάλου μου, νομίζω, ήταν πλήρως συνειδητοποιημένο γύρω από το γεγονός, ότι ακόμη και αυτή η λειτουργία επρόκειτο για μια καθ’ όλα προγραμματισμένη αντίδραση της προσωπικότητας μου, της τόσο άρτια καταστρωμένης. ΧΑ! Ούρλιαζε από ανάγκη ο μισός εγκέφαλος, ενώ ο άλλος μισός κοιτούσε στωικά και έξυνε την πλάτη του καθώς τα εγκεφαλικά μου κύτταρα ένα-ένα έλιωναν και καιγόντουσαν στην πυρά της ίδιας, ομοιόμορφης, επανάληψης.
-------------------------------------------------------

Aργότερα, μετά τις αναποδιές που πέρασαν, και αφού ήρθαν καλύτερες μέρες, αργότερα, έφτασε η στιγμή των απολογισμών. Των μεθεόρτιων υπολογισμών. Τι είχαμε, τι χάσαμε, πόσο μας κόστισε, πόσο κερδίσαμε. Αμέτρητες φορές τους διέκοψα κάθιδρη για να αναρωτηθώ, ποιο το όφελος, προς τι ετούτη η εμμονή μου σε μια τόσο ψυχοφθόρα διεργασία, κι όμως απτόητη μετά από λίγο, παρά την δεδομένη ματαιότητα του ζητήματος, επέστρεφα στο νοητικό μου εργαστήριο με πρόθεση να ανακατέψω, ανασκαλέψω, διασπάσω, κοιτάξω στο μικροσκόπιο μου και τελικά αρχειοθετήσω σε μικρές διάφανες πλακέτες κάθε κίνηση, σκέψη και λέξη μου.¨ «Έλεος πια» , μουρμούριζα και ταυτόχρονα εξέταζα και έριχνα με πίεση λακ για να διατηρήσω ακίνητη αυτή μου ακριβώς την ανάγκη να ξεφύγω απ’ το αναλυτικό μυαλό μου. Τελικά, αποφάσισα να ερευνήσω το ζήτημα. Ρώτησα δυο τρεις κοντινούς μου αν ποτέ τους συμβαίνει κάτι παρόμοιο. Αν κομματιάζονται ποτέ απ΄ τα ξυράφια της σκέψης τους, από τις αναλύσεις, εκτιμήσεις και ύστερα τις απανωτές αναλύσεις των αναλύσεων τους. Με κοίταξαν με συμπάθεια. Διστακτικά, μου απάντησαν «καμιά φορά.». Ήμουν σίγουρη πως δεν είχα καταφέρει να επικοινωνήσω το μέγεθος της κατάστασης. Ήταν βλέπεις ψύχραιμοι. Ούτε μία μικροσύσπαση του προσώπου τους δεν παρατήρησα.

«Και τι κάνετε;», ξαναρώτησα. Εδώ αδημονούσα. Ειλικρινά, περίμενα τον μαγικό τους τρόπο να μου φανερωθεί και ώ τι θαύμα, μάννα εξ’ ουρανού να πατούσα και εγώ το κρυφό κουμπάκι της λύτρωσης και να ξέμπλεκα μια και καλή απ’ τα κουβάρια μου.

«Τι κάνουμε; Εε, το αγνοούμε, το κάνουμε πέρα, το ξεχνάμε» Αυτό ήταν. Τόσο απλό. Με συνέθλιψαν.

«Πώς;» Ήθελα να ουρλιάξω και ψιθύρισα.

«Τι πως; Το αφήνουμε να φύγει. Έτσι.».

« Μάλιστα.» Χαμογέλασα και ήθελα να πάρω φόρα να τρέξω ως το απέναντι τζάμι, να περάσω μέσα από το γυαλί, και να ριχτώ ματωμένη στο πάτωμα του μπαλκονιού.



Σκατά. Δεν με καταλαβαίνουν. Αυτό ήταν το πρώτο που σκέφτηκα.

Μετά το ανέλυσα. Δειλή, αμέσως να μεταθέσεις την ευθύνη. Γιατί να σε καταλάβουν; Σάμπως σε καταλαβαίνεις εσύ;

Μετά το επαναπροσδιόρισα. Μήπως τους συμβαίνει και απλά δεν το συνειδητοποιούν; Μετά με μέμφθηκα. Φαντασμένη! Ποια νομίζεις ότι είσαι και απολαμβάνεις εσύ μονάχα το προνόμιο της συνειδητοποίησης; Εγωκεντρική!

Μετά με συγχώρησα. Μα δεν είναι και κανένα προνόμιο. Ίσα-ίσα που με τυραννάει.

Μετά με λυπήθηκα. Μήπως είμαι τόσο αδύναμη ώστε τόσο μικρά πράγματα για τους άλλους καταφέρνουν να με καταβάλουν;

Μετά με κατηγόρησα. Ηλίθια που απασχολείσαι φιλήδονα με τα ψυχολογικά πάνω κάτω σου ενώ ο κόσμος γύρω σου έχει αληθινά προβλήματα. Αν είχες τέτοια σιγά μην ξόδευες τον καιρό για να σκεφτείς την κακοδιαθεσία σου.

Μετά μπερδεύτηκα, μελαγχόλησα, κουκουλώθηκα στο κρεβάτι μου με μια πορτοκαλί κουβέρτα ως επάνω και έμεινα εκεί ούτε που θυμάμαι πόση ώρα, προσπαθώντας να μην σκέφτομαι. Τίποτα. Μπούχτισα. Ξεφύσησα θυμωμένη. Ίδρωσα και μύριζα το σώμα μου να λιώνει στα σκεπάσματα. Την ήξερα αυτή μου την αντίδραση. Το είχα ξαναδεί το έργο. Και αυτό το έργο.

Δεν υπάρχουν σχόλια: