Κυριακή 17 Ιανουαρίου 2010

Κάνει έναν καιρό, άλλο πράγμα. Λές και αποφάσισε ο ουρανός να ξεπλύνει όλο το κατακάθι που είχε μαζευτεί μέσα μου. Ναι, ναι, εγώ φταίω, πρόκειται για προσωπική βροχή. Τώρα αν έχετε μαζέψει και σεις κατακάθια και έχετε βάλει το χεράκι σας για την νεροποντή, δεν το ξέρω και έτσι θα αναγκαστώ να δεχτώ πως ίσως να σας αναλογούν μερικά κυβικά εκατοστά μπουγαδόνερου. Ο κόσμος λοιπόν αυτές τις μέρες πλένεται, μετά θα στεγνώσει ωραία ωραία με μανταλάκια πολύχρωμα στον ήλιο και έπειτα θα το παίζει γόης και θα γυαλίζει καθαρός. Εγώ πάλι δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω να με περάσω λούστρο καινούργιο για να γυαλίσω και να το παίξω κάτιτίς ελκυστικό. Μου φαίνομαι πολύ παλιά, πολύ φθαρμένη, πολύ γνωστή και πλύσιμο-ξεπλύσιμο, δύσκολα θα αστράψω και θα κάνω αυτόν τον τριζάτο ήχο του καθαρού. Στενοχωριέμαι λίγο. Με αισθάνομαι σαν ένα παλιό ζευγάρι κάλτσες. Μπορεί να είναι απαλές, αλλά είναι παλιές και πάντα υπάρχει ο κίνδυνος να τρυπήσουν και να σου μείνει κανένα δάχτυλο ακάλυπτο. Για όλη αυτή την αίσθηση αντίκας που έχω τελευταία κατηγορώ την επιστροφή μου στο παιδικό μου δωμάτιο. Ναι, νομίζω πως αυτό φταίει. Πρώτα πρώτα το θυμάμαι μεγάλο και αυτό είναι μικρό. Έπειτα το θυμάμαι καινούργιο ενώ έχει ολοφάνερα παλιώσει, μαζί με το υπόλοιπο σπίτι. Τα βιβλία μου γράφουν στις ράχες τους το εξωφρενικό «εφηβική βιβλιοθήκη», τα ρούχα της μαμάς μου έχουν κάνει κατάληψη στις ντουλάπες μου και ακόμη και η αφίσα του Σον δεν είναι στην θέση της πίσω απο την πόρτα. (του Κόνερυ τί ποιού Σον; Ναι, είχα και εγώ έναν κινηματογραφικό έρωτα απαγορεύεται; Και τί που ήταν γέρος; Εγώ αυτόν ήθελα!)
Δεν μπορώ να βρω την θέση μου σε αυτό το δωμάτιο. Είναι χαζό, αλλά μου συμβαίνει να βιώνω την αποξένωση μέσα στο ίδιο το δωμάτιο που μεγάλωσα. Και το σπίτι στην Αθήνα δεν είναι καλύτερο μην νομίζετε. Γιατί εκείνο, είναι καινούργιο, είναι δικό μου, δεν έχει ρούχα της μαμάς και ούτε αίσθηση παλιού, αλλά του λείπει το συναισθηματικό φορτίο. Είναι το σπίτι στην Αθήνα. Δεν είναι το σπίτι μου. Μπορεί να φταίω εγώ που αρνούμαι να βάλω το «μου» και να τελειώνουμε με αυτή την αστεία υπόθεση με τις κτητικές αντωνυμίες. Αλλά δεν μπορώ. Εκεί δεν μπορώ, εδώ δεν μπορώ, πουθενά δεν μπορώ. Ξεσηκώνεται θύελα μέσα μου και τραβάω ζόρι. Δεν ανήκω πουθενά. Όπου γης και πατρίς. Μα έτσι δεν νομίζω πως θα την βγάλω ακόμη για πολύ...
Βρε μπας και η βροχή ξέσπασε για μας τα σαλιγκάρια;

1 σχόλιο:

ego είπε...

Και άν δοκιμάσεις το "ότι βρέξει ας κατεβάσει", μήπως, λέω μήπως δε χρειαστεί να το παλέψεις άλλο?