Τρίτη 27 Απριλίου 2010

Κρύσταλλα.
Κρύσταλλα να κόβεσαι.
Love me back.
Love me tender.
Love me.
Don’t.
Love me not.
Κρύσταλλα.

Τα ρούχα κουβάρι, πάτωμα σκονισμένο. Τα σώματα μια πινιάτα για παιδιά. Κλείσε τα μάτια, κρύο, κρύο, όχι δεν θα με βρεις. Κρύο σου λέω. Πιο δίπλα ήμουν. Λίγο πιο δίπλα πάντοτε. Όχι, όχι, πάλι κρύο. Και πώς να σου εξηγήσω τώρα ότι φταις, αφού εγώ ήμουν που σου έκλεισα τα μάτια. Το μαντίλι είπες ήταν σφιχτό, πολύ σφιχτό παραπονιόσουν και γω ούτε που σκέφτηκα να χαλαρώσω τον δεσμό. Θα ήταν πολύ εύκολο με την βοήθεια της σκιάς. Χωρίς αξία. Κρύο, κρύο. Καλοκαίρι έρχεται βρε, βγάλε πια αυτό το παλτό. Βγάλε και αυτά τα τακούνια, οι δρόμοι ζέσταναν. Έλα να σου πω κάτι. Κάτι να συζητήσω θέλω. Άκου. Αν δεν βρεις πρώτα τρόπο να λύσεις το μαντίλι χωρίς χέρια, αν δεν με δεις με μάτια κλειστά, όλο «κρύο-κρύο» θα σου λέω. Κι ούτε με νοιάζει αν φωνάζεις πως κρυώνεις, ψέματα λες. Φοράς συνέχεια αυτό το παλτό με το ξέθωρο μαύρο, δεν γίνεται να σε πιστέψω. Δεν μπορεί να κρυώνεις. Να μου πεις ότι φοβάσαι και τότε ίσως να βοηθήσω. Να το συλλαβίσεις όμως πίσω από το μαντίλι με φωνή πνιχτή. Φο-βα-μαι να λες και να κρύβεται λυγμός στα φωνήεντα για να με πείσεις. Μόνο στο σπάραγμα της άρθρωσης θα λυγίσω. Τα υπόλοιπα δεν με ακουμπάνε, είναι ψυχρή λογιστική. Ένα και ένα. Στο σκοτάδι να βλέπεις, αυτό θέλω. Κι αν δεν μπορείς, να φύγεις. Να φύγεις τώρα, να μην με ακουμπάς, να πλύνω το πάτωμα, να κρεμάσω τα ρούχα στην ντουλάπα, να δέσω το μαντίλι στον λαιμό...