Σάββατο 27 Ιουνίου 2009

Seasonal Feeling #5
Προς το χαρτί: Αιωνία σου η μνήμη.

Έλειψα μια μέρα αλλά παρακαλώ μην με παρεξηγήσετε. Είχα δουλειές με ουρά στο σπίτι, γιατί ο καλός μου γιόρταζε τα γενέθλιά του και το βράδυ μαζευτήκαμε κόσμος και λαός να του ευχηθούμε (το πώς χωράει τόσος κόσμος σε ένα δυάρι είναι θαύμα). Όμορφα ήταν, φάγαμε, ήπιαμε, σαχλαμαρίσαμε, άντε με το καλό και του χρόνου!
Αποτέλεσμα του χθεσινοβραδινού εορτασμού η καθυστερημένη σημερινή μου έγερση καθώς και ο πονοκέφαλος. Ο οποίος, όπως γνωρίζω πια απο πείρα, οφείλεται στο ξενύχτι και μόνο (γιατί δεν πίνω) και δεν πρόκειται να με απαλλάξει απο την παρουσία του ακόμη και αν καταπιώ ένα κουτί αναλγητικά. Θέλει ύπνο. Όσο και να το θέλει βέβαια, ύπνο δεν έχει. Έχει διάβασμα. 'Οσο και να μην το θέλω.

Πάντως, παρά την επιτακτική ανάγκη για μελέτη, στο μυαλό μου αιωρείται από εχθές μια και μόνη λέξη με μεγάλα φωτεινά νέον γράμματα. Η νοητή τούτη ταμπέλα μάλιστα δεν μου κάνει καν την χάρη να αναβοσβήνει (όπως θα έκανε κάθε νέον επιγραφή που σέβεται την φύση της) ώστε να προλάβω τουλάχιστον να ξεκουράζομαι στο σκοτεινό μεσοδιάστημα. Εκεί στο κέντρο, ψηλότερα απο όλες τις άλλες ταμπέλες του μυαλού, έχει καταλάβει ζωτικό χώρο που τον χρειάζομαι για άλλα πράγματα υψίστης σημασίας και κραυγάζει διακοπές. Αυτό μου έλειπε μόνο. Η εμμονή των διακοπών. Μικρότερες συνοδευτικές ταμπέλες έχουν μαζευτεί τριγύρω της όπως οι ψητές πατάτες γύρω απο το κοτόπουλο του ταψιού και λάμπουν εξίσου ενοχλητικά. Πού θα πάμε, Με ποίους θα πάμε, Πότε θα πάμε, πώς θα πάμε, Για πόσο θα πάμε. Πρόκειται για μια παγκόσμια συνωμοσία και είμαι βέβαιη πως αν το ψάξω θα βρω μια θεωρία τέτοιου τύπου που θα επιβεβαιώνει τις υποψίες μου. Ας επανέλθω όμως στο προκείμενο. Τέλη Ιουνίου και δεν έχω ιδέα που θα ξεκαλοκαιριάσω εφέτος εκτός βέβαια απο τον ετήσιο μικρής διάρκειας επαναπατρισμό μου στα Χανιά που όμως δεν λογίζεται για διακοπή. Διότι δεν μπορείς να λες την επίσκεψη στο σπίτι της μαμάς διακοπές ακόμη και αν πρόκειται να ταξιδέψεις για άλλη πόλη, αφού πώς να το κάνουμε, σπίτι σου πας. Αυτό είναι επιστροφή όχι διακοπή. Νόστιμον ήμαρ το λέει ο Όμηρος και εγώ σαν άλλος Οδυσσέας αλατισμένος για τα καλά απο την θάλασσα της πρωτεύουσας δεν μπορώ παρά να συμφωνώ. Αλήθεια, δεν ξέρω πως την νιώθουν την πόλη τους οι βέροι Αθηναίοι, (η λέξη γκάγκαρος με ενοχλεί πάρα πολύ ηχητικά) αλλά απορώ αν τελικά καταφέρνουν ποτέ να την νιώσουν δική τους. Κρίνοντας απο την φτωχή μου εμπειρία, Χανιά-Θεσσαλονίκη-Αθήνα, θαρρώ πως η πρωτεύουσα είναι η πλέον δύσκαμπτη και δύσκολη πόλη που ξέρω (το ρήμα "ξέρω" είναι απο μόνο του λάθος όταν αναφέρεσαι στην Αθήνα). Το μόνο που έχω καταφέρει να αντιληφθώ για την σχέση αυτή του Αθηναίου με την πόλη μέσα στα τελευταία τρία χρόνια, είναι πως απλά, επειδή ακριβώς η πόλη του είναι πολύ μεγάλη και πολύ χαοτική για να την αγκαλιάσει ολόκληρη, μετακυλύει το αίσθημα στην "περιοχή" του και αγκαλιάζει κάτι μικρότερο. Το παγκράτι, το περιστέρι, το μαρούσι, την γλυφάδα. Αν δε του τύχει και αλλάξει περιοχή, το αισθάνεται πραγματικά σαν μεγάλη αλλαγή λες και άλλαξε απόλυτα το περιβάλλον του και βρέθηκε σε νέο κόσμο. Ίσως να μην έχει και άδικο. Η Αθήνα είναι σαν τις μπάμπουσκες. Πολλές μικρές πόλεις μέσα στην μεγάλη κοιλιά της μητρόπολης. Αυτό είναι που με κάνει να σκάω για διακοπές. Είμαι εγκλωβισμένη στην κοιλιά μιας πόλης, που διαδοχικά είναι εγκλωβισμένη στην κοιλιά μιας άλλης και πάει λέγοντας. Σκάω εδώ μέσα και απελπίζομαι μαζί με τους υπόλοιπους εγκλωβισμένους ενώ όλοι ζούμε για την ημέρα των διακοπών. Την μέρα του τοκετού που η μεγάλη μπάμπουσκα θα ανοίξει την κοιλιά της, θα ξεγκαστρωθεί και θα μας αφήσει όλους μαζί να ανασάνουμε σε αληθινούς τόπους.

4 σχόλια:

Unknown είπε...

Εύχομαι να ανακαλυψετε τον σωστό τόπο διακοπών με την σωστή παρέα, έτσι ώστε να μείνουν αξέχαστες.
Μ.

ego είπε...

Αιωνία αυτού η μνήμη.
Οσο για το άλλο θέμα της μπαμπούσκα, ξεκινάς από Σύνταγμα και περιφερειακά όσο μπορείς να περπατήσεις, αυτό είναι Αθήνα για μας τους Αθηναίους. Και την αγαπάω τη πουτάνα. Τη ξέρω και τη νοιάζομαι.

Unknown είπε...

Ego, αισιόδοξη σε βρίσκω. Πώς μπορείς να ζήσεις εκεί που φοβάσαι να περπατήσεις?
Για να μην παρεξηγηθώ, εγώ δεν είμαι Αθηναία. Θυμάμαι όμως ότι κάποτε περπατούσα εκεί που τώρα φοβάμαι να πάω.
(Υπερβολή ίσως, αλλά η ανησυχία σε μάς τους ξένους έχει ριζώσει μέσα μας.)
Με την ευκαιρία, οι κολοκύθες τι κανουνε? Πού έπλεξες την πρασινάδα τους?
Μ.

ego είπε...

Καταλαβαίνω Miranta τι λες αλλά για κάποιο λόγο όπως δε φοβάμαι το πατρικό μου σπίτι, έτσι δε φοβάμαι και το μεγαλύτερο. απλώς δε μου περνάει από το μυαλό. Εξ άλλου δεν έχει τύχει τα τελευταία χρόνια να κυκλοφορήσω βράδυ σε Ομόνοια, Μεταξουργείο κλπ. αλλά Θησείο και Μοναστηράκι no problem.

Τις κολοκυθιές θα τις κορφολογήσω γιατί πολλή θεωρία έπεσε και πρέπει να μπορέσουν να υποστηρίξουν τους καρπούς τους.