Τετάρτη 30 Σεπτεμβρίου 2009

Το κείμενο της προηγούμενη ανάρτησης το έψαξα και το βρήκα σήμερα στον υπολογιστή μου. Το είχα γράψει πριν περίπου 4 χρόνια σε μια ακόμη από τις πολλές θυμωμένες περιόδους της ζωής μου. 23 ήμουν. Θαρρώ πως την μισή ζωή μου τουλάχιστον την έχω περάσει θυμώνοντας και κάνοντας μούτρα σ’ ολάκερο τον κόσμο, αλλά αυτό είναι ένα πρόβλημα προσωπικό που περισσότερο αφορά τον ψυχαναλυτή που θα έπρεπε να είχα, παρά εσάς. Όπως και να έχει θυμάμαι ακόμα την ένταση και το σφίξιμο της σιαγόνας μου όταν το έγραφα. Αν μπορούσα θα μασούσα με τα ίδια μου τα δόντια κάθε τι απ’ όσα μου μοιάζανε φωσφορίζοντα αλλά ανούσια και θα έφτυνα και τα κουκούτσια τους επιδεικτικά. Εγώ. Ο υπέρμαχος της ουσίας, ο προστάτης του βάθους, ο τιμωρός της επιφάνειας. Κουραφέξαλα. Επιπλήττω όσους νομίζω πως επιπλέουν σαν φελλοί διότι τίποτα άλλο δεν μπορούν κατά την γνώμη μου να κάνουν (όντας φελλοί) και νομίζω πως εγώ (μαζί με κάνα δυο άλλους εκλεκτούς και της προτιμήσεως μου πάντα) κατέχω το θεϊκό εκείνο χάρισμα της κατάδυσης στα βάθη του ουσιώδους. Κουραφέξαλα δις. Ούτε ξέρω αν είναι όντως φελλοί αυτοί που επιπλέουν, ή αν απλά είναι τόσο έξυπνοι που απώλεσαν το βάρος τους ώστε να επιπλεύσουν, ούτε αν όσοι καταδύονται έχουν καμιά ελπίδα να ανακαλύψουν χαμένο θησαυρό και ναυάγια στα βάθη, ή αν απλά καταδύθηκαν γιατί δεν είχαν καμία ελπίδα επιβίωσης στην άγρια επιφάνεια.
Δεν ξέρω αν η βουτιά είναι τόλμη η δειλία, ανησυχώ και δεν ξέρω, δεν ξέρω τίποτα.

Και αυτό το τελευταίο ακόμη, το ήξερε πολύ πριν από μένα ο Σωκράτης.

1 σχόλιο:

ego είπε...

Η βουτιά είναι βαθύτερο αίτημα.
Νομίζω, δεν ξέρω.
Φύτεψα μαρούλια. Να δούμε ποιός θα τα φάει.
Εμείς ή οι γυμνοσάλιαγκες.