Κυριακή 6 Σεπτεμβρίου 2009

Seasonal Feeling #μνήμη και βάσανος
Έχω μεγάλη εκτίμηση στην μνήμη των αισθήσεων. Αξιολογώ ως σπουδαιότερες αυτές τις καθαρά εμπειρικές, αισθητικές αναμνήσεις που συνέλεξα τυχαία σε χρόνο ανύποπτο από εκείνες που συνειδητά έχω έχω διαλέξει να κρατήσω στο μυαλό μου σαν άλλου τύπου καρτ ποστάλ. Η μυρωδιά των ρούχων της μαμάς μου, ή ο ήχος των πλήκτρων της γραφομηχανής της για παράδειγμα είναι μια ανάμνηση σίγουρα μεγαλύτερης αξίας απο την ανιαρή αποφοίτηση μου ας πούμε που ενώ την θυμάμαι λεπτό προς λεπτό ομοιάζει μάλλον με μια αδιάφορη βιντεοσκόπηση ενός κιτς γάμου. Αντίθετα αυτές τις μνήμες των αισθήσεων που για κάποιο λόγο αποτυπώνονται ως αξιοσημείωτες μέσα μας, όποτε και αν τις ανακαλέσω παραμένουν εξίσου ισχυρές, ικανές με συγκινήσουν από την αρχή, λες και δεν αποτελούν απλή υποσημείωση παρελθόντος χρόνου μα μια εμπειρία με επιρροή αναλλοίωτη. Είναι μάλλον αυτές οι αναμνήσεις που όχι μόνο αποτελούν κομμάτι της εμπειρικής μας γνώσης, αλλά γίνονται κάτι παραπάνω, κάτι που δεν μπορώ να το βάλω σε λέξεις γιατί δεν είναι παρά μια αίσθηση, μια σιγουριά, που όμως δεν ονομάζεται. Μου αρέσουν πολύ τα πράγματα που δεν ονομάζονται. Αρχικά διότι αυτό σημαίνει οτι δεν τα έχουμε κατακτήσει. Παραμένουν άπιαστα, ονειρικά, άσπιλα, ελκυστικά και έχουν τελοσπάντων έχουν όλα αυτά τα ωραία χαρακτηριστικά όσων δεν αγγίζουμε ποτέ. Δεύτερον γιατί όσα δεν ονομάζουμε και δεν καταφέρνουμε να κατακτήσουμε, είναι πράγματα που μας ξεπερνάνε. Και είναι ωραίο να υπάρχουν πράγματα στην ζωή σου που σε υπερβαίνουν. Και μην θαρρεί κανείς πως έχω καμία όρεξη για ωραιοποιήσεις. Η Αρκαδία μου πέφτει μακρυά. Στα ακατονόμαστα αυτά και στις μνήμες τις ολοζώντανες δεν λογαριάζω μόνο πλυμένα ρούχα στην ταράτσα και κουλουράκια πασχαλιάτικα. Όχι βάζω και άλλα. Όπως την γεύση του αίματος, λίγο μέταλλο μαζί με κάτι ζεστό και υπόγλυκο, ή τον πόνο τον πιο δυνατό , που δεν τον ελέγχει πια ούτε σώμα ούτε μυαλό και από το στόμα δεν βγαίνει φωνή αλλά υπόγειος βρυχηθμός ζώου, την μυρωδιά του νοσοκομείου, οινόπνευμα και ιδρώτας, την μυρωδιά του μαρμάρου στο κοιμητήριο, ναι και αυτό μυρίζει, χλωρίνη και σάπια άνθη, ή ακόμα και αυτό που περισσότερο απο όλα με ζορίζει. Τον φόβο. Εγώ και το αίσθημα του φόβου έχουμε αναπτύξει ένα σπουδαίο δέσιμο στο πέρασμα των χρόνων και όλες οι αναμνήσεις που σχετίζονται μαζί του είναι οι ώριμοι και ολόγλυκοι καρποί του ειδυλλίου μας. Να τώρα δά ας πούμε, αν είχε μορφή ο φόβος και με κοιτούσε από καμιά γωνία θα γελούσε χαιρέκακα γιατί καταλαβαίνει πρώτος απο όλους πώς πάω να τον εξορκίσω με λεκτικές χαριτωμενιές. Αυτός που λέτε ( και οι αναμνήσεις του) ξεκινά απο το μυαλό και απλώνεται με όλη του την άνεση στις αισθήσεις. Το ερέθισμα δεν θα το αναλύσω γιατί δεν έχω διάθεση για ψυχανάλυση (άλλη φορά) αλλά θα σας πω για τα παρελκόμενα. Καταρχήν έρχεται. Πισωγύρισμα δεν έχει. Εαν εμφανιστεί δεν αποχωρεί προτού να κάνει φανερή την κατά κράτος νίκη του σε κάθε πιθανή έκφανσή του είναι (μου). Η ανάσα θα βαρύνει, θα γίνει κοντοπόδαρη και γοργή. Ιδρώτας θα εναλλάσσεται με ρίγος και κρυάδες, μια ελαφριά τρεμούλα στα άκρα και στην φωνή θα εμφανιστεί και ένας κόμπος θα εγκατασταθεί κάπου στα σπλάχνα, ενώ την ίδια στιγμή η αδυναμία είναι τέτοια που ορκίζεσαι πως ακόμη και αν χρειαστεί να φωνάξεις, αποκλείεται να τα καταφέρεις. Πάνω απο όλα όμως είναι που ξέρεις οτι φοβάσαι. Δεν μπορείς να το αρνηθείς, ξέρεις πως δεν μπορείς να το σταματήσεις, είσαι ανήμπορος μπροστά στην συνειδητοποίηση της ανημποριάς σου. (Το μόνο κόλπο που πιάνει στον φόβο είναι να καταφέρεις να διακόψεις εντελώς οποιαδήποτε νοητική διεργασία. Να μην σκέφτεσαι. Ο ύπνος δεν ενδείκνυται, ούτε και το ποτό, ενώ συνιστάται οποιαδήποτε απασχόληση με οτιδήποτε είναι ικανό να σε υπνωτίσει (σαχλο υπολογιστής, σαχλο τιβί, σαχλο σινεμά, σαχλό βιβλίοι).
Δεν έχω ιδέα αν λειτουργεί έτσι για τους υπόλοιπους ανθρώπους και δεν συνηθίζω να κάνω τέτοιου τύπου κουβέντες με τους φίλους μου. Για παράδειγμα δεν νομίζω πως έχω ρωτήσει ποτέ κανέναν αν έχει και εκείνος φόβους ορκισμένους εχθρούς που τον κατασκοπεύουν και παραμονεύουν στις γωνίες, επιτίθενται σαν ξόανα τρομαχτικά μέσα στο βράδυ και του κόβουν την ανάσα ξανά και ξανά κάθε φορά που κάνει να ξεμυτίσει λιγάκι πιο σίγουρος για τον εαυτό του. Όχι σίγουρα δεν την έχω κάνει ποτέ αυτή την ερώτηση. Τουλάχιστον όχι έτσι ευθέως. Δεν ριψοκινδυνεύω βλέπεις εύκολα να με θεωρήσει ο κύκλος μου στην αλήθεια ψυχασθενή (αν και συχνά το δηλώνω απερίφραστα, οι περισσότεροι νομίζουν πως πρόκειται για αστεϊσμό και έτσι παραμένω καλυμμένη).
Μια που άρχισα να λέω για τον φόβο, και λιγάκι πριν το κλείσω το θέμα, διότι να το εξαντλήσω ή έστω να το αναλύσω δεν το βλέπω, να σημειώσω κάτι ακόμα. Μια λέξη δηλαδή όλη κι όλη που την προτιμώ όταν αναφέρομαι στο φόβο. Λέω, ο βραχνάς. Το βάσανο δηλαδή. Η βάσανος. (Η βάσανος της τέχνης λέει ένας φίλος μουσικός αλλά και αυτό άλλη ώρα).

Έκανα λιγάκι μια στάση και μια προσπάθεια να διαβάσω το κείμενο απο την αρχή και τα παράτησα. Ασύνδετο με φοβερά προβλήματα δομής και συνάφειας αλλά δεν σκοπεύω να το διορθώσω. Διαβάστε το σαν εσωτερικό μονόλογο και αφήστε μου περιθώριο για πιο προσεγμένα κείμενα στο μέλλον (παλεύω και με το block μου αυτή την περίοδο).

Και να φανταστείτε πως ξεκίνησα να γράφω επειδή θυμήθηκα τον ήχο από την γραφομηχανή της μαμάς μου να με νανουρίζει τα βράδια...

Δεν υπάρχουν σχόλια: