Τετάρτη 28 Οκτωβρίου 2009

Όσοι απο εσάς έχετε ζήσει την ευτυχία ή την δυστυχία (ανάλογα με τα βιώματα του καθενός διαλέγετε και παίρνετε) της πολύχρονης σχέσης θα ξέρετε τι εννοώ όταν αναφέρομαι στην Ημέρα-Του-Μακρόσυρτου-Καυγά. Είναι μια μέρα που πάντα ξεκινάει όπως όλες οι άλλες και τίποτα δεν σε έχει προετοιμάσει για όσα θα ακολουθήσουν. Αλλά ορίστε. Κάτι τα σκαμπανεβάσματα των ορμονών, κάτι η πλήξη, κάτι που άλλαξε ο καιρός, κάτι η δουλειά και τα άγχη, κάτι τελοσπάντων φταίει και η ατμόσφαιρα αρχίζει να ηλεκτρίζεται. Κάτι επιτιμητικό λές που ξέχασε πάλι να κλειδώσει την πόρτα το βράδυ, κάτι σου λέει για την όρεξή σου πρωί πρωί, μια δολοφονική ματιά πέφτει απο την μία πλευρά, ένα μουρμουρητό ανάμεσα απο τα δόντια την διαδέχεται, ένας απο τους δυό γυρίζει την πλάτη του και πάει στο μέσα δωμάτιο. Βέβαια, όλα θα ήταν πολύ καλύτερα αν αντί για τις ματιές και τα μουρμουρητά ερχόταν εδώ και τώρα ο καβγάς, αλλά όχι, κανείς δεν πρόκειται να σας κάνει την χάρη να εκτονωθούν έτσι εύκολα τα πράγματα. Άλλωστε είπαμε πρόκειται για την Ημέρα-Του-Μακρόσυρτου-Καυγά. Λίγη ώρα αργότερα έχεις βάλει νερό στο κρασί σας και έχεις ήδη μαλώσει τον εαυτό σου που το τραβήξες το πράγμα. Ετοιμάζεις καφέ για δύο και φωνάζεις να έρθει στην κουζίνα, όλο γλύκα και με την διάθεση για συγνώμη και υποχώρηση να πάλλεται στο ηχόχρωμα.
Και έρχεται. Μόνο που είσαι βέβαιη, έχει ύφος! Ναι, ναι, έχει «υφάκι» για την ακρίβεια! Αυτό το υφάκι του νικητή, που προσέρχεται να παραλάβει έπαθλο. Και αυτό το μισο σχηματισμένο χαμόγελο είναι σίγουρα ειρωνικό! Η φωνή σου γίνεται τσίγκινη και το ηχόχρωμα ανταποδίδει με δαγκωνιές την ειρωνεία του μισού χαμόγελου. «Σου έκανα καφέ» Φτύνεις τις λέξεις. Δεν φταις εσύ. Το υφάκι του φταίει που σε τσάτισε. Αυτός πάλι δείχνει και θιγμένος απο πάνω λες και δεν τα ξεκίνησε όλα το ξινισμένο μούτρο του. Παίρνει τον καφέ και δεν μιλάει. Εσύ όμως μιλάς. Για την ακρίβεια θες να σφυρίξεις λόγια όλο δηλητήριο αλλά με μια επίφαση ανωτερότητας λες παγωμένα, «λέμε και κανένα ευχαριστώ καμιά φορά». Σηκώνει το βλέμμα του. Δεν σκοπεύει να εγκαταλείψει. Τολμάει να ξεστομίσει «εντάξει και σύ, έναν καφέ έκανες μην το κάνουμε και ζήτημα τώρα δεν άνοιξε το μάτι μας καλά καλά» και φεύγει. Απλά φεύγει.
ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΧΕΙΡΟΤΕΡΟ ΑΠΟ ΤΟ ΝΑ ΦΕΥΓΕΙ. Θες να του σπάσεις το κεφάλι, να του τσαλαπατήσεις τα μούτρα κάτω απο στρατιωτικά άρβυλα, να του μάθεις να λέει ευχαριστώ για τον σκατοκαφέ και κυρίως, κυρίως, να μην φεύγει! Και εκείνος στο μέσα δωμάτιο πίνοντας τον ομολογουμένως χειρότερο καφέ που έφτιαξες ποτέ στύβει το κεφάλι του για να κατανοήσει τι έκανε και γιατί αισθάνεται ο-μαλάκας-της-υπόθεσης. Ωστόσο, όσο αισθάνεται έτσι, τόσο θυμώνει, και όσο θυμώνει τόσο σκέφτεται να έρθει να σε βρει και να πατήσετε επιτέλους τον λυτρωτικό καβγά. Αλλά τελικά κρατιέται και πίνει μαρτυρικά τον αηδιαστικό καφέ. Γιατί ξέρει πολύ καλά οτι έφυγε πρώτος και αυτό του δίνει πόντους. Εσύ πάλι στο μέσα δωμάτιο περιμένεις να ρίξει τα μούτρα του και να έρθει να σε βρει. Και όσο αργεί, τόσο θυμώνεις γιατί κρατάει πόζα και δεν έρχεται να παραδεχτεί πόσο γουρούνι είναι. Και όσο θυμώνεις το σπίτι μυρίζει μπαρούτι, ενώ ο καφές κρύωσε και δεν πίνεται.
Τελικά καταπίνεις τον θυμό και μπαίνεις στο μέσα δωμάτιο.
«τι να φτιάξω για φαι;»
«οτι θες»
«καλά»
Φεύγεις.
Η πιο παγωμένη φωνή κερδίζει το βραβείο. Είναι θέμα γοήτρου πια. Φτιάχνεις μακαρόνια με κιμά που είναι το αγαπημένο του γιατί θες τόσο πολύ να του θυμίσεις οτι εσύ είσαι άνθρωπος, σε αντίθεση με εκείνον που όπως ήδη είπαμε είναι γουρούνι.
Όταν το φαγητό ετοιμαστεί ενημερώνεις λες και πρόκειται για επίσημο γεύμα. «Το φαγητό είναι έτοιμο» Αν υπήρχε κουδούνι στο σπίτι θα το χτυπούσες και αυτό.
Έρχεται και κρατάει και το φλυτζάνι απο τον καφέ. Το αφήνει με θόρυβο μέσα στον νεροχύτη. Και δεν του βάζει νερό. Κάθεται αμίλητος. Βάζει τυρί, αρπάει το πιρούνι και αρχίζει. Όλο όρεξη είναι. Καρφί δεν του καίγεται.
Εκείνος τρώει για να μην μιλήσει. Αν μιλήσει θα βρίσει, αν βρίσει θα γίνει πόλεμος. Τρώει ενώ δεν πεινάει, τρώει και μπουκώνεται επιδεικτικά. Επιπλέον ξέρει ότι όσο δεν μιλάει και μπουκώνεται, νικάει στο περίεργο αυτό παιχνίδι των νεύρων.
Εσύ πάλι δεν αντέχεις άλλο. Δεν βάζεις ούτε μπουκιά στο στόμα σου. Παίζεις με το φαγητό. Τον κοιτάς επίμονα. Τον προκαλείς με το βλέμμα. Αυτός αποφεύγει. Μεγάλες μπουκιές και το κεφάλι κάτω.
«Σιγά θα πνιγείς»
Δεν απαντάει, τρώει, τρώει,.. το.. το βόδι!
επιμένεις
«σιγά λέμε θα πάθεις τίποτα σαν ζώο τρως!»
Ε, εντάξει. το βόδι κάπου εκεί χάνει την αυτοκυριαρχία του.
«Δεν μας χέζεις λέω εγώ απο το πρωί που θα με πεις και βόδι;!;! Άντε μην αρχίσω και γω!»

Εντάξει, τώρα το παιχνίδι είναι γνωστό. Θα βριστείτε και η συσσωρευμένη ένταση θα διοχετευτεί σε λέξεις άνευ σημασίας που κανείς δεν εννοεί. Μετά θα κάνετε μούτρα για κανένα δίωρο και ως το βράδυ θα κοιταχτείτε για μία φορά με απόλυτη κατανόηση για το πόσο γελοίοι υπήρξατε και θα βάλετε να δείτε ταινία στο ντι-βι-ντι.
Αλλη μια υπέροχη Ημέρα-Του-Μακρόσυρτου-Καυγά θα έχει τελειώσει.

Δεν υπάρχουν σχόλια: