Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2009

Ένα κινέζικο μπολ γεμάτο χάπια και κάτι αδειανό έφταιξε. Όσο το σκέφτομαι, όσο σε σκέφτομαι με προσευχή, φόρεμα σκισμένο και την σειρήνα μια λύσσα μου έρχεται. Σου λέω πως δεν με πείραξε που διάλεξες φουστάνι, ούτε που ξάπλωσες μονάχη να πεθάνεις στο κρεβάτι σου, όσο εκείνο το αδειανό. Πώς βγήκες από μέσα σου, πήρες απόφαση και γέμισες αφιόνι το μπολ του φαγητού, πώς άντεξες ερήμην σου τόσο κακό να σε κυκλώνει. Πως άφησες στα μάτια σου να ασπρίσουνε οι κόρες κι αφέθηκες να σε μυρίζονται στ’ απόκρυφα οι δαίμονες; Πες μου τι άδειασε. Τι σε έπιασε;
Εσύ που έβλεπες αγγέλους να περπατούν κοντά μας. Που μού ‘λεγες Να! κι αμέσως έλαμπαν στις καπαρντίνες τους!
Πες μου τι άδειασε και τόλμησες αυτό το φοβερό, φονιάς να γίνεις του εαυτού σου. -Πες!
Ποια θηριώδης μοναξιά, ποιό βλέμμα ασήκωτο; Τι κέρδισε την κόψη σου την αιχμηρή και άρχισες να κοιτάς τα χέρια σου σαν ξέφτια, σαν κλωστούλες; Είδες μετά το σώμα σου στην άκρη του καναπέ παρατημένο, κόκκος μικροσκοπικός κι ασήμαντος. Κι αντί να το κανακέψεις, με λόγια να το γεμίσεις και αίμα ζωηρό ώσπου ν’ αρθεί ξανά στο ύψος του, είπες πως είναι κέλυφος δερμάτινο, κι ούτε που νοιάζεσαι, καιρός κι αυτό να το γδυθείς.
Ποιό αδειανό σε κέρδισε; Πού βρέθηκε τόση ερημιά;

Τώρα νεογέννητο καινούργιο, να κλάψεις όλους τους φόβους σου μέχρι να σε ημερώσει απ’ την αρχή ο καιρός και να ψελλίσεις τις πρώτες λέξεις πάλι.
Και τότε, σε παρακαλώ, να πλησιάσεις κοντύτερα στο αυτί του Θεού για να ‘μαι σίγουρη ότι σε άκουσε, και να του δεσμευτείς ετούτη την φορά ρητά, λέγοντας
«αγαπώ».

1 σχόλιο:

ego είπε...

Πού τα ξέρεις εσύ αυτά?
Εχθές κοίμησα την αγαπημένη όμορφη γατούλα μου. Πού τα ξέρεις εσύ αυτά?