Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2009

3ο

O χρόνος δεν υπήρξε ποτέ και σε καμία περίπτωση φίλος. Για την ακρίβεια με αντιμάχεται έτσι όπως ακριβώς θα έκανε ένας ορκισμένος εχθρός ή εκείνο το κοριτσάκι στο δημοτικό που δεν με χώνεψε ποτέ. Το έχω πάρει απόφαση πως αυτά τα τσιτάτα που κυκλοφορούν περί συμφιλίωσης, ειρήνης και ανακωχής με τον χρόνο δεν είναι τίποτα παραπάνω εκτός από κοινές μπούρδες. Να γίνει φίλος μου ο χρόνος; Γιατί; Μου το χρωστάει; Τον νοιάζει καθόλου τί ζόρι τραβάω εγώ με την πάρτη του; Όχι αγάπη μου. Σκασίλα του μεγάλη του χρόνου αν εγώ κοιτάω το ρολογάκι του υπολογιστή μου κάθε πέντε λεπτά παρακαλώντας να ξεκουνηθεί και να προχωρήσει για να τελειώνει η καταραμένη αναμονή, και άλλη τόση σκασίλα του αν προσεύχομαι από μέσα μου να μην πάει πουθενά και να μείνει κολλημένος για πάντα σε μία μόνο υπέροχη στιγμή. Σκασίλα του μεγάλη και δέκα παπαγάλοι. Οπότε, σε ποιά καλή του πρόθεση να ακουμπήσω, σε ποιά ανταπόδοση της ευγενούς μου διάθεσης, σε ποιο τελοσπάντων εχέγγυο να βασίσω μια σχέση φιλική; Ούτε ένα πάτημα, ούτε μια αφορμή. Αυτός μόνο παχνίδια με την όρεξή μου ξέρει να παίζει και να κάνει δώρα άσπρες τρίχες, χαλαρωμένα δέρματα και ρυτίδες.
Γι’ αυτό καμία περίπτωση δεν υπάρχει να γίνουμε φίλοι παλιοκάθαρμα. Δεν μου έχεις κάνει ούτε μια φορά το χατίρι ενώ εγώ από τότε που με θυμάμαι, σε παρακαλώ μια να περάσεις, μια να μείνεις. Γι’ αυτό να τις ξεχάσεις τις φιλίες, γυμνοσάλιαγκα της αντίληψης. Μόνο αδιαφορία σου πρέπει.
Μπορείς να χτυπιέσαι, να τρέχεις, να παγώνεις, να σέρνεσαι σαν χελώνα. Αν θές μπορείς και να καμπυλωθείς ακόμη. Εγώ αποφάσισα. Μέρα μπαίνει-μέρα βγαίνει, πέρα βρέχει.

2ο

Η αγάπη.
το χω γράψει εδώ και καμία ώρα στο γουόρντ του υπολογιστή και μόνο κοιτάω. υπάρχει μέσα μου η ανάγκη να γράψω κάτι για αυτή. τα πάω καλά με τις λέξεις, μπορώ να μιλήσω για ζαχαρωμένα φιλιά και κουρδιστές ξύλινες καρδούλες στολισμένες με χρυσόσκονη. μπορώ αν θέλω να τα βάλω όλα αυτά τα χρυσοσκονισμένα και ζαχαρωτά να στροβιλίζονται αγκαλιασμένα σαν φύλλα φθινοπωρινά και να τραγουδούν τις Πρώτες μελωδίες. αν το θέλω με τις λέξεις μπορώ. αλλά θα ναι ψέμα, μια εικόνα προς τέρψη των αισθήσεων. κι ώς εκεί.
γιατί Η αγάπη στ’ αλήθεια, καμιά δουλειά δεν έχει με τις λέξεις


Συμπέρασμα 1ο

Αυτός ο ευθυτενής κύριος
με το κεφάλι του να γυαλίζει στον ήλιο
σαν χρυσό πόμολο των Βερσαλλιών
και εκείνη η τροφαντή κυρία με τα κοκκινισμένα μάγουλα
που σέρνει στους ώμους της το τομάρι
της κόκκινης αλεπούς (ναι του μικρού πρίγκιπα.
Γιατί νομίζατε οτι θα την γλιτώνει πάντα;)
Θα συναντηθούν απόψε
σε πολυτελές ξενοδοχείο των βορείων προαστίων
θα παραγγείλουν ακριβή σαμπάνια και θα δοκιμάσουν
με ασημένιο κουτάλι την creme brulee
και έπειτα θα κλείσουν δωμάτιο (στο όνομα του κυρίου πάντοτε- θού Κύριε)
για να γνωριστούν
το πόμολο και το τομάρι καλύτερα.