Σάββατο 12 Δεκεμβρίου 2009

Χριστούγεννα που λέτε... Εδώ δεν χιόνισε, αλλού όμως κάτι έκανε, σιγά σιγά στολίσαν και τα σπίτια, άσε που οι διαφημίσεις παιχνιδιών έχουν γίνει πια τόσο συχνές που δεν μένει αμφιβολία. Χριστούγεννα.! Εντάξει. Ομολογώ. Είναι η καλύτερη μου γιορτή. Πάντα ήταν, ακόμη και τότε που περνούσα εφηβεία και είχα τις «μαύρες» μου γενικώς και αορίστως και κατα τας γραφάς της εποχής μου δεν θα έπρεπε να με συγκινούν δώρα, δέντρα, φωτάκια και γλυκά. Ακόμη και τότε όμως, δεν μπορούσα να αντισταθώ. Ήταν πάντοτε η πιο όμορφη εποχή του χρόνου. Όταν ήμουν μικρή αρνιόμουν να κοιμηθώ στο κρεβάτι μου τα Χριστούγεννα. Πάντα κάτω από το δέντρο. Έστρωνα δυο παπλωματάκια κάτω, έπαιρνα και το μαξιλάρι με τα σκεπάσματα μου και κατασκήνωνα. Πολύ ωραία την έβγαζα. Είχε χρώματα παντού, λαμπάκια να αναβοσβήνουν και κάτι καμπανούλες μεταλλικές που τις έβαζα πάντα επίτηδες στα χαμηλά κλαριά για να τις βλέπω όταν ξάπλωνα από κάτω. Που λέτε, δεν θυμάμαι πότε ακριβώς ήταν αλλά σίγουρα ήμουν πολύ μικρή, όταν η μαμά μου συγκινημένη που το παιδί της αγαπάει τόσο πολύ τα Χριστούγεννα προφανώς (κυρίως το δέντρο και τα δώρα εδώ που τα λέμε), απέκτησε μια περίεργη συνήθεια. Όποτε μέσα στον χρόνο και αν ξυπνούσα τρομαγμένη απο εφιάλτη και την ξεσήκωνα φωνάζοντας να ρθει να με σώσει απο τον μπαμπούλα (σωρός απο ρούχα στην καρέκλα με την άκρη του ματιού μέσα στο σκοτάδι είναι στάνταρ μπαμπούλας γκαραντί και εξακριβωμένο), εκείνη, άσχετα με την εποχή, καταμεσής του Αυγούστου ή ανήμερα του Πάσχα, μου έλεγε, « κλείσε τα μάτια και ονειρέψου Χριστούγεννα».
Και εγώ το έκανα. Έκλεινα τα μάτια και σκεφτόμουν δέντρο και καμπάνες. Ομολογώ πως το κάνω ακόμα. Και όχι μόνο όταν έχω βραδινούς εφιάλτες. Το κάνω και με τους ημερήσιους. Δεν πιάνει το ίδιο καλά πια αλλά τουλάχιστον είναι ένα καταφύγιο. Με χρώματα, μεταλλικές λάμψεις και την μυρωδιά του παιδικού μου σεντονιού.

Σήμερα η μαμά μου, μου είπε «θέλω την μαμά μου». Γιατί υποθέτω, έχει εφιάλτες.

Μαμά, κλείσε τα μάτια και ονειρέψου Χριστούγεννα.

----


Κάτι χάλκινα παίζανε. Κάποιο πανηγύρι σε χωριό. Βόρεια Ελλάδα, ποταμός, νερά, νερά παντού και κάτι πλάτανοι θεόρατοι. Για να κάνεις μια αγκαλιά το δέντρο χρειαζόσουν όλο το χωριό για να κυκλώσει έναν κορμό. Πολύ ωραία ήταν. Είχε ένα κόκκινο κρασί από βαρέλι, ξινούτσικο και τα καφενεία της πλατείας είχαν βγάλει καρέκλες και τραπέζια έξω και μοίραζαν φαγητό. Κρέας έψηναν, σαλάτες και πατάτες πηγαινοερχόντουσαν, τα πιτσιρίκια ούρλιαζαν και έτρεχαν ανάμεσα μας. Κανονικά θα με ενοχλούσε. Όπως με ενοχλούν οι Αθηναικές οικογενειακές ταβέρνες στα βλάχικα που συνωστίζονται οι αστοί όποτε τους βγουν τα λεφτά και ο χρόνος για να παίξουν το παλιό γνωστό παιχνίδι. Παίζουν την «οικογένεια». Την Κυριακή μένουν μέσα και παίζουν το άλλο που παίζαμε μικρά, το «σπίτι». Στις ταβέρνες αυτές τα παιδάκια μου τσακίζουν τα νεύρα. Θυμώνω όχι βέβαια με τα παιδιά, που αποφασίζουν να εκτονώσουν όλο το μπαλκόνι και το σαλόνι και την τηλεόραση της εβδομάδας σε ένα Σάββατο στην Βάρη, (τί φταίνε αυτά τα τερατάκια άμα δεν έχουν χώρο που βρυχώνται και γρυλίζουν) και ούτε τσατίζομαι με τους βιοπαλαιστές-θηριοδαμαστές γονείς τους. Άλλωστε τί να κάνουν οι δύσμοιροι, πρέπει να δουλέψουν και να ζουν σε διαμέρισμα κοντά στην δουλειά, διαφορετικά τί στον κόρακα θα φάνε και πού θα κοιμηθούν τα τερατάκια τους; Θυμώνω όμως με μένα. Εμένα, τον ελεύθερο απο οικογενειακές δεσμεύσεις άνθρωπο που δεν ανασκουμπώνομαι, να ανακαλύψω ποιό είναι το αγαπημένο μου χωριό με τα καλύτερα νερά, τα γραφικά καφενεία και τους πλάτανους για να φύγω και να πάω να δεσμευτώ εκεί. Με το χώμα, το νερό και τα παιδάκια που δεν με ενοχλούν όταν τσιρίζουνε γιατί εδώ τα άτιμα τα θηρία, πώς να το κάνουμε, το δικαιούνται. Βρίσκονται στο φυσικό τους περιβάλλον.

2 σχόλια:

ego είπε...

Θα κλείσω λοιπόν τα μάτια και θα ονειρευτώ ....
Καληνύχτα

Unknown είπε...

Αχ και να πιάνανε οι συμβουλές μου πάνω μου...........