Κυριακή 3 Ιανουαρίου 2010

Ο ουρανός είναι μπλε και το σεντόνι μου λευκό. Δικό μου μπλε, δικό μου λευκό, τελεία και παύλα. Ο κώδικας που χρησιμοποιώ για το δια των οργάνων μεταφερμένο και το δια της προσωπικής αντίληψης αναλυμένο εντός μου οπτικό ερέθισμα, ποτέ δεν θα σας μεταφέρει επακριβώς τα χρώματα μου. Ίσως μόνο να ξυπνήσει μέσα σας την δική σας μπλε και άσπρη ιδέα. Στο δικό μου μπλε-λευκό μου είμαι πάντα μόνη. Δεν με ενοχλεί. Τουναντίον το ‘χω συνηθίσει και μάλιστα τόσο, που πολύ φοβάμαι ότι αν κάποτε συμβεί και εμφανιστεί άνθρωπος που «ώ! τί έκπληξη!" καταφέρει να με πείσει πως κάπως ξέφυγε του κανόνα και βλέπει και εκείνος τα χρώματα μου, εγώ ταραγμένη, με αίσθηση και φάτσα παραβιασμένης κόρης, πρώτα θα τον αντιπαθήσω και έπειτα θα τον σπρώξω στον γκρεμνό, εκεί στα βάραθρα, να μην βλέπει ούτε το μπλε μου ούτε το άσπρο μου ούτε και άλλο χρώμα, μόνο να τρομάζει ολομόναχος στα μαύρα σκοτάδια. Δεν φταίω. Αν με τρομάξεις με το αδύνατο, γίνομαι σκύλα. Είναι ένστικτο και αυτά τα άτιμα, χρόνια τώρα με διαφεντεύουν. Μόλις κάνω να γυρίσω το κεφάλι εξορμούν, αποκεφαλίζουν την λογική μου και παίρνουν την πόλη. "Εάλω η πόλις", μουρμουρίζω ξανά και ξανά κοιτώντας τα δόντια και τα νύχια μου, μα τί να κάνω; Δικά μου κι’αυτά και τ’ άλλα. Εδώ και μέρες για παράδειγμα παλεύω να θυμηθώ ποιος άτιμος με έμαθε να μην πιστεύω στα θαύματα και μου δημιούργησε αυτή την ενστικτώδη πια δυσπιστία απέναντι σε κάθε πράγμα που ανυψώνεται λιγάκι πιο πάνω από το φυσιολογικά βαρετό και αναμενόμενο. Προς το παρόν ρίχνω το βάρος στην εκκλησία, που πήρε την ωραιότατη τούτη λέξη και την έκανε θαρρείς συνώνυμο με ψάρια που πολλαπλασιάζονται, ψωμιά που πέφτουν μαγικά απο τους ουρανούς, λεπρούς, τυφλούς κουτσούς και νεκραναστάσεις. Τώρα δεν μπορώ να πω πια ούτε «θαύμα φαγητό» γιατί ακόμα και αν το θαυμάζω βαθιά, ψυχή τε και σιελογόνοι αδένες, ξαφνικά στο πιάτο μου εμφανίζεται ένας παράλυτος και ένας λεπρός που πανηγυρίζουν φρενιασμένοι γιατί σωθήκανε απ’ τις αρρώστιες τους. Και θα το διαπιστώνατε εύκολα και εσείς αν σας συνέβαινε, πως η εικόνα ενός φρενήρη από χαρά λεπρού μέσα στην σούπα σου, κάνει το φαγητό τουλάχιστον άνοστο και καταστρέφει το δίχως άλλο το θαυμαστό της υπόθεσης. Αυτές τις μέρες λοιπόν επαναλαμβάνω μονότονα την φράση «δεν πιστεύω στα θαύματα» και ακονίζω τα νύχια μου με μια μεγάλη λίμα. Υπόσχομαι όμως πως αν ετούτη την φορά η πόλη σκαπουλάρει την άλωση και καταφέρω να φυγαδεύσω σώο και αβλαβή τον νού απο την επίθεση της ενστικτώδους άρνησης, το πρώτο θαύμα που θα συναντήσω θα το ταίσω καταπιεσμένο θαυμασμό χρόνων και θα του κάνω δώρο μια ντουζίνα αγκαλιές και ένα τσουβάλι φιλιά για ευχαριστώ!

1 σχόλιο:

ego είπε...

Σε βαστά το μέσα σου. Αυτό είναι θαύμα (σε αυτή τη πόλη, τέτοιους καιρούς)
Ασπάσου το.