Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2010

Κάθομαι στο χαλί πλάι στον θερμοσυσσωρευτή και δίπλα στο τραπέζι της τραπεζαρίας που δεν τρώει ποτέ κανείς. Εκτός και αν έχουμε καλεσμένους, πράγμα σπάνιο, και εγώ και η μαμά, τρώμε στο μικρό τραπέζι στην κουζίνα. Η κάθε μία μόνη της με το βιβλίο της. Είναι κοινή μας συνήθεια αυτή. Καθόμαστε πάντοτε για φαγητό με ένα βιβλίο. Ποτέ καινούργιο βιβλίο. Συνήθως είναι τόσο γνωστό και πολυδιαβασμένο, που γυρνάμε τις σελίδες αμέσως στο κομμάτι που ταιριάζει με το φαγητό και την όρεξη μας κάθε φορά. Με κλειστά μάτια και απέξω σου, ξέρεις την επόμενη φράση, τους χαρακτήρες, τα καλά και τα ψεγάδια τους, την πλοκή, το τέλος. Και αυτό το γνωστό τέλος είναι που κάνει την διαφορά. Δεν υπάρχει αγωνία, προσμονή, ένταση. Διαβάζεις για να περνάει η ώρα ενώ τρως. Γίνεται ξαφνικά το βιβλίο ένα εξάρτημα σαν το πιρούνι και το μαχαίρι σου, εξυπηρετεί προς στιγμή τον σκοπό σου και έπειτα θα το αφήσεις στην άκρη με μια αίσθηση αγάπης και βαθιάς ευγνωμοσύνης αλλά δίχως να έχεις ριψοκινδυνέψει ούτε για μια φορά να σου σταθεί η μπουκιά απο έκπληξη ή να σου καθίσει στο στομάχι το φαγητό μετά από μια αναπάντεχη εξέλιξη, μια ανατροπή, έναν θάνατο ή έναν ενοχλητικό γάμο.

Δεν φαντάζεστε πόσο θλίβομαι κάθε φορά που διαπιστώνω πως καμιά φορά και εγώ μαζί με άλλους, ζω την ζωή μου λες και διαβάζω το βιβλίο του μεσημεριανού φαγητού.

Δεν υπάρχουν σχόλια: