Κυριακή 10 Ιανουαρίου 2010

Έχω μια μικρή πληγή. Δεν την βλέπεις ευτυχώς εύκολα και ας είναι βαθιά. Κατά λάθος το έπαθα όταν έπαιζα σε ένα ξένο χωράφι. Βάλθηκα εκείνον τον καιρό να μου μάθω πως οι πόνοι είναι ονειροφαντασίες του μυαλού. Πώς όλα αρχίζουν και τελειώνουν με την θέληση. Παίζαμε με εκείνο το παιδάκι, δεν το ήξερα καλά. Καθόλου δηλαδή. Ήταν φίλος μιας φίλης μου και άντε να είχαμε πιει και δύο φορές το γάλα μας παρέα. Παίζαμε στο χωράφι του. Με τύλιγε αυτός με το σκοινί σαν λουκάνικο σφιχτά, κι όταν περνούσε τις θηλειές στο στομάχι απο τον θώρακα και κάτω, μου έλεγε να κρατάω την ανάσα μου, να ρουφιέται η κοιλιά και να δένει το σκοινί καλύτερα. Άμα πια με έδεσε πάνω κάτω απο την κορφή ως τα νύχια και έμοιαζα με κουβαρίστρα της γιαγιας μου, τότε άρχισε να με σπρώχνει. Δεν είχα ισοροπία, στο τέλος έπεσα. Αφού με πέταξε κάτω, πρώτα με έβρισε και μετά με κυλούσε σπρώχνοντας με την μπότα του. Βαρέθηκα εγώ. Πόνεσα λίγο στην αρχή, μα μετά ήταν βαρετό. Όλο κυλούσα σαν βαρελάκι και με βρίσκαν οι πέτρες στο πρόσωπο. Είχα πει δεν πονάω, δεν πονούσα. Μόνο πολύ βαρετά ήταν και ζοριζόταν και η ανάσα μου. Και αυτός βαρέθηκε μετά. Γι’ αυτό με άφησε δεμένη στο χωράφι και πήγε να βρει την φίλη μας. Ούτε που μου είπε αν θα γυρνούσε για να με λύσει. Και έμεινα δεμένη στο χώμα με το πρόσωπο στις πέτρες και ζορισμένα πνευμόνια για ώρες. Αυτοί θα περνούσαν ωραία. Μπορεί και να τρώγανε κρουασάν με σοκολάτα. Το χωράφι δεν μπορούσα να το δω. Ούτε να φωνάξω μπορούσα γιατί δεν μου έφτανε η ανάσα. Κι’ ύστερα ποιον να φώναζα; Αυτοί θα τρώγαν τώρα τα κρουασάν τους. Δυό μέρες νομίζω αργότερα ήρθε για να με λύσει. Δεν με πείραξε και δεν του θύμωσα που άργησε. Άλλωστε είχα ήδη αποφασίσει πως δεν μου έκανε για παρέα. Το μόνο που με ενόχλησε είναι που εκεί στο στήθος, στην αριστερή θηλή περισσότερο, το σκατόσκοινο είχε μπηχτεί με βία στο δέρμα και είχε αφήσει μέσα μου μικροσκοπικές σκλήθρες.
Απο τότε κάθε φορά που κάτιτίς αγγίζει το στήθος μου, πονάω.

Δεν υπάρχουν σχόλια: