Πέμπτη 14 Ιανουαρίου 2010

Διάλογοι. (με τον Μάνο και την Σοφία)

«Ποιος είν' τρελός από έρωτα;
Ας κάνει λάκκους την αυγή.
Να πάμε εκεί να πιούμε τη βροχή.
Μια που εμείς σε όποια στέγη αράξουμε,
σε όποια αυλή,
ο άνεμος χαλνάει τον ουρανό, τα δέντρα.
Κι η στείρα γη μέσα σε μας βουλιάζει.»

-Βρέχει απο χθες και εγώ ούτε έναν λάκο δεν βρίσκω. Έκανα ολόκληρο τον κήπο μας πάνω-κάτω δυό φορές βήμα το βήμα, και τίποτα. Ούτε λάκος, ούτε λακουβίτσα. Τίποτα. Κι’ άντε να ξεδιψάσεις τώρα την στείρα γη...

«Τι ζητάς Αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά δε μου δίνεις σημασία κι η καρδιά μου πώς βαστά.
Σ' αγαπήσανε στον κόσμο βασιλιάδες, ποιητές κι ένα κλωναράκι δυόσμο δεν τούς χάρισες ποτές.»

-Μα και τα αγκάθια έχουν αναμφίβολα, μια κάποια αξία. Ε;


«Ο Γιάννης ο φονιάς παιδί μιας Πατρινιάς κι ενός Μεσολογγίτη
προχτές την Κυριακή μετά τη φυλακή επέρασε απ’ το σπίτι.
Του βγάλαμε γλυκό τού βγάλαμε και μέντα μα για το φονικό δεν είπαμε κουβέντα.
Μονάχα το Φροσί με δάκρυ θαλασσί στα μάτια τα μεγάλα
τού φίλησε βουβά τα χέρια τ’ ακριβά και βγήκε από τη σάλα.
Δεν μπόρεσε κανείς τον πόνο της ν’ αντέξει
Κι ούτε ένας συγγενής να πει δεν βρήκε λέξη.
Κι ο Γιάννης ο φονιάς στην άκρη της γωνιάς με του καημού τ’ αγκάθι
Θυμήθηκε ξανά φεγγάρια μακρινά και τ’ όνειρο που εχάθη»

-Ο Γιάννης ο φονιάς, σίγουρα έκανε δίκαιο φόνο. Αλλιώτικα το Φροσί δεν θα έκλαιγε γαλάζια δάκρυα. Αθώος.


-«Το πρωί με ξυπνάς με φιλιά»
-μμ, σιγά...
-«Μου χαϊδεύεις μετά τα μαλλιά»
-ναι καλά...
-«όλη μέρα γελάς, λόγια λες τρυφερά, και γεμίζεις το σπίτι χαρά»
-μα τί λες; Τί είναι αυτά;
-τραγούδια
-α, καλά, τραγούδα.

Δεν υπάρχουν σχόλια: