Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2010

Λευκή σελίδα λευκή. Γράμματα μαύρα γράμματα. Γράφω, γράφω, γράφω. Να βάλω μαξιλάρια στους τοίχους μου, μην πάθω και τίποτα έτσι που χτυπιέμαι πάνω τους. Έβαλα και άρωμα το πρωί. Ήθελα να μυρίζω κάτι άλλο εκτός από φόβο. Γράφω-γράφω. Πού-ντο-πού-ντο το δαχτυλίδι; Ψάχνω την λέξη μου και την χάνω ανάμεσα στα μουρμουρητά. Ή μήπως βογκητά; Σπασμένο τηλέφωνο. Ούτε που με κατάλαβες. Ξυπνούσα πάντα νωρίτερα τα πρωινά, να βγω νωρίς στο μπαλκόνι, να συνεννοηθώ με τον ουρανό για να μην σου κάνει νερά. Τις νύχτες που έλειπες, έβγαζα με τα δόντια αίμα και το εμφιάλωνα. Μην τύχει και το χρειαστείς, μην συμβεί και δεν υπάρχει αίμα εύκαιρο να ματώσει για σένα. Πφ. Μελό αηδίες.. Πάμε όλοι μαζί τραγουδιστά τώρα. Δεν-περνάς-κυρά-Μαρία, δεν-περνάας-δεν-περνάας... Πού να περάσει και πού να πάει κι’ αυτή η έρμη η Μαρία. Έχασε τον δρόμο δυο, τρεις φορές, είπε δεν βαριέσαι και τον ξανάπιασε από την αρχή, έσπασε το τακούνι της, της την πέσαν κάτι αχρείοι στην στροφή, την έβρισαν, την έσπρωξαν κατάχαμα, γελάσανε με τα χάλια της και φύγανε... Άρχισε να βρέχει και απο πάνω, είδε και απόειδε, έκατσε σε μια πέτρα. «Σαν τις δραχμές να αποσυρθώ. Δεν περνάω πια, δεν περνάω» ψιθύρισε. Βουτηγμένη στις λάσπες έκλαιγε στην πέτρα η Μαρία. Τελικά, η μόνη που πέρασε ήταν η μέλισσα με τα μελισσόπουλα. Και όχι γιατί είχε κεντρί αξιόμαχο και οικογένεια. Τυχαίο ήταν. Εμείς ωστόσο θα λέμε τα γνωστά. Να περάσουν τα δύσκολα, να περάσει ο καιρός, πέρασα στο πανεπιστήμιο, να το περάσουμε κι αυτό να πάει στο καλό, μην το πειράζεις θα περάσει, θα περάσω μια βόλτα να σε δω, μπόρα είναι θα περάσει και περασμένα ξεχασμένα.

Τουλάχιστον ξέρουμε πως στο τέλος ο περατάρης μας βάζει όλους στην βάρκα του τσάμπα σχεδόν, τιμή φίξ. Δύο νομίσματα στις κόγχες όλα κι όλα και πάει... πέρασες και δεν ακούμπησες.
-----------------------------------------------------------------------------


Ναι γιατί όχι; Θα κρατιέμαι από το μπράτσο ενός φλυτζανιού και θα εξατμίζομαι στο χνώτο του σε κάθε γουλιά. Ναι, τώρα θα μένω φρόνιμα στην γωνία μου, με το πρόσωπο στον τοίχο και τα σκέλια ανοιχτά. Αν θέλεις κάρφωσε. Μπορώ να γίνω σανίδα τώρα. Να σε κρατήσει στα λασπόνερα και να στεριώσεις πάνω της το στρώμα του κρεβατιού σου. Σανίδα ίσια και λειασμένη. Πρώτα ήμουν θάλασσα. Τρεις θάλασσες. Μια σε ποτά, μια ανάμεσα στα πόδια και μια μέσα μου. Κι όλες με φουρτούνα. Τώρα όμως έπιασα στεριά. Σύρματα να με πιάνουν και να με γυρνούν στην θέση μου, ξύλο γιατί μου άξιζε, δεσμά και κόμποι πολύπλοκοι. Ούτε πρόσκοποι δεν θα τα βγάζαν πέρα με τέτοιους, ούτε ο Μεγαλέξαντρος. Τώρα θα κρέμομαι από το ταβάνι σου,μακρυά απο τα νερά, δεμένη καλά. Δεν χαίρεσαι; Βάλε μου και δυο γάντζους για έμφαση. Τί τομάρι θα ήμουν αλλιώτικα; Ότι είναι, ας γίνει σωστά. Δεν θέλω λύσεις μεσοβέζικες και ημίμετρα. Έλα, τελείωνε.

Ουρλιάζει έξω ο σκύλος μέρα μεσημέρι. Βάλε με μέσα ουρλιάζει. Και αν σε βάλω μέσα και καλομάθεις; Έξω.

1 σχόλιο:

ego είπε...

Bert Hellinger:
Κάθε πράξη (και λόγος) που επενεργεί πάνω στους άλλους συνοδεύεται και από μια αίσθηση γνώσης για την ενοχή και την αθωότητα.

Το μακρινό και το μεγάλο δημιουργεί μοναξιά.

Μόνο οι ένοχοι γνωρίζουν την ηπιοτητα. Οι αθώοι είναι σκληροί.