Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2010

Περνάει καλά μου λέει. Και εγώ βουτάω στο μαύρο του, ξεσκονίζω τις άδειες γωνίες του σπιτιού του, ψάχνω στα ρούχα και κάτω από τις μπότες του μήπως και βρω καμία λέξη παραπεταμένη, ή κάποιο νόημα που του ξέφυγε και δεν το ήπιε σε ποτά. Ούτε συλλαβή. Σσς, μην τον ταράξει κανείς. Όλα καθαρά και περασμένα χλωρίνη, τα βιβλία λιγοστά και καλοβαλμένα στην σειρά, τάξη, ησυχία. Ψι ψι ψι, τον φωνάζω, βάζω γάλα φρέσκο στο μπολάκι πλάι στο ψυγείο. Δεν έρχεται, χάνεται, πηδάει απο το μπαλκόνι, πέφτει με τα τέσσερα στον ακάλυπτο και εξαφανίζεται ανάμεσα στις γλάστρες. Εντάξει, κάνε όσα παιχνίδια θες. Να θυμάσαι μόνο πως σε έχω ακούσει τόσα βράδια στις σκεπές, ώσπου απομνημόνευσα το ηχόχρωμα και τις παύσεις σου. Σε έχω χάσει τρεις φορές στο πάρκο της γειτονιάς, σε έχω κλάψει αμέτρητες, και όμως ζεις. Και για δες το χέρι μου, ακόμη απ’τα νύχια σου βαθιά γρατζουνισμένο..
Το γάλα σου είναι στο μπολ και η πόρτα στο πίσω μπαλκόνι ανοιχτή. Θα κοιμάμαι μέσα.
Σ’ αγαπώ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: