Τρίτη 28 Σεπτεμβρίου 2010

Πίνω πορτοκαλάδα σε προσφάτως αναβαθμισμένη περιοχή των Χανίων. Οι παλιές φτωχογειτονιές γίνονται τα σημερινά hot spots και τα places to be κάτι τύπων σαν και μένα και σαν εσένα που τελειώσαν τις σπουδές τους, βάλαν τα ρολά απο τα πτυχία τους στο γνωστό σημείο και επέστρεψαν στα πάτρια για να.. να.. να τί;
Οι άλλοι δεν ξέρω γιατί επέστρεψαν. Εγώ ορθά κοφτά το λέω, γύρισα για την διευκόλυνση. Την πρακτική και την συναισθηματική μου διευκόλυνση. Ορίστε για του λόγου το αληθές. Μου βρήκαν δουλειά για να γίνω παραγωγική στην κοινωνία τούτη και να πληρώνω τις μπύρες μου με τα δικά μου λεφτά, η μαμά μου γαληνεύει που μπορεί πια να νταντεύει απο κοντά τα κλονισμένα μου νεφρά ενώ εγώ ανακατεύω την κατσαρόλα με το μητρικό της φίλτρο, ο κολλητός μου μπορεί να ανοίξει το ψυγείο μου και να φτιάξει ένα πρόχειρο σάντουιτς γιατί πεινάει και ο πατέρας μου έχει την ικανοποίηση να μου μουρμουρίζει με τις ώρες στο τηλέφωνο πως δεν με βλέπει αρκετά έχοντας πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού του πως αν πραγματικά το θέλει μπορεί να με δει μέσα στο επόμενο πεντάλεπτο. Βλέπεις; Διευκόλυνση. Παντός τύπου. Θα έπρεπε όλοι να είμαστε ευτυχείς ε; Χμ...
Πίνω πορτοκαλάδα που λες ακούγοντας τα τζιτζίκια, εδώ στις παλιές φτωχογειτονιές που όχι και πολλά χρόνια πριν, δεν έκανες τον κόπο ούτε να στρέψεις το κεφάλι σου και να τους χαρίσεις ένα βλέμμα. Τώρα όμως είναι το στέκι μας. Ναι εμένα και εσένα που ερχόμαστε εδώ και συναντάμε ο ένας το άλλον. Ξέρεις τι λέω, όλους εμάς που περνάμε την «μεταβατική αυτή φάση επιστροφής μετά τις σπουδές» και μαζευόμαστε σαν τις μέλισσες σε παρέες που αναπολούν τα φοιτητικά χρόνια, ανασύρουν και διηγούνται ιστορίες απο το σχολείο, την σχολή και κυρίως απο την σχόλη ημερών που ωιμέ πέρασαν ανεπιστρεπτί. Α ναι, να μην ξεχάσω να αναφερθώ και σε αυτή την καταπληκτική αίσθηση της επανένωσης που τριγυρνάει στην ατμόσφαιρα. Οι μισές φάτσες που βλέπεις και που τις υπολογίζεις κοντά στην ηλικία σου «κάτι σου θυμίζουν» ενώ οι άλλες μισές ξέρεις ακριβώς τί σου θυμίζουν. Οι πρώτες μισές μάλιστα, αν μπεις στην διαδικασία να το ψάξεις, θα διαπιστώσεις γρήγορα πως κάποια σχέση έχουν με το μισό που ήδη θυμάσαι και άρα κατά κάποιο τρόπο γίνονται αυτομάτως και αυτές γνωστές. Δηλαδή, λίγο πολύ, αν κυκλοφορείς και δεν είχες περάσει τα σχολικά σου χρόνια κλεισμένος σε γυάλινο κουβούκλιο, ξέρεις φατσικά τουλάχιστον σχεδόν άπαντες τους συνομήλικους σου (βάλε και δυο χρόνια πάνω κάτω για να είσαι μέσα).
Καθόμαστε λοιπόν και πίνουμε πορτοκαλάδες και καπουτσίνους. Εμείς, οι γνωστές αναμεταξύ μας φάτσες. Δεν θα το αποφύγουμε. Εδώ θα συναντήσουν όλοι, όλους τους παλιούς συμμαθητές-φίλους-γκόμενους-γνωστούς και ίσως όσοι ενδιαφερθούν να διεκδικήσουν εξ αρχής την θέση τους στις παρέες που από καθαρή ανάγκη ανασυγκροτούνται. Εγώ μάλλον βαριέμαι. Κυρίως αυτούς τους γνωστούς αγνώστους που τους συναντάς και ακούς ή λες πάντοτε με τον ίδιο ψεύτικο ενθουσιασμό το ποιηματάκι -αλλάζοντας μόνο το μικρό όνομα εαν και εφόσον βεβαίως το θυμάσαι και δεν χρειαστεί να το αλλάξεις με κάτι ποιο μεσοβέζικο όπως «κοπελιά» ή «φίλε» για να πετύχεις την προσφώνηση χωρίς να προσβληθεί η απο δεκαετίας και πλέον χαμένη γνωριμιά-. Λες π.χ. «Νικοοο, έλα ρεεε, που χαααθηκες εσύ; Τί έγινε γύρισες; Ναι ε; Μπράβο μπράβο.. Τώρα τί κάνεις; Τον Μήτσο τον βλέπεις καθόλου; Ναι, ναι, ωραία, πολύ χαίρομαι .. Να τα πούμε μωρέ, να πάμε για ένα καφέ». Μετά ο κάθε Χ Νίκος απομακρύνεται και εσύ σπας το κεφάλι σου να αναρωτιέσαι τί στον κόρακα θα πεις μαζί του μετά από δέκα χρόνια στην περίπτωση που πάτε ποτέ για εκείνο τον καφέ. Μην άγχεσαι όμως. Δεν θα πάτε. Εγώ δηλαδή δεν θα πάω και θα εξηγήσω και το γιατί. Βρε χρυσό μου παιδί, Χ Νίκο, Μήτσο, Κάτια μου, έχω να σου μιλήσω 10 χρόνια τουλάχιστον. Τότε που πίναμε μαζί τα πρώτα μας ποτά σε κάτι εφηβικά παρτάκια με τους γονείς κλειδωμένους στην κουζίνα και κάναμε και-γαμώ-τις-παρέες ήμουν δέκα χρόνια ελαφρύτερη σε εμπειρίες και σίγουρα, ω ναι σίγουρα, πολύ μα πολύ διαφορετική. Είναι προφανές μιας και έχεις απο τότε να με δεις οτι κανένας δεσμός απο αυτούς που συνάψαμε πάνω από τις πρώτες βότκες δεν στάθηκε ικανός να με κινητοποιήσει για να σε ψάξω εδώ και δέκα χειμώνες και τώρα, τώρα επειδή με πέτυχες να πίνω πορτοκαλάδα στο δίπλα τραπέζι πρέπει να πάμε για καφέ και να σου δώσω ραπόρτο για το πού τριγυρνούσα και τί έκανα ως τα 28 μου; ΡΕ ΠΑΣ ΚΑΛΑ; Στην τελική αν θες πολύ να μάθεις τα πάντα για αυτά τα δέκα χρόνια ρώτα την μάνα σου. Στα Χανιά ζούμε, σίγουρα απο κάπου θα έχει μάθει το στόρυ μου και θα σε ενημερώσει. Εμένα παράτα με στην ησυχία μου και στην πορτοκαλάδα μου.

Επιμένω πως επέστρεψα σε μια καινούργια πόλη. Απόδειξη πως απολαμβάνω τον χυμό μου εδώ, παραδίπλα απο την πολυκαιρισμένη ταμπέλα για τα φιλόπτωχα συσσίτια. Έτσι ακριβώς το σκέφτομαι και αναζητώ να συναναστρέφομαι καινούργιους ανθρώπους αντί για τα απομεινάρια της εφηβείας μου. Όσοι μεγάλωσαν μαζί μου είναι εκείνοι που απο τότε ποτέ δεν χαθήκαμε. Κατά τα άλλα όμως η εφηβεία πέθανε και ζωή σε λόγου μας. Γι’ αυτό, όλοι εσείς γνωστοί- άγνωστοι, παρακαλώ πολύ, πάψτε να μου λέτε από πού με θυμάστε και αν τρώγαμε μαζί τυρόπιτες στο κυλικείο με διακόσιες δραχμές.
Αν είναι τελοσπάντων της μοίρας μας να πάμε για καφέ, τουλάχιστον, ας συστηθούμε από την αρχή.

Δεν υπάρχουν σχόλια: