Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

Μόνο για αυτό έφτασα στην Αλεξάνδρεια. Άλλο τίποτα δεν είχα στο νού μου, κι ούτε με ενδιέφεραν τα αρχοντικά της παραλίας, το λιμάνι και τα χρυσά τρένα του Φαρούκ. Το σπίτι βρίσκεται σε έναν δρόμο σαν όλους τους άλλους εκεί γύρω. Λίγο φαρδύτερος απο σοκάκι, λίγο στενότερος από όσο θα χρειαζόταν για να τον πεις κανονικό. Το κτίριο παλιό. Σκάλες. Μια μυρωδιά που θύμιζε μούχλα ανακατωμένη με χλωρίνη. Παστρικά όλα, παλιωμένα μα καθαρά. Ανέβαινα και κρατιόμουν απο την κουπαστή στις σκάλες. Κρατιόμουν γερά και ένιωθα το χέρι μου να τρέμει, τα γόνατά μου, την καρδιά. Ολόκληρο το σώμα σε διέγερση. Δεν θα ‘χουν αλλάξει από τότε αυτές οι σκάλες, σκεφτόμουν, τα ίδια σκαλιά ανεβαίνω και εγώ, στην ίδια κουπαστή θα κρεμαστώ αν τύχει και παραπατήσω. Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Έμενα πίσω, τελευταία στο γκρούπ. Μια ομάδα απο πουλάδες εμπρός μου, κυρίες με παντελόνια λινά και πέρλες στο λαιμό, κυρίες που την άνοιξη κάνουν όλες μαζί ταξίδια για να ξεσκάσουν απο τα σκασμένα τους, κυρίες ικανές να σε σκάσουν με την ανοησία τους σε λίγα λεπτά. «Μα τόσο μικρό», «τί άσχημη περιοχή», «ααα, εγώ αλλιώς το περίμενα»... Τις αγνοώ, αφήνω να περάσουν μπροστά, κλείνω τα αυτιά μου στις παρατηρήσεις τους. Μπαίνουν στο διαμέρισμα και εγώ ακόμη στην πόρτα. Ένας Αιγύπτιος με καλόβολη έκφραση στο πρόσωπο, μάλλον φύλακας ή θυρωρός, στέκεται δίπλα μου. Με κοιτάει και νομίζω πως δεν χρειάζεται να τον καλημερίσω, αυτός ξέρει τί θέλω, είναι εκεί κάθε μέρα, ξεσκονίζει, φροντίζει, ξέρει. Οι πουλάδες βγαίνουν έξω γρήγορα με ένα σύννεφο απο άκομψα σχόλια και κουτσομπολιά πάνω απο τα κεφάλια τους. Θα πάνε πίσω στο αυτοκίνητο, κάνει ζέστη, ιδρώνουν, θέλουν να μείνουν σε χώρο κλιματιζόμενο. Ρίχνω μια ματιά στον Αιγύπτιο, μου κάνει νεύμα με το κεφάλι, με αφήνει, και αφού με αφήνει αυτός τότε μπορώ, κάνω ένα βήμα, περνάω μέσα. Μικρό χωλ, απογυμνωμένο. Αριστερά διάδρομος. Στον δεξί τοίχο του διαδρόμου μια βιβλιοθήκη μικρούλα με τζάμι στην βιτρίνα. Μέσα βιβλία. Ούτε κόκκος σκόνης. Σαν να ναι τώρα. Δεν σταματάω. Ο διάδρομος οδηγεί στο υπνοδωμάτιο. Τόσο δά είναι. Κρατιέμαι στην κάσα της πόρτας και έχω ξεχάσει πως ανασαίνουν. Πίσω μου, κρυφοκοιτάει η μάνα μου και ο φύλακας. Δεν θα έρθουν. Το γραφείο του μικρό και ξύλινο, σκούρο. Η καρέκλα λείπει. Πάνω του η λάμπα. Βρίσκεται δίπλα ακριβώς απο το παράθυρο. Λίγο να στρέψεις το βλέμμα και βλέπεις τον δρόμο. Απέναντι το κρεβάτι. Ένα μονό, στενό, σιδερένιο κρεβάτι. Τα στρωσίδια του είναι εκεί, λευκά. Δεν το παίρνω απόφαση να ακουμπήσω τίποτα. Φτάνω ως το παράθυρο για να κοιτάξω, να μάθω άραγε τί έβλεπε. Αποκλείεται, όλα θα έχουν αλλάξει πια. Μόνο ο σκονισμένος δρόμος, η λάσπη του στενού μπορεί να είναι η ίδια. Στάθηκα πίσω απο το γραφείο. Η λάμπα, το κρεβάτι, το παράθυρο. Τα είχα διαβάσει όλα αυτά. Τους ήξερα αυτούς τους φίλους του. Ακουμπώ το ξύλο του γραφείου, κοιτώ την σβηστή λάμπα, το στρώμα του. Πόση φόρτιση, τί σόι ένταση ήταν αυτή που με διαπερνούσε και δεν ήξερα που να την αποθέσω.

«Ήρθα»

Γρήγορα σκούπισα τα μάτια μου, έτρεξα έξω, ακούμπησα το χέρι μου στο χέρι του φύλακα, κ’ είπα στην μάνα μου «πάμε να φύγουμε».




Απ’ τες Eννιά ―

Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα
απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
και κάθισα εδώ. Κάθουμουν χωρίς να διαβάζω,
και χωρίς να μιλώ. Με ποιόνα να μιλήσω
κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό.

Το είδωλον του νέου σώματός μου,
απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
ήλθε και με ηύρε και με θύμισε
κλειστές κάμαρες αρωματισμένες,
και περασμένην ηδονή— τι τολμηρή ηδονή!
Κ’ επίσης μ’ έφερε στα μάτια εμπρός,
δρόμους που τώρα έγιναν αγνώριστοι,
κέντρα γεμάτα κίνησι που τέλεψαν,
και θέατρα και καφενεία που ήσαν μια φορά.

Το είδωλον του νέου σώματός μου
ήλθε και μ’ έφερε και τα λυπητερά·
πένθη της οικογένειας, χωρισμοί,
αισθήματα δικών μου, αισθήματα
των πεθαμένων τόσο λίγο εκτιμηθέντα.

Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα.
Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια.

Κ. Π. Καβάφης

Δεν υπάρχουν σχόλια: