Πέφτεις στα ξένα βλέμματα με βλέφαρα κλειστά για να μην φανεί χρώμα. Έξω φυσάει. Τυλιγμένος στα μάλλινα ρούχα σου, κρυμμένος σε μια γροθιά που κλείδωσε σαν στρείδι και δεν ανοίγει πια. Έξω φυσάει πολύ. Ελαφροπατάς πάνω από τα λόγια για να πέσεις μετά βαρύς στα πλήκτρα με τα φωνήεντα. Ξεχωρίζεις σφάλματα στα σπλάχνα σου, τους δίνεις ονόματα και τα χωνεύεις με σώμα που τρέμει από πυρετό. Έξω, θυμός. Λυγάς στον ήχο του τηλεφώνου, μορφάζεις στο φως, τρέχεις κυνηγημένος σε άδεια δωμάτια. Έξω, πόνος.
Μήπως θέλεις καλύτερα να σε πάω σπίτι, να βγάλεις τα μάλλινα, να σε ντύσω αγκαλιές και μ’ ένα μαχαίρι κοφτερό να ανοίξω την γροθιά σου;
Και άσε το έξω, έξω.
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου