Παρασκευή 28 Ιανουαρίου 2011

Καρδούλα μου, γλύκα μου, φως μου, ματάκια μου, μωράκι μου, ζουζουνάκι μου, σουτζουκάκι μου, λαχανοντολμαδάκι μου. Ε, μέσα σε όλα αυτά κάπου θα σας έχω πετύχει δεν μπορεί. Κάτι από όλα αυτά θα έχετε πει, ή έστω ακούσει αν είστε από τους σκληρούς «δεν λέω τέτοια εγώ », κατά την διάρκεια του ερωτικού σας βίου –πολυτάραχου ή μη δεν έχει σημασία-. Τα χαριτωμένα υποκοριστικά, τα τρυφερά προσωνύμια, αυτά τα γλυκόλογα τελοσπάντων που ανταλλάζουν αναμεταξύ τους τα ζευγάρια αποτελούν πέρα από ένδειξη οικειότητας, έναν ολόκληρο μυστικό κώδικα επικοινωνίας. Αυτή η ιδιωτική γλώσσα που αναπτύσσεται ανάμεσα σε ανθρώπους που τους δένει μια σχέση κάπως στενότερη, ακόμη και αν στα αυτιά του τρίτου ηχεί συχνά αστεία, για να μην πω γελοία και το χοντρύνω το πράγμα, είναι κάτι που τα δικά μου αυτιά τουλάχιστον υποδέχονται πάντοτε ως κάτι μαγικό. Μαγικό το βρίσκω ακόμη και όταν τα γλυκόλογα δεν απευθύνονται σε μένα και γι’ αυτό παρακαλώ μην παραξενεύεστε αν είστε φίλος και με δείτε να χαμογελάω σαν ηλίθια όταν απευθυνόμενος στο καθήμενο παραπλεύρως έτερο σας ήμισυ, το αποκαλέσετε παραδείγματος χάριν, «γατουλίνι». Όχι, διόλου δεν έχω μπερδευτεί και σίγουρα δεν έχω καθόλου την εντύπωση πως είμαι εγώ το «γατουλίνι» σας. Απλά μου αρέσει να ακούω τέτοια. Σε μία κατάσταση ιδανική, τα λόγια αυτά δεν ξεστομίζονται ποτέ από συνήθεια. Αντίθετα, είναι λέξεις προσεκτικά επιλεγμένες και πάντοτε φορτισμένες από παλλόμενο αίσθημα, ικανές να προκαλέσουν άμα τη εμφανίσει τους σκίρτημα και δόνηση στα σπλάχνα του συναισθηματικά εμπλεκόμενου αποδέκτη. Εκεί ακριβώς βρίσκεται και η ομορφιά τους. Σε αυτήν την ξεχωριστή τους δύναμη να συγκινούν αμέσως και δίχως περιττές διαδρομές, τον τυχερό μυημένο στον μυστικό τους κώδικα. Ακόμη πιο ωραία είναι όταν οι λέξεις αυτές έχουν αποκτήσει την δύναμη τους μέσα από γεγονότα, ιστορίες δηλαδή προσωπικές που σημάδεψαν τους ανθρώπους και οδήγησαν στην επιλογή του «σουτζουκάκι» ή του «αρκουδάκι» ως τα κατάλληλα χαϊδευτικά. Ναι, ναι, και παρακαλώ μην κουνάτε το κεφάλι σας μουρμουρίζοντας απαξιωτικά, «Άσε μας τώρα μεγάλοι άνθρωποι να λέμε για σουτζούκια και αρκούδες ο ένας στον άλλον». Είναι πολύ κρίμα να στερεί κανείς την γλύκα από την ζωή του. Αφήστε που είναι και εξαιρετικά αποτελεσματικά αυτά τα προσωνύμια σε μια ολόκληρη σειρά περιστάσεων. Φανταστείτε ας πούμε το παρακάτω παράδειγμα. Δείτε την εικόνα ενός ζευγαριού σε ένταση που ας υποθέσουμε έχει τσακωθεί για λόγο ασήμαντο (ως συνήθως). Κάθονται και οι δύο μουτρωμένοι σε ένα καφέ, γνωρίζουν πολύ καλά πόσο ασήμαντη υπήρξε η αφορμή, θέλουν να πουν κατιτίς για να φτιάξει η ατμόσφαιρα και να που μόλις ο ένας από τους δύο συλλαβίζει ένα λυτρωτικό «σουτζουκάκι μου», ως δια μαγείας όλα λύνονται. Λύνονται μάλιστα πολύ πιο ομαλά από ότι θα συνέβαινε με μια άλλη, προς την ίδια κατεύθυνση εξομάλυνσης, φράση του τύπου «έλα ας μην είμαστε έτσι, πραγματικά δεν έγινε και τίποτα, υπερβάλουμε», μιας και το σουτζουκάκι και την φράση που μόλις προανέφερα εμπερικλείει και επιπλέον αποτελεί χάδι λεκτικό, υποβάλει αίσθημα, φέρει μέσα του μνήμη και ουσία μυστική. Ναι και το σουτζουκάκι, και το γατουλίνι και το αρκούδι. Και σας ικετεύω, μην ακούσω κανέναν να δηλώνει με σκληράδα ξεχασμένη στις τσέπες του παντελονιού της ελληνικής ασπρόμαυρης του Φαίδωνα Γεωργίτση «εγώ δεν λέω τέτοιες χαζομάρες, είμαι σοβαρός άνθρωπος εγώ και κάνω πράξεις» γιατί μεγαλύτερη μπούρδα επί του θέματος δεν νομίζω πως μπορεί να ειπωθεί. Πρώτον διότι έχω ήδη εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους τα «σουτζουκάκια» δεν είναι χαζομάρες, δεύτερον διότι κανένα λογικό επιχείρημα δεν μπορεί να αιτιολογήσει επαρκώς το γιατί κάποιος που κάνει πράξεις δεν μπορεί να λέει και λέξεις και τρίτον και σημαντικότερο όλων, διότι αγαπητοί μου, ο λόγος, ΕΙΝΑΙ πράξη. Ιδίως μάλιστα αν περηφανεύεσαι πως είσαι σοβαρός άνθρωπος...

Πέμπτη 27 Ιανουαρίου 2011

Πάνω στο γραφείο μου, δίπλα στο ροζ φλυτζάνι που έχω γεμίσει με μολύβια, είναι ακουμπισμένος ένας μεγάλος συνδετήρας κίτρινος. Δεν συνδέει επί του παρόντος τίποτα. Μένει εκεί εδώ και μέρες επιθυμώντας κάτι να βρεθεί για να το συνδέσει. Περιμένει και επιθυμεί. Περιμένει και άλλο. Η ζωή περνάει απ’ το γραφείο μου, μένει για λίγο να παίξουμε και ξαναφεύγει ασύνδετη, σε κομμάτια εδώ και εκεί. Τυχαίνει και γνωρίζω έναν θλιμμένο άνθρωπο. Μετά γνωρίζω άλλον ένα. Έχω γνωρίσει τελικά μέσα στα χρόνια πολλούς θλιμμένους ανθρώπους. Λέω πως αν μπορούσα με έναν τρόπο να τους συνδέσω με τον κίτρινο συνδετήρα, αυτούς και τις θλίψεις τους μαζί, ίσως αυτή η συνδεδεμένη θλίψη να τους έδινε τελικά μια κάποια απάντηση. Βλέπεις θαρρώ πως το ζήτημα δεν είναι αν η ζωή είναι ωραία. Το ζήτημα δεν είναι να βρεις τρόπο σωστό για να κοιτάς μια ζωή που άλλοτε μοιάζει καλλονή και άλλοτε τέρας. Ζήτημα είναι που στην ζωή είμαστε όλοι μαζί. Το μαζί πρέπει να είναι το ζήτημα.

Τετάρτη 26 Ιανουαρίου 2011

Μόνο για αυτό έφτασα στην Αλεξάνδρεια. Άλλο τίποτα δεν είχα στο νού μου, κι ούτε με ενδιέφεραν τα αρχοντικά της παραλίας, το λιμάνι και τα χρυσά τρένα του Φαρούκ. Το σπίτι βρίσκεται σε έναν δρόμο σαν όλους τους άλλους εκεί γύρω. Λίγο φαρδύτερος απο σοκάκι, λίγο στενότερος από όσο θα χρειαζόταν για να τον πεις κανονικό. Το κτίριο παλιό. Σκάλες. Μια μυρωδιά που θύμιζε μούχλα ανακατωμένη με χλωρίνη. Παστρικά όλα, παλιωμένα μα καθαρά. Ανέβαινα και κρατιόμουν απο την κουπαστή στις σκάλες. Κρατιόμουν γερά και ένιωθα το χέρι μου να τρέμει, τα γόνατά μου, την καρδιά. Ολόκληρο το σώμα σε διέγερση. Δεν θα ‘χουν αλλάξει από τότε αυτές οι σκάλες, σκεφτόμουν, τα ίδια σκαλιά ανεβαίνω και εγώ, στην ίδια κουπαστή θα κρεμαστώ αν τύχει και παραπατήσω. Η πόρτα ήταν ανοιχτή. Έμενα πίσω, τελευταία στο γκρούπ. Μια ομάδα απο πουλάδες εμπρός μου, κυρίες με παντελόνια λινά και πέρλες στο λαιμό, κυρίες που την άνοιξη κάνουν όλες μαζί ταξίδια για να ξεσκάσουν απο τα σκασμένα τους, κυρίες ικανές να σε σκάσουν με την ανοησία τους σε λίγα λεπτά. «Μα τόσο μικρό», «τί άσχημη περιοχή», «ααα, εγώ αλλιώς το περίμενα»... Τις αγνοώ, αφήνω να περάσουν μπροστά, κλείνω τα αυτιά μου στις παρατηρήσεις τους. Μπαίνουν στο διαμέρισμα και εγώ ακόμη στην πόρτα. Ένας Αιγύπτιος με καλόβολη έκφραση στο πρόσωπο, μάλλον φύλακας ή θυρωρός, στέκεται δίπλα μου. Με κοιτάει και νομίζω πως δεν χρειάζεται να τον καλημερίσω, αυτός ξέρει τί θέλω, είναι εκεί κάθε μέρα, ξεσκονίζει, φροντίζει, ξέρει. Οι πουλάδες βγαίνουν έξω γρήγορα με ένα σύννεφο απο άκομψα σχόλια και κουτσομπολιά πάνω απο τα κεφάλια τους. Θα πάνε πίσω στο αυτοκίνητο, κάνει ζέστη, ιδρώνουν, θέλουν να μείνουν σε χώρο κλιματιζόμενο. Ρίχνω μια ματιά στον Αιγύπτιο, μου κάνει νεύμα με το κεφάλι, με αφήνει, και αφού με αφήνει αυτός τότε μπορώ, κάνω ένα βήμα, περνάω μέσα. Μικρό χωλ, απογυμνωμένο. Αριστερά διάδρομος. Στον δεξί τοίχο του διαδρόμου μια βιβλιοθήκη μικρούλα με τζάμι στην βιτρίνα. Μέσα βιβλία. Ούτε κόκκος σκόνης. Σαν να ναι τώρα. Δεν σταματάω. Ο διάδρομος οδηγεί στο υπνοδωμάτιο. Τόσο δά είναι. Κρατιέμαι στην κάσα της πόρτας και έχω ξεχάσει πως ανασαίνουν. Πίσω μου, κρυφοκοιτάει η μάνα μου και ο φύλακας. Δεν θα έρθουν. Το γραφείο του μικρό και ξύλινο, σκούρο. Η καρέκλα λείπει. Πάνω του η λάμπα. Βρίσκεται δίπλα ακριβώς απο το παράθυρο. Λίγο να στρέψεις το βλέμμα και βλέπεις τον δρόμο. Απέναντι το κρεβάτι. Ένα μονό, στενό, σιδερένιο κρεβάτι. Τα στρωσίδια του είναι εκεί, λευκά. Δεν το παίρνω απόφαση να ακουμπήσω τίποτα. Φτάνω ως το παράθυρο για να κοιτάξω, να μάθω άραγε τί έβλεπε. Αποκλείεται, όλα θα έχουν αλλάξει πια. Μόνο ο σκονισμένος δρόμος, η λάσπη του στενού μπορεί να είναι η ίδια. Στάθηκα πίσω απο το γραφείο. Η λάμπα, το κρεβάτι, το παράθυρο. Τα είχα διαβάσει όλα αυτά. Τους ήξερα αυτούς τους φίλους του. Ακουμπώ το ξύλο του γραφείου, κοιτώ την σβηστή λάμπα, το στρώμα του. Πόση φόρτιση, τί σόι ένταση ήταν αυτή που με διαπερνούσε και δεν ήξερα που να την αποθέσω.

«Ήρθα»

Γρήγορα σκούπισα τα μάτια μου, έτρεξα έξω, ακούμπησα το χέρι μου στο χέρι του φύλακα, κ’ είπα στην μάνα μου «πάμε να φύγουμε».




Απ’ τες Eννιά ―

Δώδεκα και μισή. Γρήγορα πέρασεν η ώρα
απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
και κάθισα εδώ. Κάθουμουν χωρίς να διαβάζω,
και χωρίς να μιλώ. Με ποιόνα να μιλήσω
κατάμονος μέσα στο σπίτι αυτό.

Το είδωλον του νέου σώματός μου,
απ’ τες εννιά που άναψα την λάμπα,
ήλθε και με ηύρε και με θύμισε
κλειστές κάμαρες αρωματισμένες,
και περασμένην ηδονή— τι τολμηρή ηδονή!
Κ’ επίσης μ’ έφερε στα μάτια εμπρός,
δρόμους που τώρα έγιναν αγνώριστοι,
κέντρα γεμάτα κίνησι που τέλεψαν,
και θέατρα και καφενεία που ήσαν μια φορά.

Το είδωλον του νέου σώματός μου
ήλθε και μ’ έφερε και τα λυπητερά·
πένθη της οικογένειας, χωρισμοί,
αισθήματα δικών μου, αισθήματα
των πεθαμένων τόσο λίγο εκτιμηθέντα.

Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα.
Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια.

Κ. Π. Καβάφης

Τρίτη 25 Ιανουαρίου 2011

Τον τελευταίο καιρό, μέρα με τη μέρα, διαπιστώνω, επιβεβαιώνοντας μια υποψία που είχα από παλιά, πως ο κόσμος εκεί έξω και εδώ γύρω, μιλάει πολύ. Πολύ μα πάρα, πάρα πολύ. Τόσο, που σοβαρά αναρωτιέμαι αν προλαβαίνει καθόλου να σκεφτεί έστω και λίγο για όλα αυτά που ξεστομίζει. Τον ίδιο τελευταίο καιρό και καθώς παρατηρούσα την τριγύρω φλυαρία, αποφάσισα να βουλώσω για λίγο το στόμα μου. Το βούλωσα λοιπόν και έτσι για αλλαγή βρε παιδί μου, έκατσα και άκουσα, άκουσα και ξαναματα-άκουσα. Τα αποτελέσματα της διάθεσης μου αυτής να το γυρίσω από ρήτορας (τρομάρα μου και του λόγου μου) σε ακροατής, είναι πλέον, δύο μήνες μετά, ξεκάθαρα. Για αρχή σας ενημερώνω πως χάρη στα διάφορα (και συχνά αδιάφορα) που βομβάρδισαν ανηλεώς τα αυτιά μου αυτό το διάστημα, απέκτησα τις πρώτες μου ρυτίδες. Λέω για τις δύο κάθετες γραμμούλες που εγκαταστάθηκαν πάνω από την μύτη μου οι οποίες το δίχως άλλο προήλθαν από το διαρκές σμίξιμο και σούφρωμα των φρυδιών. Μάλιστα. Δύο μήνες τώρα ακούω και επιδίδομαι σε αυτήν την πρωτότυπη γυμναστική των μυών του προσώπου μου σουφρώνοντας αδιαλείπτως. Δεν απαντώ, ακούω μόνο, προσπαθώ να επεξεργαστώ τις έννοιες (όταν οι λέξεις όσων μιλούν καταφέρνουν να αποκτήσουν έννοια δηλαδή) και τις περισσότερες φορές, σουφρώνω. Έτσι φτάσαμε σήμερα να με ειδοποιεί ο καθρέφτης πως αυτή μου η μουγγαμάρα απειλεί σοβαρά την έως τα σήμερα νεάζουσα φάτσα μου. Τρομοκρατημένη από αυτή την εξέλιξη λοιπόν και δεδομένου ότι δεν είμαι σε καμία περίπτωση διατεθειμένη να εγκαταλείψω έτσι αμαχητί την αφεντομουτσουνάρα μου στο έλεος των ρυτίδων έκφρασης (όπου έκφραση βλέπε σούφρωμα) αποφάσισα τελικά να επιστρέψω στα παλιά και γνώριμα λημέρια του ομιλείν (θα ήθελα εδώ να σημειώσω πόσο με ενοχλεί που το word δεν αναγνωρίζει το απαρέμφατο που μόλις χρησιμοποίησα πράγμα που με τσατίζει τόσο ώστε αναγκάζομαι να ξανασουφρώσω μιας και είναι το λιγότερο ηλίθιο να αρχίσω να μιλάω στον υπολογιστή μου προσπαθώντας να τον βάλω στην θέση του).
-Αφού λοιπόν λύνω την σιωπή μου (τί κλισέ) να σας ευχηθώ και καλή χρονιά έτσι για μην νομίζει κανείς οτι δεν πήρα χαμπάρι ότι άλλαξε το έτος. Στην πραγματικότητα επειδή δεν έχω καμία καινούργια ευχή, μπορείτε αν θέλετε να διαβάσετε τις περσινές στις οποίες επιμένω ολόψυχα μιας και εδώ που τα λέμε, δεν τις είδα να πραγματοποιούνται ώστε να χρειαστεί να τις αλλάξω.- Μετά την παρένθεση αυτή για τα τυπικά με τις σαμπάνιες, το count down για την αλλαγή του χρόνου και τις ευχές επιστρέφω στο θέμα. Το μπλα μπλά δηλαδή. Που λες, αν σταματήσεις για λίγο να μιλάς, καταλαβαίνεις. Πρώτα πρώτα καταλαβαίνεις οτι και εσύ, καθόλου δεν διαφέρεις απο όλους τους άλλους που συνεχίζουν να μιλούν γύρω σου. Α ναι βέβαια, έχεις συμβάλει και εσύ στο ακατάπαυστο αυτό βουητό από κουβέντες για τα ρούχα, την πολιτική, τα νύχια, τα οικονομικά προβλήματα, την μπάλα, τα αισθηματικά, τα κουτσομπολιά, τα επαγγελματικά, τα καινούργια μας έπιπλα, το καλύτερο μπαράκι, το μεταναστευτικό και την 14η πληρωμένη ανήλικη πόρνη του Μπερλουσκόνι. Όλοι, παντού, μιλάμε, για όλα, συνέχεια! Αν προσπαθήσεις να κάνεις λίστα, στο υπογράφω, θα σε πιάσει τρέλα ή το λιγότερο ημικρανία. Φυσικά δεν μπορεί κανείς να υποστηρίξει πως το να μιλάς για όλα αυτά και για άλλα τόσα, είναι κακό. Όχι, επ’ ουδενί δεν είναι κακό. Ίσα ίσα, μπράβο μας και τιμή μας και καμάρι μας που έχουμε γνώμη και άποψη, φίλους και παρέες να τα λέμε μεταξύ μας, να ανταλλάζουμε γνώμες και ιδέες και απο πάνω τρία ζήτω στην πολυφωνία και στην ελευθέρια του λόγου και της έκφρασης. Ναι. Μόνο που δεν ξέρω αν το έχετε ποτέ σκεφτεί, όλο αυτό το πράγμα με την ακατάπαυστη φλυαρία το μόνο που κάνει τις περισσότερες φορές, είναι να μας οδηγεί σε μια πλασματική αίσθηση ανακούφισης. Τα λέμε απο εδώ, τα λέμε απο εκεί, τα ξαναλέμε και πιο πέρα, τα λέμε ταυτόχρονα με κάποιον άλλον που τα λέει και αυτός εδώ και εκεί και παραπέρα και τελικά, τελικά τι; Ξεδίνουμε, λέμε ουφ τα είπα, γλιτώνουμε δυο ρυτίδες πάνω απο την μύτη και αυτό είναι όλο; Πού στο καλό και σε ποια τρύπα έχει χωθεί αυτό το δεύτερο συνθετικό της επικοινωνίας; -για το κοινό μιλάω, αυτό που μοιράζεσαι, μεταφέρεις, κάνεις κτήμα περισσότερων βγάζοντας το από μέσα σου- Μπας και είναι χαμένο κάπου εκεί μέσα σε όλο αυτό το μπλά μπλά της συμφοράς που ακούω σαν βόμβο τριγύρω μου; Πώς στο καλό να ξεχωρίσω μέσα σε τόσο θόρυβο τις δύο λέξεις που αξίζουν τον κόπο και με ποιό μαγικό τρόπο θα εκπαιδεύσω τα αυτιά μου να βρίσκουν μέσα στην φασαρία τόσων που προφέρονται ασκόπως, αυτά που κάποιος επιθυμεί ειλικρινά να τα κοινωνήσει; Πώς αλλιώς θα τα καταφέρουμε εγώ και εσύ και ο άλλος, αν πρώτα δεν το πάρουμε απόφαση όλοι μαζί να το βουλώνουμε που και που, τουλάχιστον στις περιπτώσεις εκείνες που όλα δείχνουν πως δεν μιλάμε παρά από συνήθεια ή ακόμη χειρότερα από έπαρση. Λυπάμαι για το ξεβόλεμα, αλλά δεν νομίζω πως γίνεται αλλιώς. Ακόμη και αν ρισκάρεις κάπως την αψεγάδιαστη επιδερμίδα σου ε, θέλει και λίγο μόκο!